Βιβλίο ταξιδιάρικο, θαλασσινό, σελίδες που ευωδιάζουν αλμύρα, μοσκοβολούν περιπέτεια και οδηγούν τον μικρό αναγνώστη, μέσα από τις πλατιές, γαλανές λεωφόρους, με τη συνοδεία γλάρων, χελιδονόψαρων και δελφινιών, σε ώρες τέρψης και στιγμές εκπληκτικές προβάλλοντάς του εικόνες μιας άλλης ζωής· ζωής άγνωστης, έξω από την καθημερινότητα της πόλης, μακριά από τα οικεία και συνηθισμένα, μιας ζωής που ξετυλίγεται πέρα, στους άσωστους ωκεανούς, μακριά, σε λιμάνια με ονόματα πρωτάκουστα, με οδηγό και παραστάτη τον άπειρο ουρανό. Του οποίου «Όμμα γαρ αιθέρος ακάματον σελαγείται/ μαρμαρέαισιν αυγαίς», ή όπως μετέφρασε ο Κώστας Βάρναλης: «Το μέγα μάτι τ’ ουρανού αντικρύ μας/ πλημμύρισε με φως την πλάση» (Αριστοφάνης, Νεφέλαι).
Βρήκα πολύ ενδιαφέρον το βιβλίο του Φίλιππου Φιλίππου. Όχι διότι έτυχε ως παιδί να ταξιδέψω αρκετά με τον θαλασσινό πατέρα μου, όσο γιατί η ζωή στο τάνκερ, όπως μας την αφηγείται ο συγγραφέας, περιέχει σχεδόν τα πάντα: χαρά και λύπη, συντροφικότητα και κινδύνους, γαλήνη και τρικυμίες, σχέσεις σεβασμού, αστείες καταστάσεις, υπερβάσεις, νοσταλγία, χιούμορ και λεπτότητα, κι εκείνο το σεβαστό αλλά και φοβερό στοιχείο, τη θάλασσα, πανταχού παρούσα αλλά και αιωνίως διαφορετική. Τη θάλασσα που «και πόντον κελάδοντα βαρύβρομον», δηλαδή «τη θάλασσα τη μακριαντιλαλούσα» (Νεφέλαι, μτφρ. Κώστα Βάρναλη). Αχ, η θάλασσα… «Που απλώνεται κι απλώνεται και τραβάει μακριά, κι αστράφτει και φτεροκοπάει και χαϊδεύεται κι αναριγάει…» (Γυναίκα με τριαντάφυλλο, διηγήματα).
Αυτό τον ουρανό κι αυτή τη θάλασσα αντικρίζει σ’ όλη της τη μικρούλα ζωή η Ελεάννα. Βλέπετε, είχε γεννηθεί σε πλοίο και σε πλοίο ζούσε μέχρι που έγινε κοπελίτσα πια. Πατέρας της ο κύριος Ευγένιος, καπετάνιος. Μητέρα της η κυρία Ευγενία, βιολίστρια. Κι οι δυο προτίμησαν να την έχουν μαζί τους στο πλοίο προκειμένου να τη στείλουν στην πατρίδα, κοντά στις γιαγιάδες και τους παππούδες. Καλά μεγάλωνε κοντά τους το κοριτσάκι. Την πρόσεχαν βέβαια σαν τα μάτια τους, τη συντρόφευαν, την έμαθαν να διαβάζει, να γράφει, να μετρά, η μαμά τής παρέδιδε μαθήματα βιολιού, της μιλούσε για την πατρίδα! Ποια πατρίδα; Μια κουκκιδίτσα στο χάρτη· και πώς άραγε να μοιάζουν τα ψηλά χιονισμένα βουνά της μακρινής αυτής πατρίδας; Όταν δε πλησίαζαν Χριστούγεννα και η κυρία Ευγενία με τη γλυκιά φωνή και με το γλυκόηχο βιολί τής τραγουδούσε το γνωστό «Χιόνια στο καμπαναριό…», η Ελεάννα έμπαινε σε συλλογή· πώς να ‘τανε το καμπαναριό, και πώς το χωριό και το χιόνι. Έσπευδε, λοιπόν, η μητέρα της και της έφερνε τα ανάλογα εικονογραφημένα βιβλία και το κοριτσάκι ενημερωνόταν. Κάπως.
Ο Τάκης, ο καινούργιος μάγειρας του καραβιού και αφηγητής της ωραίας αυτής ιστορίας, θυμάται: «Την Ελεάννα τη συνάντησα πρώτη φορά στη Μανάμα, ένα λιμάνι στον Περσικό Κόλπο. Τότε κόντευε να κλείσει τα τέσσερα χρόνια. Η γνωριμία μας έγινε στον Οδυσσέα, το μεγάλο κόκκινο καράβι όπου με είχε στείλει η εταιρεία να μπαρκάρω…»
Το ξανθόμαλλο κοριτσάκι επισκεπτόταν συχνά το μαγειρείο: «Καλημέρα, Τάκη!» και «Τι μαγειρεύεις σήμερα;» Πρόθυμος και καλοσυνάτος απέναντί της αυτός, ευγενική η κοπέλα και με το υπόλοιπο πλήρωμα· ο Τάκης, λοιπόν, μας πληροφορεί ότι οι Έλληνες στο καράβι ήταν λιγοστοί. Υπήρχαν όμως και Ινδοί, Άραβες, Κορεάτες, Ταϊλανδοί. Καθένας με τις δικές του διατροφικές συνήθειες. Και με τους δικούς τους κρυφούς ή φανερούς καημούς. Εξάλλου, με τον Οδυσσέα ταξίδευαν και ορισμένα ζώα, όπως ένας λαλίστατος πράσινος παπαγάλος, μια άσπρη γάτα, ένας μαύρος σκύλος, μια καφετιά μαϊμού. Συντρόφευαν τους ναυτικούς, τους διασκέδαζαν λιγάκι οπού η νοσταλγία τους τυραννούσε. Κάποτε, κοντά στα Χριστούγεννα, προστέθηκε και μια γαλοπούλα. Την καλοτάιζαν και την περιποιούνταν· της έκαναν υπετροφία και τη λιγουρεύονταν στο φούρνο με κάστανα. Της είχαν δώσει και όνομα: Λούλα.
Η αδαής και αθώα Ελεάννα με το δεκαπεντάχρονο καμαροτάκι απ’ το Μπαχρέιν, τον Χαλίλ, της κουβαλούσαν καλαμπόκι και τη συντρόφευαν έως ότου, και ακριβώς δυο μέρες πριν από τη Γέννηση, ο καπετάνιος και πατέρας της Ελεάννας διέταξε τον μάγειρα να πράξει τα δέοντα με τη Λούλα, δηλαδή να την ετοιμάσει για το γιορτινό τραπέζι. Το κλάμα της Ελεάννας ήταν σπαρακτικό και το κορίτσι δεν παρηγοριόταν με τίποτα· ούτε τροφή δεχόταν, ούτε εξηγήσεις. Ε, να μη λυγίσει η καρδιά του πατέρα της; Κι έτσι σώθηκε η Λούλα…
Τη νύχτα της Παραμονής, καθώς αρκετοί από το πλήρωμα γιόρταζαν τη Γέννηση αδελφωμένοι και στο τραπέζι υπήρχαν τα πατροπαράδοτα, ενώ από το κασετόφωνο ακούγονταν τραγούδια αγαπημένα, ακριβώς έξω από τις ακτές της Κίνας, το καράβι άρχισε να κουνάει τρελά. Κύματα θεόρατα υψώνονταν μέχρι το κατάστρωμα. «Χάλια! Χάλια!» φώναζε ο παπαγάλος τρομαγμένος, φωνές ακούγονταν, κοφτές διαταγές, αγωνία, τα δάκρυα των μικρών, ο φόβος των μεγαλύτερων, το πλοίο βυθιζόταν, το φεγγάρι κρυμμένο, τα σωσίβια, μερικά απαραίτητα προσωπικά αντικείμενα και λιγοστά τρόφιμα, τα φώτα σβηστά, οι βάρκες, η φωνή του καπετάνιου «Ψυχραιμία παιδιά!» και ο Οδυσσέας εγκαταλείφθηκε ανήμπορος· έρμαιο στη μανία της θάλασσας και των ανέμων. Κάποια στιγμή, στη βάρκα η Ελεάννα θυμήθηκε ότι η Λούλα ξεχάστηκε κλεισμένη στην αποθηκούλα της. Σπάραξε. «Αχ, Λούλα!» φώναζε. «Αχ, Λούλα!» ακούστηκε κι ο παπαγάλος λυπημένος. Έπειτα έκλαψε και η γάτα, μετά ο σκύλος, τέλος η μαϊμού, έκλαιγαν βλέποντας τον θρήνο της φίλης τους, μέχρι που βγήκε το φεγγάρι μέσα από τα σύννεφα και αντίκρισαν τη Λούλα στην κουπαστή έτοιμη να κάνει το μεγάλο άλμα. Σε λίγο βρισκόταν στη βάρκα η ατρόμητη Λούλα. H οποία μέχρι και με αιμοδιψείς πειρατές τόλμησε να αναμετρηθεί σε δεδομένη στιγμή· γιατί ναι, αργότερα, και σε άλλο μπάρκο, στον Αλέξανδρο με τ’ όνομα, τάνκερ αυτή τη φορά πράσινο, το πλήρωμα δέχθηκε επίθεση από πειρατές που λημέριαζαν –ως γνωστόν– στις θάλασσες της νότιας Κίνας, του Ομάν, του Ινδικού Ωκεανού, του Κόλπου του Άντεν και στην προκειμένη περίπτωση στα στενά της Σινγκαπούρης. Αλλά οι ληστές δεν κακόπαθαν μονάχα από τη Λούλα· τόσο η γάτα όσο και ο σκύλος, και ας μην αναφερθώ στη μαϊμού, αντιμετώπισαν με γενναιοφροσύνη τους βάρβαρους εισβολείς!
Περιπέτειες. Στη μέση της θάλασσας με έναν καρχαρία και με κάποιο περίεργο, σωτήριο κροκοδειλάκι στην καρδιά της ζούγκλας. «Αχ, τι ωραία είναι να πατάς στο χώμα, Τάκη!» είχε πει εκστασιασμένη η Ελεάννα κι έκανε σαν τρελή από τη χαρά της, αφίξεις σε λιμάνια, αναχωρήσεις, επισκέψεις σε καλύβες φιλόξενων ιθαγενών, μια σύμπνοια, μια φιλότητα, ζώα και άνθρωποι διαφορετικών πατρίδων και φυλών μονοιασμένα, η χαρά, η καλή διάθεση εν πλω σε αυτό το ωραίο ταξίδι που ετοίμασε για τα παιδιά ο Φίλιππος Φιλίππου και το οποίο απόλαυσα κι εγώ ζώντας την κάθε στιγμή με ζωντάνια και αισθήματα αθωότητας. Γιατί, ναι, το βιβλίο Οι περιπέτειες της Ελεάννας στη θάλασσα είναι ένα χαριτωμένο και απολαυστικό ταξιδάκι στις θάλασσες τις μακρινές που αντηχούν λύπη και νόστο, χαρές και περιπέτειες, αγάπες και ελπίδες, και εκείνον τον προαιώνιο φλοίσβο που ξεσήκωσε τον άνθρωπο για καινούργιους ορίζοντες και νέες ιδέες και πατρίδες.
Ηλικία: 7-10 ετών.
https://diastixo.gr/kritikes/paidika/2556-oi-peripeties-eleana-thalassa