Οι Άνθρωποι του Βορρά ανέβηκαν στο κάστρο των Κυθήρων. Για λίγο σταμάτησαν και κοίταξαν τον ορίζοντα. Άγριες ψυχές. Κουβαλούσαν μέσα τους τις θάλασσες όλου το κόσμου. Μα σαν κοίταξαν τούτη τη θάλασσα, κύμα έγινε η καρδιά τους και ταξίδεψε – με αλικά πανιά και χρυσά πουλιά στα κατάρτια- πίσω στην πατρίδα. Σαν έφτασαν, έλαμψε η ηλιόπετρα και φωτίστηκαν τα χωριά. Βγήκαν έξω οι γυναίκες και τα παιδιά να δουν το θαύμα. Άνοιξαν οι καρδιές να χωρέσουν τη γλύκα της συνάντησης. Μα μόνο τα πιστά σκυλιά και τ’ άλογα που χλιμίντρισαν από την ευχαρίστηση αναγνώρισαν τις καρδιές. Οι γυναίκες κοίταξαν απορημένες τα ζώα και μπήκαν πάλι στα σπίτια. Γέλασαν τα παιδιά και για λίγο καλημέρισαν μια απρόσμενη χαρά που γλίστρησε από το παράθυρο μέσα τους. Οι καρδιές σαν χόρτασαν με την εικόνα των αγαπημένων επέστρεψαν πίσω στο βράχο των Κυθήρων με οδηγό το Μγιόλνιρ. Είχε έρθει η ώρα να φύγουν. Δεν υπήρχε τίποτα να πάρουν από αυτό το κάστρο εκτός από τούτο το ταξίδι.
Το βράδυ που επέστρεψα πίσω στο κάστρο είδα μια γυναίκα ξένη. Λεγόταν Έδδα. Με σταμάτησε και με ρώτησε αν είχα δει τα παιδιά της. «Χρόνια τώρα ταξιδεύω ξοπίσω τους» μου είπε. «Θέλω να τους πω πως δεν είναι δούλοι. Λάθεψε ο κόσμος κι αυτοί μαζί του. Ελεύθεροι είναι. Με τις καρδιές τους αρμενίζουν όλη τη γη. Ποτέ δεν τους προλαβαίνω. Τώρα πάω στο Παλαιόχωρα. Αν τους δείτε πείτε τους, σας παρακαλώ, πως τους ψάχνει η μάνα τους να τους ελευθερώσει. Αυτός δεν είναι ο σκοπός όλων των μανάδων αυτού του κόσμου;»
Ελένη Παπανδρέου
Κύθηρα,
6/8/19