Ήταν κάποτε, διαβάζουμε, ένα παγκάκι στην άκρη της προκυμαίας. Βαμμένο κόκκινο της φωτιάς. Ωραίο σημείο να κάθεσαι, να ξαποσταίνεις κοιτώντας και ακούγοντας τη θάλασσα. Ο καθένας ευχαριστιέται και ηρεμεί μπροστά της καθισμένος στο ξύλινο παγκάκι. Τα παιδιά το επισκέπτονταν τα πρωινά. Αλλά αυτά κάθονταν στη ράχη του κι ετούτο εκνεύριζε τους περαστικούς, μα εκνεύριζε και το παγκάκι.
Τα απογεύματα ήταν η σειρά των ηλικιωμένων να αναπαυθούν στο κόκκινο παγκάκι μετά τον περίπατο. Φυσικά και συζητούσαν, όμως, οι μεγάλοι όταν συναντιούνται συνεχώς στην υγεία τους αναφέρονται, στους πόνους και στις ενοχλήσεις και στις θεραπείες κι όταν αλλάζουν θέμα πιάνουν τις συντάξεις. Τέτοια… Έπληττε και νύσταζε το παγκάκι και δυσανασχετούσε. Ωστόσο, δεν γινόταν να κοιμηθεί γιατί πάνω στο πρώτο χασμουρητό, να σου και τα ζευγαράκια! Αυτά ρέμβαζαν και αγαπιούνταν με συντροφιά τη θάλασσα. Τώρα πια ο ύπνος είχε φτερουγίσει μακριά από το παγκάκι. Και πλέον οι σκέψεις του δεν ήταν ευχάριστες, μάλλον απογοητευτικές ήταν. Να το πατούν, να το λερώνουν, να θορυβούν και να μη σέβονται την ησυχία του, τα ίδια και τα ίδια κάθε μέρα, «Την μίαν μονότονην ημέραν άλλη μονότονη, απαράλλακτη ακολουθεί», ουφ, πια! νευρίαζε, του τραυμάτιζε την ψυχή κι αυτή η ακινησία, μα γιατί να γεννηθεί παγκάκι και όχι βάρκα; Μια βαρκούλα που να πηγαίνει πρίμα, να ταξιδεύει στα γαλανά νερά, να δροσίζεται, να χαίρεται τα ταξίδια, αχ, ναι, θα γίνω βάρκα αποφάσισε. Κι ένα απογευματάκι φώναξε ενθουσιασμένο: «Θα γίνω βάρκα!» Και τα περιστέρια γέλασαν κοροϊδευτικά. Αλλά το παγκάκι δεν πτοήθηκε, ήταν αποφασισμένο: «Ένα πανί μού λείπει μόνο».
Το πανί, ένα σεντόνι, του το έστειλε ο ορμητικός άνεμος. Αυτός και το βοήθησε με ένα του φύσημα να πέσει στο νερό. Όμως, και δυστυχώς, έτσι βαρύ που ήταν το παγκάκι, βυθίστηκε, ενώ το σεντόνι, ταξιδεύοντας με τα κύματα, το ειρωνευόταν: «Άντε, ανέβα να οργώσουμε τη θάλασσα».
Στη φαινομενική μοναξιά του βυθού συλλογιζόταν πως «τώρα πια δεν είμαι ούτε παγκάκι» και πως αν δεν στείλουν ανθρώπους να το βγάλουν θα μείνει για πάντα στο βυθό. Μελαγχολούσε, διότι ποτέ δεν είχε φαντασθεί τον υπέροχο ενάλιο κόσμο που θα γνώριζε, τα εκπληκτικά πλάσματα που θα έκανε φίλους, τον κόσμο που θα ξεκούραζε, την άδολη αγάπη που θα εισέπραττε και την αναγνώριση που θα απολάμβανε. Οι επισκέψεις της πέρκας, του ροφού, του ιππόκαμπου, της χελώνας, του χταποδιού, της γαρίδας, του κάβουρα, του καλαμαριού, ακόμη και του καρχαρία, του γλύκαναν την καρδιά, το ωρίμασαν, το ημέρεψαν. Τόσο ώστε να τους κάνει να μονοιάζουν τους θαλασσινούς του φίλους σε στιγμές που έρχονταν σε ρήξη για το ποιος είχε σειρά να κάτσει επάνω του, ναι, γιατί περίμεναν στην ουρά… Έζησε μέρες όμορφες, ασυνήθιστες, ένιωσε και είδε πράγματα, γεύτηκε χαρές – α, όχι, καμιά βάρκα δεν τα δοκιμάζει αυτά…
Τώρα το παγκάκι βρίσκεται στην παλιά του θέση. Το ανέσυραν άνθρωποι του δήμου ενώ στα ψάρια που θλίβονταν ότι έχαναν τον καλύτερό τους φίλο, ο καρχαρίας εξήγησε: «Όλοι ξέρετε πόσο συναισθηματικός τύπος είμαι. Και πόσο ευαίσθητος. Και πόσο δεμένος είμαι μ’ αυτό το παγκάκι… Δυστυχώς όμως πρέπει να το αφήσουμε να φύγει, αφού είναι για το καλό του. Αν μείνει εδώ θα χαλάσει». Προηγουμένως οι υπεύθυνοι από τον δήμο, σε μια καθ’ όλα φιλική συνάντηση, τον είχαν προειδοποιήσει: «Δεν είναι ψάρι, είναι παγκάκι. Και τα παγκάκια χαλάνε μέσα στο νερό». Αχ, σκέπτονταν τα ψάρια, «τίποτε δεν θα ήταν πια σαν πριν». Και, «Ω! οι ευτυχισμένες μέρες…» Μόνιμα πια αραγμένο στο ακρογιάλι το παγκάκι παρατηρεί ότι τα παιδιά δεν το ενοχλούν με τη φασαρία τους. Ούτε και οι παππούδες με τη μονοτονία τους. Μήτε και τα αργοπορημένα, ερωτευμένα ζευγαράκια. Έννοια του είναι να κοιμηθεί η πόλη, να ανηφορίσει η νύχτα. Να κοπιάσουν οι φίλοι του του βυθού. Να καθίσουν όλοι επάνω του και γύρω του, να ανταλλάξουν λόγια αγάπης, χαράς, να πουν τα νέα τους, να θυμηθούν τα παλιά και να δώσουν ραντεβού για την επόμενη νύχτα. «Καληνύχτα, ψαράκια μου!» «Καληνύχτα, παγκάκι!»
Ωραίο το παραμύθι της Εύας Ιεροπούλου. Φωτεινό, υποσχετικό. Ανοιχτό στο όνειρο και στην υπέρβαση. «Ποιος είπε ότι μόνον όσοι έχουν φτερά πετάνε;» είναι σαν να μας λέει. Ένα ξύλο, σκεβρωμένο από την αλμύρα και τον ήλιο, μπορεί να στέκει ακίνητο και ανήμπορο σε όλους τους καιρούς και, ξάφνου, στα μάτια του ζωγραφίζονται ταξίδια. Που τα πραγματοποιεί. Και αποκομίζει απροσμέτρητους θησαυρούς. Διότι η καρδιά του μένει πάντα ανοιχτή και ταπεινή.
Ωραίο το Παγκάκι που ήθελε να γίνει βάρκα γιατί –επιπλέον– είναι καθαρά, απλά, λαμπερά γραμμένο. Οι έννοιες του είναι αθώες, ενώ το χιούμορ υποφώσκει σε κάθε σελίδα. Ευφράνθηκα διαβάζοντάς το. Ελπίζω, θα ευφρανθούν και τα παιδιά. Έχουμε ανάγκη την καλοσύνη. Και την αγαθότητα.
Η συγγραφέας του, γεννημένη στην Αθήνα, σπούδασε στη Θεσσαλονίκη γλωσσολογία, βιολοντσέλο και μουσικοπαιδαγωγικά. Κι εκεί ζει. Άλλα βιβλία της: Το μικρό σπίτι της Νίνας (Εκδ. Επόμενος Σταθμός), Ένα παιδί παίζει με τα σύννεφα (Εκδ. Μεταίχμιο), Ο άλλος μου εαυτός (Εκδ. Άγκυρα) κ.ά. Έχει επίσης εκδώσει CD με τραγούδια και ιστορίες για παιδιά.
Όσο για το έργο της εικονογράφου Νίκης Λεωνίδου, μόνο καλά λόγια έχουμε να πούμε. Γενικώς. Έχει εικονογραφήσει περισσότερα από ενενήντα βιβλία στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Εδώ –μα και σε άλλα βιβλία– οι εικόνες της είναι ευχάριστες, μοντέρνες, ενισχύουν το κείμενο, προσφέρουν δε χαρά και αισθητικότητα στα μάτια των αναγνωστών.
Ηλικία: για τις πρώτες τάξεις του δημοτικού.