Ελευθεροτυπία, Πέμπτη 17 Απριλίου 2014
«Γενομένης δε ώρας έκτης σκότος εγένετο εφ’ όλην την γην έως ώρας ενάτης· και εν τη ώρα τη ενάτη εβόησεν ο Ιησούς φωνή μεγάλη λέγων· Ελωί Ελωί, λιμά σαβαχθανί; ό εστι μεθερμηνευόμενον, ο Θεός μου ο Θεός μου, εις τι με εγκατέλιπες;».
Το κατά Μάρκον, κεφ. ΙΕ’ στ. 33-34. Τρεμόπαιζαν τα κεριά στα χέρια του εκκλησιάσματος, το θυμίαμα ανέβαινε ψηλά, μοσκοβολούσε η Αγια-Τριάδα λιβάνι, βιολέτες, φρέζες και λεμονανθούς, και κάτι άλλο, βαθύ και αόρατο μα πάντοτε παρόν, ευωδίαζε αγιότητα ο ιερός τόπος, και η συγκίνηση παρούσα κι αυτή, αλλά τόσο απτή που ‘θελες να απλώσεις τα δάχτυλα να την αγγίξεις. Να την πραΰνεις. Αλλά γιατί να την ημερέψεις; Ηταν αγάπης συγκίνηση που σου μέλωνε τα οστά. Και σου πλημμύριζε ηλιόφως το νου. «Ο δε Ιησούς αφείς φωνήν μεγάλην εξέπνευσε. Και το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη εις δύο από άνωθεν έως κάτω». Οπως σχιζόταν η παιδική καρδιά μου μες στη νύχτα, μες στις μυρωδιές, την αγαθότητα και την κατάνυξη. Από το εικονοστάσι της η Παναγιά η Μυρτιδιώτισσα, ήμερη -παρά ταύτα- με μαυρισμένο πρόσωπο, με μάτια υπερμεγέθη, βλέμμα που αγκάλιαζε γλυκασμένο τους πάντες, κρατούσε σαν βασίλισσα το βρέφος της κι έβλεπε κι εκείνο, έβλεπε κι εμένα, παραδίπλα τη μάνα μου, κοιτούσε και μακριά, ώς έξω τη φωτεινή νύχτα που σάλευε έτοιμη να δεχτεί τα πετούμενα στην κούρνια της, κι έπειτα έστρεφε τη στωική ματιά προς Εκείνον που σπάραζε. Από τους φράχτες, από τις αυλές και τα περιβόλια ερχόταν αεράκι λεπτό μεθυστικό, τα άστρα, όσα κατέβαιναν μέχρι τα σπασμένα τζάμια της εκκλησιάς, ηλιοβολούσαν, οι γείτονες, οι φίλοι, οι συγγενείς, μαγνητισμένοι κοιτούσαν το λεπτό πονεμένο σώμα Του, ενώ ο εκατόνταρχος αναφωνούσε: «Αληθώς ο άνθρωπος ούτος υιός ην Θεού». Στον αύλειο χώρο κάποια αγόρια κυνηγιόντουσαν, ο χωροφύλακας τα παρατηρούσε και τα πουλιά φτεροκοπούσαν. Αδιάκοπα. Δεν βολεύονταν εκείνη τη νύχτα· φως ανέσπερο είχε απλωθεί και είχε κατακάτσει μέχρι και το πιο λιγνό κλαρί· κι ώς το πιο μικρό βλασταράκι.