Ειλικρίνεια και εντιμότητα περιτρέχουν τις σελίδες του καινούργιου βιβλίου της Γιώτας Φώτου. Μυθιστόρημα νεανικό, το οποίο άπτεται των σημερινών δυσκολιών που βιώνει ο λαός μας, δυσκολίες οι οποίες απηχούν ευθέως στον ψυχισμό των παιδιών μας επηρεάζοντάς τα βαθύτατα – και ας μην, λόγω υπερηφάνειας, κάποτε και συστολής, εκφράζονται.
Ένα βιβλίο της καθημερινότητάς μας είναι, με ήρωες παιδιά, ωραίους νέους, αναθρεμμένους με αγάπη, συνοχή και καλοσύνη. Αξιαγάπητα τα δυο πρώτα εξαδέλφια πρωταγωνιστές, η Ελίζα και ο Σπύρος, και αξιοσέβαστοι οι νέοι γονείς της εντεκάχρονης Ελίζας. Ζουν την ήσυχη, αξιοπρεπή ζωή τους και παρά τα χαμηλά εισοδήματά τους είναι αυτό που λέμε άνθρωποι «νοικοκυραίοι». Το σπίτι δικό τους, διαμέρισμα τριάρι κάπου σε συνοικία εκτός Αθηνών. Το αυτοκίνητό τους, παλιό αλλά ανθεκτικό, δεν το πολυχρησιμοποιούν εφόσον έχουν την Ντόλυ. Αχ, η Ντόλυ! Το καμάρι τους. Η Ελίζα τής χάρισε τ’ όνομα από το πολυαγαπημένο της άλογο του επίσης πολυαγαπημένου της Λούκι Λουκ. Μικρούλα ονειρευόταν ένα γενναίο, γοργοπόδαρο άτι. Ολόιδιο με αυτό του ωραίου μοναχικού καουμπόι. Αντ’ αυτού η οικογένεια απέκτησε μια υπέροχη μοτοσικλέτα 1.100 κυβικών. Την Ντόλυ. Τη χαρά και το καμάρι τους. Ανέβαινε επάνω φορώντας το κράνος της, έδενε τα χεράκια της στη μέση του πατέρα κι ο κόσμος όλος τούς χαριζόταν. Α, ναι, σίγουρα, μεγαλώνοντας θα αποκτούσε κι εκείνη μια δικιά της. Είχε μάλιστα αποφασίσει και ποιο μοντέλο. Προς το παρόν, απολάμβανε τις διαδρομές με τη μηχανή κι εκείνη τη μοναδική αίσθηση ελευθερίας που νιώθει κανείς όταν όλα παραμερίζουν εμπρός του και δέντρα και δρόμοι οπισθοχωρούν ενώ αυτός προελαύνει.
Την πρόσεχαν πολύ την Ντόλυ, μην κακοπάθει, μην την κλέψουν, τη φύλαγαν στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας δεμένη με αλυσίδα, σιγουρεμένη, την κοιτούσε απ’ το μπαλκόνι η Ελίζα, την καμάρωνε όμορφη και μεγαλόσωμη, εντυπωσιακή, κι εκείνο το πρωινό του καλοκαιριού, ελεύθερη από σχολικές υποχρεώσεις, ξένοιαστη ήταν, λαχτάρησε μια πρωινή βόλτα, άλλωστε ο πατέρας της ήταν στο σπίτι αδειούχος, δεν θα αρνιόταν, κι έτσι βγήκε λίγο να τη δει.
Βγήκε να τη δει, αλλά δεν την είδε! Τρόμαξε. «Τι συμβαίνει, κορίτσι μου;» ανήσυχη η φωνή του πατέρα. «Μπαμπά, η Ντόλυ δεν είναι στη θέση της!» Πήρε το χέρι του, τον έσυρε μέχρι το μπαλκόνι όπου η αίσθηση της απουσίας της Ντόλυ μεγεθυνόταν με την αλυσίδα που την συγκρατούσε να κρέμεται άχρηστη. «Η Ντόλυ δεν είναι εδώ!» μίλησε σπαρακτικά η κοπελίτσα. Και ο πατέρας της, στενάζοντας: «Το ξέρω, παιδί μου». Φαρμακωμένος ακούστηκε. Και αμέσως μετά: «Ελίζα, την Ντόλυ δε θα την ξαναδείς. Δυστυχώς… δυστυχώς τη χάσαμε!» Αχ, η μαμά, να την, αχ, η μαμά απλώνει την αγκαλιά της. Αχ! «Μαμά, μας έκλεψαν τη μηχανή! Μας έκλεψαν την Ντόλυ!»
Εντούτοις. Η μηχανή δεν είχε κλαπεί. Είχε πωληθεί. Σε στιγμές κρίσης και απόγνωσης καθώς ο κύριος Λευτέρης, ο πατέρας, είχε απολυθεί από τη δουλειά του και η οικογένεια αντιμετώπιζε προβλήματα επιβίωσης, δίχως να το γνωρίζει το παιδί τους. Μάλιστα, για να μη γίνει αυτό αντιληπτό είχε δηλώσει στην κορούλα του πως είχε άδεια από την επιχείρηση στην οποία εργαζόταν ως λογιστής. Και αν του δόθηκε νωρίς, αρχή του καλοκαιριού, ε, «Την άδεια δεν μπορεί να την πάρει ο καθένας όποτε τον βολεύει. Τώρα μου την έδωσαν, τώρα την πήρα…» είχε διευκρινίσει.
Και μέρες μετά, όταν η Ελίζα και ο Σπύρος, και μαζί μερικοί ανήσυχοι, συμμέτοχοι και εκλεκτοί φίλοι έχουν αποδυθεί σε έναν στείρο αγώνα ώστε να συλληφθεί ο κλέφτης της Ντόλυ, και έπειτα από περιπέτειες και αγωνίες, η κατάσταση παρέμενε στάσιμη, και εφόσον τα παιδιά αγωνιούσαν, ο πατέρας της Ελίζας σε ιερές στιγμές ειλικρίνειας: «…Δεν έχω άδεια όπως σου είχα πει, άνεργος είμαι, γι’ αυτό βρίσκομαι στο σπίτι…» είχε εξομολογηθεί ενόσω αργότερα, εμπρός στην καταποντισμένη κόρη του και τον κατάπληκτο ανιψιό του, ομολογεί: «Την Ντόλυ, Ελίζα, την πούλησα εγώ ο ίδιος… Την πούλησα επειδή χρειαζόμαστε χρήματα». Και όταν η κοπελίτσα απόρησε, και με το δίκιο της, «Γιατί δεν μας είπατε την αλήθεια από την πρώτη στιγμή;» ο πατέρας της, γεμάτος ντροπή και θλίψη, απάντησε: «Γιατί δεν θέλαμε να σας φορτώσουμε τα προβλήματά μας… Γιατί είμαστε σε πανικό…»
Μια σύγχρονη ιστορία οικογενειακού προβληματισμού, αλλά και μια ιστορία αγάπης που δύσκολα ξεπερνιέται. Η Γιώτα Φώτου, από το Δροσάτο Καρδίτσας, με αρκετά ήδη έργα στο ενεργητικό της, καταπιάνεται με το καυτό σήμερα θέμα της ανεργίας, αποσκοπώντας στο να ενημερώσει νέους, και λιγότερο νέους αναγνώστες, ότι σε κρίσεις πάσης φύσεως που προκύπτουν στις ανθρώπινες σχέσεις ή στις κοινωνικές, ακόμη και στις εθνικές ατυχίες, η ειλικρίνεια και η ενότητα είναι το γιατρικό –ή, εν πάση περιπτώσει– η ανακούφιση. Ο λόγος της συγγραφέως είναι φυσικός και καθημερινός, στις οικογένειες του παρόντος έργου της διακρίνεται ευκρινώς ο αλληλοσεβασμός, οι διάλογοι είναι φυσικότατοι, η πλοκή διαθέτει ένταση και ταχύτητα, το τέλος της ιστορίας χωρίς να είναι παρηγορητικό εμπεριέχει πολύχρωμα, μολονότι τρεμάμενα, ψήγματα ελπίδας.
Οι εντυπώσεις; Σε αυτό το καλογραμμένο, πολύ ζωηρό και εξίσου ρεαλιστικό βιβλίο, η αγάπη και η ελπίδα εμφανίζονται σε κάθε σελίδα. Βιβλίο ενδιαφέρον και, προπαντός, με ήθος.
Ηλικία: 10-14 ετών – αναλόγως, βέβαια.
https://diastixo.gr/kritikes/efivika/2314-otan-xasame-tin-ntoli