Ξ Ε Ν Ο Σ
Ξένος; Όχι, αυτή τη φορά δεν θα το ‘λεγα. Ούτε και την άλλη το είχα πει. Τότε, δώδεκα-δεκατριών ήμουν, και η έννοια μου ήταν στους γονείς μου. Στην αδελφή μου όχι∙ οι νέοι προσαρμόζονται εύκολα και οι μνήμες δεν έχουν μεγάλη επιβολή επάνω τους. Δεν τους έχουν κατακάψει ή δεν τους έχουν ανεβάσει στα ουράνια. Έτσι αν δεν υπήρχε το κρυφό παράπονο της μάνας και η ολοφάνερη μελαγχολία του πατέρα, όλα θα ήταν μια χαρά στο Αμβούργο του 1982. Στη συνοικία της Άλτονα, στις εργατικές κατοικίες. Είχα κι ένα φιλαράκι, το είχα γνωρίσει στα στενοσόκακα της παμπάλαιης περιοχής, ένα ζωηρό Τουρκόπουλο από τα Άδανα, Αλή Εμράλ το όνομά του, σκληροτράχηλος αμυντικός, νούμερο δύο στην ομαδούλα μας, εγώ ήμουνα το δέκα, κυνηγός, «Τσοκ μουκτεντίρσιν», είσαι καλός, μου είχε πει ένα βράδυ και άστραφταν στο σκοτάδι τα κάτασπρα δόντια του. Εκείνο ακριβώς το βράδυ είδα τον πατέρα μου να κλαίει. Τον είχε καταβάλλει η νόσος του νόστου. Τον είχε αποτελειώσει και η δουλειά στα ναυπηγεία. Ενώ η μάνα όρθια στην καντίνα, διπλοβάρδια πολλές φορές, δεν άνοιγε το στόμα της∙ όμως τα μάτια της ήταν ομιλητικότατα. Ας είναι. Επιστρέψαμε στο σπίτι μας. Στη Σπερχειάδα. Μάης μήνας πνιγόταν ο τόπος στις ευωδιές. Πνιγόμουν κι εγώ από μια αγωνία ανεξήγητη.
Και να ‘μαι ξανά στο Αμβούργο∙ Μάρτης του 2019. Κρυώνω παρ’ ότι το ξενοδοχείο, το Michaelis Hof Hotel, στο οποίο εργάζομαι, έχει εξαιρετικό κλιματισμό και θάλπει. Έξω το χιόνι δεν σταματά να πέφτει, όλα λευκάνθηκαν, τα δέντρα μοιάζουν με γλυπτά από πεντελικό μάρμαρο μα είναι άδεια από πουλιά. Δυο κουρούνες ξαπόστασαν μια στιγμή στο χωσμένο στο χιόνι παγκάκι κι έπειτα δεν μπορούσαν να πετάξουν από το βάρος των βρεγμένων φτερών. Δουλεύω στο λογιστήριο. Καλή δουλειά, α, ναι, ευχαριστημένος είμαι. Κάτω στη Θήβα, στην εταιρεία Logistics όπου απασχολούμουν τα τελευταία δώδεκα χρόνια, είχα να πληρωθώ εννέα μήνες∙ και καλά που δεν είχα οικογένεια να φροντίζω, δεν ευλογήθηκα με αυτό, αλλά ποτέ δεν είναι αργά. Εξάλλου η Τζίνα, η Ιταλιδούλα, στη ρεσεψιόν με κοιτάζει γλυκά και θαρρετά. Βλέπουμε…
Προτίμησα να γυρέψω δουλειά στο Αμβούργο εν μέρει γιατί το αισθανόμουν οικείο, εν μέρει διότι είναι από τα πιο ζωντανά και όμορφα λιμάνια της Ευρώπης. Ακόμη, επειδή κάποτε ψηφίστηκε «Πράσινη Πρωτεύουσα» της ηπείρου μας, επειδή οι δρόμοι του είναι γεμάτοι σπουδαστές και φοιτητές από όλες τις φυλές που τιτιβίζουν, που αφηγούνται κόσμους χαμένους πλην στοιχειωμένους, επειδή ο αέρας που φυσάει είναι λιμανήσιος κι ας μην είναι θαλασσινός παρά ποταμήσιος, που σημαίνει αέρας φορτωμένος ανάσες δέντρων, κελαηδισμούς και θρύλους. Επειδή, επίσης, υποβάλλει η παλαιϊκιά ατμόσφαιρά του όπου, ιδίως στο κέντρο της πόλης, είναι όχι μόνο ορατή αλλά και ομιλητική∙ αναμφίβολα η αρχοντιά και η ιστορία του και συνάμα η νεότητα και η ζωηράδα του, με σαγηνεύουν. Μα κυρίως, διότι αν και καταστράφηκε και καταλήφθηκε πολλές φορές, αν και πυρπολήθηκε και το ρήμαξαν οι επιδημίες, αν και κατακάηκε από εμπρηστικές βόμβες – οι Σσύμμαχοι βέβαια, το Αμβούργο γνωρίζει πώς να ξαναγεννιέται από την τέφρα του. Όμοια με το πορφυρό μυθολογικό πουλί, τον ιερό Φοίνικα, που ξαναγεννιέται μόνος, μέσα από τις στάχτες του, μα πριν, καταπώς λέει ο Ηρόδοτος, πριν λοιπόν παραδοθεί στο χαμό του, εκβάλλει μελωδία ουράνια μαγεύοντας ως και τον Ήλιο. Ή, όπως η πατρίδα μου, που από γενέσεως, ανυψώνεται και καταρρακώνεται, κραταιώνεται, αποδυναμώνεται, και ξανά ακμάζει γεμάτη αλκή.
Βαστάω πάντα πάνω μου ένα μπρελόκ χειροποίητο, καμωμένο από φίλη. Όταν μου το δώρισε έγραψε σημείωμα:
«Το καστόνι είναι από πλάκα μετάλλου που επαργυρώθηκε. Το υγρό γυαλί έχει «φυλακίσει» άμμο από την παραλία των Σαβαλίων, ένα φυλλαράκι δενδρολίβανο, ένα κοχύλι από το Αγκίστρι, μια μικρή ασημένια χάνδρα, ένα γαλάζιο βότσαλο από τα Κύθηρα».
Το ψαύω, και ζώντας – έστω και πικρά νοσταλγώντας – εδώ, στην παλιά βόρεια πόλη, ονειρεύομαι γέλια τριανταφυλλιά και μάτια πράσινα προς το τσακίρικο, λόγια γλυκά, ντροπαλά, ηλιοβασιλέματα στο Πετονάκι πορφυρά, φωνές παιδικές κρυστάλλινες, τα παιδεμένα χέρια της μάνας μου, ολόλευκα όμως, μισοσβησμένα τραγούδια της ξενιτιάς και του καημού, ευωδιές από αγγελικούλα και αγιόκλημα, και τη θάλασσα του λακωνικού που αντιλαλεί παραμύθια και αγάπες άγιες, υπεραιωνόβιες, για πάντα ασώπαστες.
Ελένη Σαραντίτη