Εξομολογήσεις –εκ βαθέων– της Πέτρας. Της πέτρας που είναι άναρχη, που είναι αιώνια και που είδε και γνώρισε και έζησε τα περισσότερα από όσα διαδραματίστηκαν στον άπειρο χρόνο. Βουνά και φαράγγια, λόφοι και ανοιχτοσύνες, σπηλιές θαλασσινές και βράχια καταμεσής στα πέλαγα, όρμοι και γαλανά ή καταπράσινα νησιά, πέτρες, πέτρες παντού ο τόπος μας, πέτρες μάρτυρες της αιωνιότητας.
Η Μαρία Αγγελίδου με τις γνώσεις και την ευαισθησία της μας μεταφέρει εδώ, σε τέσσερις ιστορίες, τον μονόλογο της Πέτρας. Την πρώτη ιστορία η Πέτρα την έκλεψε βίαια από την Αγάπη, ξεκινά να μας λέει, στην κυριολεξία την άρπαξε από το στόμα της. Η Αγάπη επέμενε πως αυτή ήταν η καταλληλότερη για να αφηγηθεί μια ιστορία αγάπης. Η Πέτρα, όμως, ανένδοτη. Ιστορία αγάπης που ανθίζει και θεριεύει στην Κρήτη που είναι όλο βουνά και πέτρες, η Πέτρα θα την έκανε γνωστή…
Στην Κρήτη, λοιπόν, πολύ παλιά, στον καιρό του Μίνωα, του πρώτου βασιλιά του νησιού, που πιστευόταν ότι ήταν γιος του Δία και ότι από αυτόν είχε διδαχθεί να είναι δίκαιος και σωστός κυβερνήτης. Όλοι έλεγαν ότι κάθε εννιά χρόνια ο μεγάλος βασιλιάς ανέβαινε στην ψηλότερη κορυφή της νήσου και παρελάμβανε από τον θεό και πατέρα του τους νέους, πιο σύγχρονους νόμους, γραμμένους σε πέτρινες πλάκες! Μεγαλώνοντας και ωριμάζοντας ο Μίνωας αγάπησε την πεντάμορφη Πασιφάη, μισή γυναίκα και μισή φεγγάρι. Μα δεν την αγάπησε μόνο, τη λάτρεψε. «Ποιός είν’ τρελός από έρωτα…» ξεκινά το αριστουργηματικό ποίημά του ο Γιώργος Σαραντάρης (1908-1941). Κι ο Μίνωας ήταν τρελός από έρωτα γι’ αυτή τη θεότητα –έλεγαν– του φωτός. Μόνο που δεν «έσκαβε λάκκους στην αυγή», όπως συνεχίζεται στο ποίημα, αλλά προσέλαβε έναν καταπληκτικό και φημισμένο τεχνίτη και τον διέταξε να κατασκευάσει ένα μεγαλειώδες και τρομακτικό παλάτι με χίλια πεντακόσια δωμάτια και με μπερδεμένους διαδρόμους, κρυμμένες αυλές και δώματα, που όποιος δοκίμαζε να μπει μέσα δεν ξανάβγαινε. Χανόταν. Κι αυτό για να μην αντικρίσει την Πασιφάη. Ο δίκαιος και σοφός βασιλιάς είχε αρρωστήσει από αγάπη. Ζήλευε και υπέφερε. Κι εκείνη μαζί του, ώσπου τον έπεισε να τη σεργιανίζει τις νύχτες στον ουρανό. Αλλά εκεί έλαμπε πιο πολύ κι απ’ τη σελήνη…
Πτυχές μιας αγάπης μεγαλειώδους, θεϊκής, όπως ακριβώς ήταν και τα χρόνια εκείνα των μύθων, των θαυμάτων και των ανείπωτων πράξεων.
Όμως η Πέτρα διευκρινίζει τελικώς: «Τον βασιλιά Μίνωα, τον άντρα της Πασιφάης, με τον Μινώταυρο στον λαβύρινθο μέσα… ξεχάστε τον… Ο Μίνωας δεν ήταν καν ένας βασιλιάς. Ήταν πολλοί. Που τους έλεγαν όλους Μίνωες, όπως, ας πούμε, τους βασιλιάδες της Αιγύπτου τούς έλεγαν όλους Φαραώ». Και πάντως, «Τα χρόνια που βασίλεψαν εκεί οι Μίνωες, η Κρήτη ήταν η μεγαλύτερη δύναμη του κόσμου». Καιρός γλυκύτατος, αφθονία αγαθών, θρησκεία κατανυκτική, τα καλοτάξιδα σκαριά τους μετέφεραν μέχρι την άκρη της γης τα προϊόντα τους, η τέχνη άνθιζε. Και δεν πλησίασε επίβουλος εχθρός μεν, αλλά το κακό ήρθε μέσα από τα σπλάχνα της γης. Τρεις σεισμοί καταστρεπτικοί έγιναν όσο βασίλευαν οι Μίνωες. Ωστόσο, τα λαμπρά κτίρια ορθώθηκαν και πάλι – κι ακόμη λαμπρότερα και ωραιότερα, γιατί μετά τον τρίτο σεισμό γέμισαν οι τοίχοι ζωγραφιές. Φωτεινές, παράξενες, με δέντρα και λουλούδια, πουλιά κι όμορφες γυναίκες, ψάρια και ταύρους, γυναίκες κι άνδρες με ενδυμασίες υπέροχες, με χρώματα γοητευτικά, αν και ασυνήθιστα, χρυσός και διαμάντια, φτερά και κεντήματα, αξετίμητη η ομορφιά τους – και όχι, ούτε ένας πολεμιστής δεν διακρίνεται στις υπέροχες αυτές τοιχογραφίες…
Η δεύτερη ιστορία της Πέτρας πάλι σε πέτρες αναφέρεται, αλλά αυτή τη φορά σε πολλές πέτρες, όλων των ειδών τις πέτρες. Και βαλμένες με μαστοριά η μια επάνω στην άλλη, γνωστικά και τακτικά, κι ας είναι τεράστιες σαν να τις δούλεψαν χέρια Κυκλώπων. Για τα τείχη μιλά η Πέτρα, τα τείχη που τα είπαν Κυκλώπεια. Που συνεχίζουν «να στέκουν αγέρωχα κι ανίκητα, ολόρθα στα κύματα του Χρόνου».
Για τις πιο γρήγορες πέτρες του κόσμου κάνει λόγο στην τρίτη ιστορία η Πέτρα. Για τα μάρμαρα της Αττικής θα μιλήσει και θα πει: «Της Αττικής τα μάρμαρα, είπαν ιστορίες-θαύματα». Για την Αθήνα του Περικλή και για τον Φειδία με τα χρυσά χέρια. Για τους λαμπρούς εκείνους χρόνους, αλλά και για πίκρες ανθρώπων…
Η τέταρτη ιστορία είναι οι πέτρες του γιατρού. Του Ασκληπιού. Πέτρες που είδαν γιατρειές και θαύματα, θεραπείες και ικεσίες. Οι πέτρες του θεραπευτηρίου, βέβαια. Παρούσες στον πόνο, παρούσες και στη χαρά. Και που μ’ αυτές χτίστηκε το μεγαλύτερο θεραπευτήριο του κόσμου. Με ξενώνες, με γυμναστήριο, με στάδιο. Και το θέατρο που έχτισε αργότερα ο σπουδαίος γλύπτης Πολύκλειτος, ο οποίος έπιανε το μάρμαρο στα δάχτυλά του κι εκείνο του μιλούσε και του ’λεγε τα μυστικά του. Γιος γλύπτη, εγγονός γλύπτη, πατέρας γλύπτη ο μεγάλος καλλιτέχνης. Τι θαυμάσια ιστορία.
Όλες οι ιστορίες της Μαρίας Αγγελίδου είναι ενδιαφέρουσες. Κι ενώ πλουτίζουν το παιδί με πολλές λεπτομέρειες και ιστορικές γνώσεις, κυλούν γλυκά και ειρηνικά σαν παραμύθι.
Τις τέσσερις ιστορίες ζωντάνεψε και ομόρφυνε με το βλέμμα της και την τέχνη της, τα υπέροχα χρώματά της, η Φωτεινή Στεφανίδη. Ίσως να άκουσε κι εκείνη τα μυστικά της Πέτρας.
Ηλικία: 7-10 ετών.
https://diastixo.gr/kritikes/paidika/712-istories-tis-petras