Κάβο Μαλιάς
Ξεκινήσαμε στις 3.15 τα ξημερώματα από τη Νεάπολη. Αφήσαμε το αυτοκίνητο μετά τα Βελανίδια, στον ναό του Οσίου Θωμά του εν τω Μαλεώ. Τη θέση του αυτοκινήτου την διαλεύκανα το πρωί, γιατί το βράδυ είχα την αίσθηση ότι καταπατήσαμε τον χώρο του παππού που τον ξεπετάξαμε με τη φασαρία μας από τον ύπνο. Αντίθετα από ό, τι προσδοκούσα, ο παππούς στη «συγγνώμη» μας, γέλασε καλοκάγαθα. «Κάντε δουλειά σας. Μην γνοιάζεστε. Από το σούρουπο έχουμε πέσει στο κρεβάτι με τη γρια. Τι να κάνουμε, μήπως και βλέπουμε άνθρωπο; Στον Φάρο πάτε; Αντέστε με το καλό». Πετάχτηκε στο πλάι του και η γιαγιά, αμίλητη φύλακάς του, με την ίδια συγκατάβαση και κατανόηση.
Ξεκινήσαμε για τον Φάρο. Το σκοτάδι πυκνό, βραδιά χωρίς αστροφεγγιά. Οι φακοί στο μέτωπο, η όραση περιορισμένη. Ενισχυμένη όμως και η ακοή και κυρίως η όσφρηση. Μετά από τα πρώτα βήματα, όταν και οι φωνές μας καταλάγιασαν, ακούγονταν τα πατήματά μας και η θάλασσα που έτσι κι αλλιώς την νιώθαμε στο πρόσωπο από τη δροσιά και την αρμύρα της.
Η όσφρηση! Ποτέ δεν είχα νιώσει τόσο έντονα τη δύναμή της και ποτέ δεν ήμουν τόσο ευγνώμων για όλες αυτές τις μυρουδιές που σπάταλα μας πρόσφερε. Κάποιες τις αναγνώριζα, τις περισσότερες όχι. Θυμήθηκα το παιχνίδι που πρότεινα στους μικρούς επισκέπτες του Ελληνικού Παιδικού Μουσείου. Σακουλάκια από λινάτσα που είχαν μέσα διάφορα φυτά, τα ίδια φυτά βρίσκονταν άτακτα ριγμένα και στο πάτωμα. Τα παιδιά θα έπρεπε να ταυτίσουν το σακουλάκι (την όσφρηση) με το φυτό (την όραση). Τώρα συνειδητοποιώ ότι τους ζητούσα κάτι εξαιρετικά δύσκολο.
Οι μυρουδιές που μας συνόδευαν: ασφάκα, σκίνο, κυρίως φασκόμηλο (μαζέψαμε λίγο στην επιστροφή. «Αν βάλεις ένα ξερό φυλλαράκι σε ένα καρβουνάκι μοσχομυρίζει όλο το σπίτι», είπε η Λία) και ασπάλαθοι («το κόκκινο χώμα και οι ασπάλαθοι / δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια / και τους κίτρινους ανθούς» σιγομουρμούρισα τους στίχους του Σεφέρη).
Πόση ώρα περπατούσαμε; Δεν ξέρω ακριβώς. Ήμουν εντελώς απορροφημένη από τους ήχους, από τα αρώματα, από την προσμονή της ανατολής. Αλλά και κατειλημμένη από τη φωνή της πολύτιμης φίλης Ελένης Σαραντίτη, που στο βιβλίο της «Ο Κάβος του Αγίου Αγγέλου» αξιοποιεί με τόση μαεστρία τις ιστορικές πηγές, αλλά και την προφορική παράδοση, τους μύθους, τα τραγούδια για το ακρωτήρι του Κάβο Μαλιά.
Θαρρούσα ότι και το κύμα είχε διαβάσει το βιβλίο της, γιατί σε κάθε του παφλασμό άκουγα και μια ιστορία από τις σελίδες της: Ξυλοχάφτη τον έλεγαν τον Κάβο, από τα πολλά πλεούμενα που κατάπινε· ιστορίες για πορφύρα, για Κένταυρους και Λαπίθες, στίχους από την «Οδύσσεια» με τη φωνή του Οδυσσέα να περιγράφει πώς ο βοριάς και τα άγρια κύματα του Κάβο Μαλιά τον έστειλαν στα Κύθηρα· Πορτογέζοι ναυτικοί που είπαν τον Κάβο, Κάβο του Αγίου Αγγέλου, από τον Αρχάγγελο Μιχαήλ, για να τον καλοπιάσουν να γλυκαίνει τη θάλασσα· Μικρόν Άγιον Όρος και στην άλλη πλευρά του Φάρου, η Αγία Ειρήνη, η Καβομαλούσα· Ο Όσιος Θωμάς, το αρχοντόπουλο που έγινε ερημίτης· και όταν φθάσαμε στον Φάρο, πάνω σε μάρμαρο χαραγμένη η επιγραφή από τον Στράβωνα «Μαλέαν δε κάμψας, επιλάθου των οίκαδε», να ξεχάσεις τους δικούς σου μόλις περάσεις τον Κάβο Μαλιά.
Η ανατολή μάς πρόλαβε λίγα μέτρα πριν από τον Φάρο. Τον βλέπαμε μπροστά μας να μας καρτερά και να μας αφήνει απερίσπαστους να χαρούμε το θέαμα. Η υγρά αχλύς θάμπωνε τον ήλιο. «Έχει καταχνιά», είπαν τα μέλη της Φωτογραφικής Λέσχης Σπάρτης που είχαν οργανώσει την πορεία για να φωτογραφήσουν την ανατολή. Θαμπώνεται ο ήλιος; Αναρωτήθηκα. Για μένα η ανατολή είναι πάντα μεγαλειώδης. Απηύθυνα το «χαίρε», χαιρετισμό ευγνωμοσύνης, σε όλες εκείνες τις παρουσίες, από τον Κένταυρο Χείρωνα έως την Ευγενία, την ηρωίδα της Ελένης Σαραντίτη, που εδώ είχε ποτίσει ενοχή τα χαμομήλια που ότι ξεμπουμπούκιαζαν.
Ο Φάρος, ολόλαμπρος στο πρωινό φως, αναστηλωμένος από το Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη. Δημιουργεί μιαν αίσθηση ασφάλειας, όχι μόνο στα πλοία, αλλά και στους πεζοπόρους που φθάνουν έως εδώ θέτοντάς τον όριο της πορείας τους.
Την επιστροφή, με το φως του ήλιου, την κέρδισε η όραση. Το μονοπάτι δίπλα στη θάλασσα έμοιαζε ασφαλές, οι εναλλαγές του τοπίου, τα γλυπτά των βράχων, τα ανοίγματα που άλλοτε ήταν γεμάτα με ερημίτες, τα μικροσκοπικά λουλούδια,σε μελετημένους συνδυασμούς και συνθέσεις, που αρκούνταν στο λειψό χώμα και μια γλυκιά θάλασσα που είχε βαλθεί να αναιρέσει όλες τις ιστορίες περί ριπαίων ανέμων και φονικών θαλασσίων ρευμάτων.