Η Φωτεινή Αζαμοπούλου διαθέτει γερά εφόδια ώστε να παρουσιάσει στο κοινό ένα καλό μυθιστόρημα, μια πολύπλευρη και πολυπρόσωπη ανθρώπινη ιστορία στην οποία πρωταγωνιστούν άνθρωποι με δυνατά, ίσως και εκρηκτικά αισθήματα, συχνά πολύπαθοι, αλλά σπουδαίο ρόλο στο βιβλίο έχει και η ίδια η κοινωνία της σημερινής εποχής, μα και παλαιοτέρων χρόνων. Γεγονότα σημαντικά και προαιώνια όπως η φτώχεια, η προσφυγιά, ο έρωτας, η ελπίδα, η πίστη, η αποθάρρυνση, ο αγώνας, η απληστία, ο αυταρχισμός, οι ευγενείς ψυχές, οι σχέσεις, οι αποχωρισμοί, σκιρτούν εμφανώς στα έργα της, δηλαδή όλα όσα ορίζουν τη ζωή, όπως πραγματικά τη βιώνουν αρκετοί από εμάς ή όπως τη γνωρίσαμε και την ταξιδέψαμε, καθώς, ένα ταξίδι είναι ο ανθρώπινος βίος, μια πλεύση· με τα απρόοπτά του, τα αναμενόμενα, τα καλά και τα όμορφα, τους άγριους καιρούς, τις αβάσταχτες σχέσεις. Α, ναι, επίσης στο έργο αυτό, ο αναγνώστης θα θυμηθεί και στίχους από τραγούδια που τον συντρόφευσαν σε πολλά γεγονότα της διαδρομής του.
Αυτή την ανθρώπινη διαδρομή ξετυλίγει στα βιβλία της η Φωτεινή Αζαμοπούλου. Με ζωντάνια αλλά και περίσκεψη. Και αυτά, σε μια γλώσσα ζωηρή, σύγχρονη, όπου σμίγει με την παλαιότερη, ίσως διότι ο μοντέρνος τρόπος ζωής και τα διλήμματα του χθες είναι πολύ κοντινά, ίδια σχεδόν, πρόκειται για τα προαιώνια, τα παντοτινά, υπάρχουν δε όσο θα υπάρχουν άνθρωποι και όσο το όνειρο γυρεύει να φωλιάσει σε μια καρδιά, σε μια παλάμη.
Είναι κατεξοχήν κοινωνικά τα μυθιστορήματα της συγγραφέως. Το προηγούμενο μυθιστόρημά της, Κανελόριζα και άνθος της κανέλας, τίτλος εμπνευσμένος από το πασίγνωστο παραδοσιακό τραγούδι του λαού μας, αλλά και από το βαφτιστικό όνομα της πρωταγωνίστριας Κανέλας, γυναίκας αποφασιστικής και συνηθισμένης από παιδί στους καθημερινούς αγώνες της ζωής που φέρνουν τις μικρές, έστω, νίκες και την εκπλήρωση των προσδοκιών, αναφέρεται σε έναν μεγάλο έρωτα που εμποδίζεται, σε οικογενειακές περιπέτειες που συμβαδίζουν με τις περιπέτειες του λαού μας, δεκαετίες πριν, σε αγώνες και κυνηγητό μα και στον θρίαμβο της θέλησης και της αγάπης!
Στο παρόν, Στην ψυχή μου το άγγιγμά σου τιτλοφορούμενο, μεταφερόμαστε και εκτός συνόρων· Αγγλία, Ισπανία, Σαουδική Αραβία και ξανά Κρήτη, Άγιο Όρος, και άλλοι τόποι, «τόποι παντού, ψυχές παντού», τελικώς η Θεσσαλονίκη ήταν το ποθητό αραξοβόλι των ηρώων που έζησαν ο καθένας τη δική του οδύσσεια, όμως η Ιθάκη, αν την αναζητήσεις, θα είναι εκεί. Ακλόνητη. Ποτέ δεν πρόδωσε κανέναν το νησί που είναι ιδέα, και όπως ξέρουμε, ή όπως ανέκαθεν μας δίδαξε η ζωή, οι ιδέες δεν προδίδουν…
«Ω! Μα τι στο καλό, πατρίδα μου!» διαβάζουμε στον επίλογο του γεμάτου από περιπέτειες, αινίγματα και αισθήματα αυτού βιβλίου. «Εκλείψανε ολωσδιόλου οι ήρωες; Έτσι δείχνει το παρόν. Κι αφού σχολή ηρώων δεν υπάρχει, δεν υφίσταται, τι μένει! Από λίγο. Κι από κοινού. Ένα λιθαράκι ας βάλει ο καθείς! Αυτό ζητώ εγώ, ένας Έλληνας κατά τύχη».
Απορώ με το πόσο ακριβής είναι η Φωτεινή Αζαμοπούλου στις περιγραφές της των ξένων πόλεων· σαν να τις περπάτησε, να τις έζησε από νήπιο. Το κλίμα, η ατμόσφαιρα, οι δρόμοι, οι άνθρωποι. Και πόσο, ακόμη, αρμονικά παρεμβάλλονται ορισμένοι στίχοι ή τραγούδια –δημοτικά κυρίως, αλλά και έντεχνα που πέρασαν από την κρίση του λαού μας, μάλλον αρκετά– ανάμεσα στα δρώμενα. Σαν στάσιμα· σαν ανάσες ψυχής, μιας και ασφαλώς έκδηλη είναι η αδυναμία της συγγραφέως στη μουσική. Αλλά αξιοπρόσεκτοι είναι και οι διάλογοι. Φυσικοί, ζωηροί. Διατηρούν δε ένα μέτρο, μια συναινετική συντομία.
Το μυθιστόρημα ξεκινά με τη φυγή του έφηβου Νίκου από το φιλικό σπίτι της Ισπανίας στο οποίο φιλοξενείται. Η Ιζαμπέλ και ο Ομάρ, το ζευγάρι που δέχτηκε με ανοιχτές αγκαλιές τον Νίκο, υπήρξε από τους καλούς, στενούς φίλους των γονιών του και κάνει τα πάντα ώστε να του ελαφρύνει τη βαριά καρδιά.
Προηγουμένως το αγόρι ζούσε χωρίς προβλήματα στην Αγγλία, κοντά στους γονείς του, Λιόντα και Ειρήνη· Έλληνες αυτοί, από την Κρήτη. Μέχρι τα δώδεκά του χρόνια η ζωή του ήταν καλή, ασφαλής, δίπλα στ’ αγαπημένα πρόσωπα. Με τον θάνατο του πατέρα του, όμως, αδειάζει από χαρά, και όταν μάλιστα όλως τυχαίως μαθαίνει ότι είναι υιοθετημένος από τους ανθρώπους που θεωρούσε γονείς του που, σημειωτέον, υπεραγαπούσε, αντιδρά βίαια και απελπισμένος φεύγει κρυφά για την Ισπανία, μήπως βρει τάξη και γαλήνη στο χάος που ανοίχτηκε εμπρός του. Ίσως και κάποια παρηγοριά κοντά στο φιλικό ζευγάρι που το εμπιστεύεται. Δεν γνώριζε, βεβαίως, ότι ήταν καρπός ενός απαγορευμένου παράφορου έρωτα και σαν τέτοιος έπρεπε να δοθεί σε άλλα χέρια.
Ήταν στη φύση του Νίκου να αποφεύγει τον διάλογο, τις εξηγήσεις, την κατάθεση της αλήθειας. Έτσι, φεύγει και από το φιλόξενο σπιτικό της Ισπανίας καθώς το ζεύγος που τον στέγασε, με αγάπη και σεβασμό στον πόνο του, εκδήλωσε την επιθυμία να τον υιοθετήσει. Όμως το παλικάρι δεν ήθελε να αποκοπεί από τη χώρα της ψυχής του, που ήταν ολόκληρη ελληνική, με μνήμες και αγάπες δυνατές. Έτσι, αρνήθηκε. Πίσω λοιπόν στην Αγγλία. «Αχ, ξένος εδώ, ξένος εκεί, κι όθε να πάω ξένος» τραγούδησε ο λαός μας. Όντως βαδίζει ολομόναχος ο νεαρός Νίκος.
Σεπτέμβριος του 1972, Λονδίνο. Μακρύ μαλλί, ρούχα ταλαιπωρημένα μα είχε το θάρρος να παρουσιαστεί στο ελληνικό σχολείο. Ολομόναχος. Χτύπησε τη βαριά πόρτα του ελληνικού ιδρύματος του Λονδίνου, πάντα μόνος, πάντα ξένος, και χωρίς συστάσεις ή γνωριμίες, ζήτησε ή μάλλον απαίτησε να φοιτήσει εκεί.
Ήταν ήδη δεκαπεντάχρονος, πανύψηλος, πανέξυπνος, έπαιζε λύρα –την είχε πάντα μαζί του– ο διευθυντής του σχολείου τον συμπάθησε, τον δέχτηκε, στις εξετάσεις αρίστευσε, έδωσε ψεύτικο όνομα, ασαφή διεύθυνση, πως κάποιοι, τάχα, τον φιλοξενούν, έσπευσε να δηλώσει, τα πρώτα βράδια κοιμόταν σε παγκάκι του μετρό αφού προηγουμένως τον συντρόφευαν οι ήχοι της λύρας που ακούγονταν μαγικοί από τα χέρια του. Και από την καρδιά του.
Έως ότου ο γιος του διευθυντή, Μάριος το όνομα του, «Μπαμπά, τον καινούργιο μαθητή τον είδα κάτω στη στάση του μετρό… Έπαιζε ένα μουσικό όργανο. Νομίζω λύρα κρητική. Οι περαστικοί τού έριχναν νομίσματα, μα δεν νομίζω να το ‘κανε γι’ αυτό. Καθώς εγώ ανέβαινα τις κυλιόμενες σκάλες, εκείνος ξάπλωσε στο παγκάκι. Δεν μου φάνηκε ότι είχε σκοπό να φύγει».
Ο διευθυντής του σχολείου, ο άξιος αυτός παιδαγωγός (πού να ‘ξερε…) ήταν η αρχή της σωτηρίας του Νίκου, ή αλλιώς, ένα παράθυρο στο φως της ζωής. Ζωή ανήσυχη, συχνά τραχιά και ανήμερη, πλην όμως δημιουργική και γεμάτη αισθήματα, αγάπες και φιλίες που δεν χλομιάζουν, δεν τελειώνουν. Τι ωραιότερο;
https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/3837-stin-psichi-mou-to-aggigma-sou