…Η φωνή σου
καμιά φορά προβαίνει στο πλευρό του
σαν το δελφίνι που για λίγο συντροφεύει
μαλαματένιο τρεχαντήρι μες στον ήλιο
και πάλι χάνεται…
Σεφέρης («Μνήμη, Β’» Έφεσος – Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ’)
Σαν το δελφίνι, που όταν ξάφνου εμφανίζεται δίπλα μας σε απόσταση αναπνοής, μεσημέρι καλοκαιριού, ανοίγοντας τα πλουμισμένα με ασήμια νερά, κι εμείς στη θέα του καρδιοχτυπούμε γλυκά, ακριβώς σαν το δελφίνι προβαίνει στο πλευρό του αναγνώστη η φωνή της Ελένης Λιντζαροπούλου. Κι εκείνος καρδιοχτυπά. Πλην όχι πάντοτε γλυκά. Τυχαίνει να καρδιοχτυπήσει και ανήσυχα ή ταραγμένα. Τυχαίνει και βίαια. Ή απελπισμένα. Κάποτε και λαχταρά. Συγχρόνως όμως παραδίδεται και πλέει συντροφιά με το δελφίνι, που εδώ δεν θα χαθεί. Θα τον συντροφεύσει για όσο ο αναγνώστης θελήσει – είμαι βέβαιη, για καιρό.
Ο πίθος των γυναικών τιτλοφορείται η συλλογή ποιημάτων της Ελένης Λιντζαροπούλου, που μόλις κυκλοφόρησε. Μάλιστα, είναι τα πρώτα ποιήματα που δημοσιεύει και είναι απορίας άξιον πώς και τόσον καιρό δεν επιχείρησε να μας κάνει κοινωνούς αυτής της σπουδαίας ποίησης. Των συγκλονιστικών της εικόνων. Των με προσοχή αλλά και ταραχή διαλεγμένων ωραίων λέξεων. Των στοχασμών της, που σφιχτοδένονται με αισθήματα διαρκείας.
Μα ας μπούμε για λίγο στον κόσμο της ποιήτριας, αρχίζοντας από τη «Σαπφώ Ερεσία»:
Τι να σου πω, Κυρά και Κόρη;
Θλιμμένη
Μ’ εκείνο το απόκοσμο βλέμμα των αγίων που έφυγαν
Με την κατακόκκινη ευωδιά του ζώντος πόνου
Έτσι σε έχω
Δική μου.
*
Να θυμιατίζεις, ιερή, το πάντα του έρωτα
Να θάλλεις, μεσιτεύουσα, το ποτέ της ευτυχίας.
Φειδωλεύεται τις λέξεις της τις λαμπερές η ποιήτρια, αλλά γνωρίζει τον τρόπο να τις χαράσσει. Σαν πάνω σε πέτρα. Σαν πάνω σε σίδερο καυτό. Κι αυτές εδώ δηλώνουν ταπεινά παραδοχή και αποδοχή. Σεβασμό και μνήμη. Τι ωραιότερο; Και «η κατακόκκινη ευωδιά του ζώντος πόνου», τι στίχος!
Υποστηρίζεται ότι χρονολογικά η ποίηση προηγήθηκε, σε όλους τους λαούς, από την ανάπτυξη της πεζογραφίας. Ευεξήγητο: ο άνθρωπος πρώτα πέρασε από το στάδιο της φαντασίας και ύστερα από αγώνες έφθασε στη βαθύτερη και πιο συστηματική οργάνωση της σκέψης. Κι ακόμη, καθώς λένε, αρχικώς η ποίηση ήταν μια εντελώς πηγαία και φυσική καλλιτεχνική έκφραση. Χρειάστηκε πολύς καιρός για να εξελιχθεί το αυθόρμητο αυτό ανάβλυσμα σε έντεχνη ποίηση. Πάντως το βέβαιο είναι ότι ενώ σε όλο τον κόσμο, και αναλόγως των γεγονότων ή των καταστάσεων, η ποίηση γνωρίζει περιόδους ακμής και περιόδους φθίσης, στην Ελλάδα –ανεξαρτήτως δεινών ή συνθηκών– πάντοτε ανθοφορεί.
Και δείτε εδώ, στο ποίημα «Α-γραφή», στίχους μιας ποιήτριας που μόλις τώρα μας φανερώθηκε:
Κραυγάζω γράμματα
Το μι
Το σίγμα
Το ο μικρόν και μέγα.
*
Κραυγάζω γράμματα
Τώρα που έχασα τις λέξεις.
Και μερικοί ακόμη στίχοι από το ποίημα «Γυναίκα» τιτλοφορούμενο:
Σε βρήκα πάλι με πυρπολημένα βλέφαρα
Να ξεπλέκεις τους χρησμούς στης μνήμης τ’ αργυρό πηγάδι
Πυθία άλλοτε με δάφνες
Κι άλλοτε δούλη στα υπόγεια των καιρών.
*
Ολόφωτη
Ανθοστόλιστη
Θάλλουσα
Θάλπουσα
Γυμνή στις περιφορές των αγίων
Μαινάδα
Άρπυια
Σκύλα
Σε βρήκα.
Η Πειραιώτισσα (Νίκαια, 1962) Ελένη Λιντζαροπούλου σπούδασε Θεολογία, Θεατρική Εμψύχωση, Δημόσιες Σχέσεις και Διοίκηση στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Πέρυσι κυκλοφόρησε ένα ενδιαφέρον παιδικό βιβλίο, Ο Βασίλης κι ο Αϊ-Βασίλης. Επίσης, έχει ασχοληθεί με την ανίχνευση θρησκευτικών και χριστολογικών στοιχείων στα έργα σύγχρονων Ελλήνων ποιητών.
Τον άψογο από άποψη επιμέλειας τόμο κοσμούν δέκα εντυπωσιακά σχέδια της Ιωάννας Ασσάνη.
Αλλά ακόμη λίγοι στίχοι από το ποίημα «Κίρκη»:
Άπλωσα τα μαλλιά μου στις άκρες της θάλασσας
θα τα βρει το καλοκαίρι ξεπλυμένα.
Ύφανα το δέρμα μου στον ίσκιο σου
θα το πάρεις μαζί μου φεύγοντας.
Κρέμασα τα ρούχα μου στις ροδιές
να βαφτούν κατακόκκινες…
Ανοιχτή στη γενέθλια βοή σου
ρέω από τις άκρες των δαχτύλων σου
στάζω από τα χείλη σου
απεκκρίνομαι από τους ιδρωτοποιούς σου…
Αυτή είναι η ποίηση της Ελένης Λιντζαροπούλου. Με πειθαρχημένο ρυθμό, με συγκρατημένο αίσθημα, με ορατή την προαιώνια μνήμη της γυναίκας, αλλά και του Θείου. Και αν η έκφραση «εις τον Δαναΐδων πίθον υδροφορείν» εννοεί την άσκοπη και μάταιη προσπάθεια, οι γυναίκες στις ποιητικές συνθέσεις της είναι πλάσματα που κουβαλούν, σε πολύτιμα και σεβαστά από τον μύθο και την ιστορία αγγεία, νεράκι κρυστάλλινο για να ευφραίνεται η ψυχή του κάθε διψασμένου.
ΥΓ. Ευθύς ως τελείωσα την ανάγνωση του Πίθου των γυναικών, που έφθασε με το ταχυδρομείο αναπάντεχα, της έστειλα μήνυμα: «Αγαπητή Ελένη, με το βιβλίο σου τίμησες και τις γυναίκες και την ποίηση».