Ελεύθερος τύπος, Τετάρτη 7 Σεπτεμβίου 2022
Ο όρος «Μικρασιατική Καταστροφή» έχει υιοθετηθεί από την ελληνική ιστοριογραφία για να περιγράψει τα αποτελέσματα της Μικρασιατικής Εκστρατείας στην Ελλάδα και τη σημασίας της για τον Ελληνισμό.
Συγκεκριμένα, αναφέρεται στο τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1919-22, στην εγκατάλειψη από την Τουρκία της ελληνικής διοίκησης που είχε εγκατασταθεί στα δυτικά μικρασιατικά παράλια κατά τη Συνθήκη των Σεβρών, όπως και τη σχεδόν άτακτη υποχώρηση του ελληνικού στρατού μετά την κατάρρευση του μετώπου και τη γενικευμένη εκδίωξη και εξόντωση του ελληνικού και χριστιανικού πληθυσμού της Μικράς Ασίας. Συνολικά, το φθινόπωρο του 1922 έφθασαν στην Ελλάδα περίπου 1.000.000 Μικρασιάτες πρόσφυγες.
Φέτος κλείνουν εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος», θέλοντας να τιμήσει αυτή την επέτειο, ζήτησε από ορισμένους συγγραφείς να γράψουν λογοτεχνικά κείμενα που να αναφέρονται σε εκείνη την εποχή. Σε αυτά τα λογοτεχνικά κείμενα παρουσιάζεται η Σμύρνη όπως προέκυψε μέσα από τη φαντασία ή τις διηγήσεις των συγγραφέων. Οι περισσότεροι από τους δημιουργούς είναι απόγονοι προσφυγικών οικογενειών, άρα γνωρίζουν καλά τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν εκεί. Επιπλέον, αποτελούν την τελευταία γενιά που γνώρισε και μεγάλωσε μαζί με τους πρόσφυγες. Αρα, η προσωπική τους άποψη μοιάζει σαν μια νέα συγκατάθεση μνήμης στην Ιστορία.
Στο αφιέρωμα στη Μικρά Ασία στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» συμμετέχουν οι συγγραφείς:
Αζαριάδης Γρηγόρης, Αφεντουλίδου Αννα, Γιαννέλης-Θεοδοσιάδης Γιάννης, Γκόζης Γιώργος, Γκουρογιάννης Βασίλης, Δρακονταειδής Φίλιππος, Ζήρας Αλέξης, Θεοχάρης Γιώργος, Ιντζέμπελης Ελπιδοφόρος, Καριζώνη Κατερίνα, Λαμπαρδής Πασχάλης, Λεονταρίτης Γιώργος, Μαραγκοζάκη Σωτηρία, Μαυρουδής Ευάγγελος, Λία Μεγάλου-Σεφεριάδη, Μπανά Γ. Πολύμνια, Μπλάνας Γιώργος, Μπούρας Κωνσταντίνος, Παπαθανασόπουλος Γιώργος, Πατσώνης Γιάννης, Λιάνα Σακελλίου, Σαραντίτη Ελένη, Αντώνης Νικολόπουλος (Σουλούπ), Στοφόρος Κώστας, Τζανακάρης Βασίλης, Τσοκώνα Ιώ.
Ελένη Σαραντίτη συγγραφέας, δημοσιογράφος, κριτικός
Ο Λόγος της Μαργίτσας
Αφιερωμένο στη Μαργίτσα Χάδιαρη και στη Νεάπολη
«Μετά χαράς, καρδούλα μου, πως μου κάνεις δώρο μου ’ρχεται. Ναι. Α, ψυχή μου, η μνήμη – το δώρο το μεγαλύτερο. Το χάιδι το πιο τρυφερό είναι. Είτε σκληρή και γεμάτη καημούς είναι αυτή είτε πνιγμένη στη χαρά. Δίχως αυτή δεν θα γνωρίζαμε, δεν θα αγαπούσαμε, δεν θα παλεύαμε, δεν θα αγωνιζόμαστε τον αγώνα τον καλό. Τι κι αν -το πλείστον- περισσεύουν οι στεναγμοί από καυτές πληγές όταν αναπολείς; Ο πόνος για του Θεού τα πλάσματα γίνηκε, όπως και η χαρά. Και ξέρεις κάτι; Ο πόνος είναι που κάνει τον άνθρωπο σοφότερο και άξιο να εκτιμήσει τη χαρά, να την υποδεχτεί με μεγαλύτερο σέβας και απόλαυση.
Το λοιπόν, ελόγου μου θα ανακαλώ, θα λέγω, κι εσύ θα μ’ ακροάζεσαι. Δεν θα σου πλαντάξω την καρδούλα, μη σκιάζεσαι, προτιμότερο να σου μιλήσω για μουσικές αγαπημένες και αγάπης καρδιοχτύπια που πάντα συντρόφεψαν τον άνθρωπο και του παραστάθηκαν στον επίγειο βίο. Τα πάθη τα ασήκωτα τα φανέρωσαν άλλοι. Ο καθείς με τον τρόπο του και με το φορτίο του, βέβαια, και με το “αχ” του συγκλονισμού και του χαμού. Και με το σφαδασμό του πένθους και του ξεριζωμού. Αλλωστε, χαρά μου, σαν πώς θαρρείς ότι βαδίζει ο άνθρωπος από γενέσεως; Μεριά στους θεοσκότεινους, μεριά στους ηλιόλουστους δρόμους.
Και έτσι που λες, πουλί μου, και όχι πως θα το καυχηθώ, αλλά του αείμνηστου κυρ-Δημητράκη, του θαλερού πατέρα μου, οι γνώσεις στη μουσική και η προσκόλληση σ’ αυτή, η τρέλα για να μιλήσω στα ίσα, ήταν έξω και πέρα από κάθε μέτρο. Γι’ αυτή γεννήθηκε, αυτή τον συντρόφεψε στα του βίου του, αυτή και τον συνόδεψε την ύστατη εδώ χάμω την ώρα. Ναι, αγάπη μου, με τραγούδια τον αποχαιρετήσαμε. Πώς αλλιώς; Αχ!!! Θα αγαλλίαζε το όλον του. Θα ευφραινόταν η ψυχούλα του. Κι εγώ, την ώρα εκείνη, μια τέρψη αισθανόμουν μέχρι τα δάχτυλα των ποδιών. Τέρψη και μαζί θλίψη. Ξέρεις, καλό μου, χαρμολύπη το είπαν αυτό οι παλιοί. Η χαρά γιατί -σίγουρα- θα είχε ενώσει τη θεσπέσια φωνή του με τις αδέξιες δικές μας και θα απολάμβανε τις στιγμές, και η λύπη γιατί τον ήθελα κοντά μου ακόμη, πρόσχαρο, καλοσυνάτο, ακμαίο και αηδονόλαλο. Α, ναι, απαραιτήτως και με το μαντολίνο του, που δεν το αποχωριζόταν, προπαντός το δειλινό, ώρα που ξεφορτωνόταν δέρματα και φαλτσέτες, καλαπόδια και χνάρια, ώρα που τα πουλιά πετούν για τις φωλιές τους, τότε και άνοιγε το στόμα και την καρδιά του σκορπώντας ρίγη στη γειτονιά. Τότε και έπιανε τρυφερά, χαϊδευτικά το μαντολίνο του: το χεράκι του το τρίτο! Ούτε ο βιρτουόζος Ιταλός μαντολίστας του 1800, ο Bortolazzi με τ’ όνομα να ήταν. Βλέπεις ο πατέρας μας είχε τοποθετήσει την καρδούλα του στο μαντολίνο. Την καρδιά του τη μαλαματένια!