Ένα ακόμη μουσικό παραμύθι κυκλοφορεί αυτές τις μέρες και αρέσει πολύ στα μικρά παιδιά, μα και στα μεγαλύτερα. Πρόκειται για το Μαγικό βιολί. Η συγγραφέας του, Μαριβίτα Γραμματικάκη, έγραψε προηγουμένως ένα λιμπρέτο με τον τίτλο αυτόν και ακολούθως η Εθνική Λυρική Σκηνή συμμετείχε στον εορτασμό των «Ευρωπαϊκών Ημερών Όπερας», το 2011, με το εν λόγω έργο της, δηλαδή την όπερα για παιδιά Το μαγικό βιολί. Ο συνθέτης Νίκος Ξανθούλης (υπεύθυνος εκπαιδευτικών προγραμμάτων της Λυρικής), προσέδωσε βάθος και χάρη στην ούτως ή άλλως χαριτωμένη και μεστή νοημάτων ιστορία. Το βιβλίο που κρατώ στα χέρια μου αποτελεί διασκευή του οπερατικού έργου. Εντέλει, τόσο η συγγραφέας όσο και ο συνθέτης τονίζουν την τεράστια και ευεργετική δύναμη της μουσικής, καλώντας τα παιδιά σε ένα ωραίο μουσικό ταξίδι το οποίο ξετυλίγεται σε χρόνους παλαιούς, η δε συμμετοχή της ζωγράφου Ίριδος Σαμαρτζή σ’ αυτή τη μετάβαση στους χρωματισμένους από χαρά και μουσική κόσμους, είναι καθοριστική.
Πάμε, λοιπόν, στην γκρίζα και θλιμμένη πολιτεία. Στην πολιτεία την άχαρη και άχρωμη. Την ανήλιαγη. Στην επικράτεια του βασιλιά Οράτιου, ο οποίος από τότε που πέθανε η γυναίκα του, πριν από χρόνια, βαρυπενθεί. Και μαζί του βαρυπενθεί –υποχρεωτικά– και ο λαός του. Και η φύση, εφόσον εξολοθρεύει ανθούς και πουλιά, μισεί τις ηλιαχτίδες και στρώνει παντού γκρίζα υφάσματα. Γκρίζες οι πελώριες κουρτίνες του. Γκρίζα και τα κοστούμια των υπηκόων του. Γκρίζο και το γέλιο τους. Συζητιόταν ότι ο βασιλιάς Οράτιος είχε καρδιά από πέτρα μα δεν ήταν ολότελα αλήθεια, διότι λάτρευε την κορούλα του, παρότι δεν εκδήλωνε την αγάπη αυτή. Ρόζα το όνομα της ωραίας πριγκίπισσας, Πρόκας ονομαζόταν ο μαρτυριάρης και ύπουλος γραμματικός του και Έντι φώναζαν τον νεαρό που ήταν ο μόνος χαρούμενος στο βασίλειο. Αυτός καλλιεργούσε –ο ανυπάκουος!– σε κήπο μυστικό κόκκινα τριαντάφυλλα. Και όχι μόνον. Φορούσε ρούχα χρωματιστά, χόρευε, τραγουδούσε κιόλας στους ήχους αόρατων καμπανών. Οι άνθρωποι τον είπαν τρελό και ησύχασαν. Ησύχασε κι αυτός. Όχι όμως και η πριγκίπισσα Ρόζα η οποία, πού την έχανες, πού την έβρισκες, στον ευωδιαστό κήπο του Έντι. Αγαπούσε τη χαρά του νεαρού άνδρα, τις μουσικές του, τα πολύχρωμα λουλούδια, το γέλιο του. Οι δυο τους πιάνονταν από το χέρι και τραγουδούσαν και χόρευαν και γελούσαν. Μια χαρά περνούσαν…
Έως ότου ο βασιλιάς διέταξε κι έφτιαξαν για χάρη της Ρόζας του έναν πέτρινο κήπο: πέτρινα τα τριαντάφυλλα και τα χορτάρια, πέτρινοι οι φοίνικες. Θα τον πρόσφερε στην πριγκιποπούλα και, όταν το πέτρινο έργο ολοκληρώθηκε, γεμάτος περηφάνια την αναζήτησε. Ρόζα, Ρόζα, πουθενά η πριγκίπισσα Ρόζα και ανήσυχος άρχισε να ψάχνει σε όλες τις γειτονιές, σε όλους τους δρόμους, τη γύρευε και αγωνιούσε, έτρεχε παντού μα ξάφνου σταμάτησε. Το γέλιο της! Ακουγόταν γάργαρο, ευτυχισμένο, μα όταν έσπευσε προς τα εκεί από όπου ερχόταν ο καμπανιστός ήχος, αντίκρισε την πριγκίπισσα να χορεύει και να τραγουδά μες στον μαγικό κήπο του Έντι.
Της έβαλε στο χέρι ένα πέτρινο τριαντάφυλλο κι έφυγε σκοτισμένος, σχεδόν εξαγριωμένος. Το πέτρινο λουλούδι η Ρόζα το πέταξε κι εκείνο συντρίφτηκε σηκώνοντας σκόνη και άνεμο δυνατό, που σε λίγο καταλάγιασε για να ακουστεί ένας γλυκός, χρυσαφένιος ήχος, πανέμορφος και παντοδύναμος. Τι να ήταν; Στη στροφή του δρόμου εμφανίστηκε ένας νέος τσιγγάνος με το βιολί του. «Παίζω βιολί και μαζί με άλλους μουσικούς γυρίζουμε όλο τον κόσμο και δίνουμε χαρά στους ανθρώπους με τη μουσική μας», εξήγησε. Είχε χάσει τον προσανατολισμό του. Ευτυχώς. Ευτυχώς για όλους. Διότι ο νεαρός τσιγγάνος δεν σταμάτησε να παίζει το βιολί του το μαγικό, που άλλαξε τα πάντα στην γκρίζα και δυστυχισμένη πόλη.
«Και τ’ αηδόνι τ’ άγρυπνο και το ζηλευτό/ ζήλεψε κι εσώπασε κι έσκυψε κι εστάθη/ για να δει περήφανο τι πουλί είν’ αυτό/ που τα λέει γλυκύτερα της καρδιάς τα πάθη…» είχε γράψει στο «Παλιό βιολί» ο Πολέμης.
Και λοιπόν ο θαρραλέος τσιγγάνος βιολιστής, Αμίρ το όνομά του, συνέχισε να παίζει το παλιό μαγικό βιολί με τη Ρόζα διαρκώς στο πλευρό του, έπαιζε ασταμάτητα και ο λαός τραγουδούσε, ο βασιλιάς γελούσε, ο Έντι χτυπούσε τις καμπάνες, τα γκρίζα σύννεφα ταξίδεψαν μακριά, φωτίστηκε η πολιτεία, άνοιξαν πόρτες και παράθυρα, πετάχτηκαν τα πέτρινα λουλούδια, ενώ στη θέση τους φυτεύτηκαν μεθυστικά πορφυρά τριαντάφυλλα.
Τα αρωματικά αυτά τριαντάφυλλα και το βιολί ευφραίνουν και χαροποιούν, ακόμη και σήμερα, τους επισκέπτες και τους ταξιδιώτες, οι οποίοι κοιτούν έκθαμβοι τις τόσες ομορφιές της πόλης – της Χρυσούπολης.
Στο τέλος του βιβλίου παρατίθενται όλα τα μουσικά κομμάτια του έργου, τα ονόματα των συντελεστών της παράστασης, ενώ χάρη στο εξαιρετικό CD τα παιδιά (άνω των έξι ετών) θα απολαύσουν μια επιπλέον πλεύση: θα επιβιβαστούν στο πλεούμενο που χτίστηκε από ποίηση και μουσική. Εννοείται και από χαρά!