Μια από τις πιο ξεχωριστές, τις σχεδόν άφατες χαρές που μπορεί να βιώσει ένας γονέας είναι όταν αντιληφθεί ότι το παιδί του κατόρθωσε να διαβάσει, διστακτικά μεν και κομπιάζοντας ίσως, τις πρώτες του λέξεις. Ετούτη η χάρις μού δόθηκε καμαρώνοντας τα παιδιά μου, μου δωρίστηκε ξανά και με τα εγγονάκια μου πρόσφατα. Όταν μάλιστα πέρυσι, παραμονές Χριστουγέννων, η μεγαλύτερη από τις εγγονούλες μου, ούτε οκτάχρονη ακόμη, καθισμένη πλάι μου στο γραφείο μού διάβασε ολόκληρο το θαυμάσιο παραμύθι Χώρος για ένα μικράκι, κι έπειτα σήκωσε τα μεγάλα καθαρά μάτια και με κοίταξε λάμποντας από χαρά και από αιδημοσύνη, εγώ ξάφνου ένιωσα πως είχε φτερά η πολυθρόνα – μπορεί και το δωμάτιο. Οπωσδήποτε όμως η καρδιά μου. Που μου ψιθύριζε ότι το κοριτσάκι μας είχε ήδη αποκτήσει μια ανυπολόγιστη δύναμη. Την ικανότητα να ενημερώνεται, να κρίνει, να διασκεδάζει, να ονειρεύεται, να αγαπά, να αντιδρά και να δημιουργεί, να συμμετέχει, να απολαμβάνει όλα όσα μεταφέρουν και προσφέρουν τα βιβλία, όλα όσα έχουν δωρίσει πνεύματα άγια και άγρυπνα στην ανθρωπότητα.
Για την τέρψη αλλά και για την κρίση των μικρών μας, λοιπόν, επέλεξα μερικά βιβλία για την προσχολική και πρώτη σχολική ηλικία. Σήμερα θα αναφερθώ σε ένα, θα ακολουθήσουν κι άλλα. Μακάρι να τα χαρούν. Κι εσείς μαζί τους.
Εξαιρετικά ωραίο το παραμύθι της Μαριάννας Κουμαριανού. Εξαιρετική και η εικονογράφησή του από τη Μαίρη Πολυδώρου. Τι να πρωτοπώ… Για την αγάπη που θροΐζει μες στις φυλλωσιές της μηλιάς; Για τη γλύκα που σταλάζει σαν κεχριμπαρένιος κόμπος από την ψυχή του καλού, σοφού δέντρου; Για τη φιλία; Για τη φιλοξενία; Για τη δύναμη μα και την αγαθότητα της φύσης; Ο ανθός της ύπαρξης περιέχεται στο μικρό το δέμας αλλά πανέμορφο και ιλαρό αυτό βιβλίο. Μάλιστα, όσα δεν αποκαλύπτει ο λόγος της συγγραφέως, σπεύδουν οι εικόνες να φανερώσουν.
Ήταν μια μηλιά, που λέτε, ολομόναχη στην κορυφή του λόφου. Ασυντρόφευτη, αμίλητη, έβλεπε τη ζωή να περνά δίπλα της και να μην τη χαιρετά. Όταν ο καιρός ψύχραινε και το δειλινό κατέβαινε νωρίς, τα φύλλα της, στο χρώμα του χαλκού πια, έπεφταν στη γη. Την άνοιξη όμως το ωραίο δέντρο ανθοβολούσε. Νεαρά πράσινα φυλλαράκια, ολόλευκα αέρινα άνθη, σα ζωγραφιά γινόταν το δέντρο. Αλλά μόνο ο άνεμος την έβλεπε. Κι αυτός περαστικός. Και μιας και δεν την μπορούσε καθόλου τη μοναξιά, όταν είδε τον άνεμο να ετοιμάζεται, λόγω καλοκαιρίας, για αναχώρηση, τον παρακάλεσε να πάρει στα φτερά του τη φωνή της και να την ταξιδέψει μακριά, για να γίνει γνωστό ότι η μηλιά θλίβεται ολομόναχη και ζητά συντροφιά.
Και δεν πέρασε ώρα, και να οι πρώτοι φίλοι: ένα ζευγάρι καρδερίνες. «Καλή μου μηλιά, μπορούμε να φτιάξουμε τη φωλιά μας στα κλαδιά σου;» ρώτησαν. Και η μηλιά, κουνώντας απαλά τα κλαδιά της σε καλωσόρισμα, δέχτηκε με ενθουσιασμό. Έπειτα, ακούστηκε η φωνή της αράχνης: «Καλή μου μηλιά, με αφήνεις να υφάνω το σπίτι μου στα κλαδιά σου;» Και η μηλιά: «Σου χαρίζω τα κλαδιά μου για το μεταξένιο σου σπιτάκι», αποκρίθηκε.
Ο λόφος μοσκοβολούσε πλέον από το άρωμα των ανθών της μηλιάς και φυσικά η μέλισσα δεν άργησε να φανεί. Ρώτησε αν μπορούσε να γλυκαθεί απ’ τα λουλούδια, για να ακουστεί η ευτυχισμένη φωνή της μηλιάς: «Πέτα σε όλα μου τα άνθη, φώναξε και τις φίλες σου…»
Επισκέψεις και φιλίες. Σύντροφοι της μηλιάς όλα αυτά τα ωραία πλάσματα. Κι άλλα ακόμη. Διότι όταν με το καλοκαίρι άρχισε η καρποφορία, και φάνηκαν τα λαμπερά κόκκινα μήλα, έσπευσαν και τα παιδιά. «Όμορφη μηλιά, να ξεκουραστούμε στη σκιά σου;» Προθυμότατη η μηλιά, ευτυχισμένη. Τα παρακίνησε μάλιστα να διαλέξουν τα πιο νόστιμα χυμώδη μήλα, ενώ έγερνε τα κλαδιά της επάνω τους για να ‘χουν γλυκύτερη σκιά.
Με το φθινόπωρο, με τον αέρα, τη βροχή και το κρύο, οι φίλοι της μηλιάς σκόρπισαν για τα γνωστά, θερμά μέρη. Όμως δεν λυπήθηκε το καλό δέντρο. Σκέφτηκε πόσο όμορφα θα της τραγουδά ο άνεμος, είδε και έναν νυσταγμένο σκαντζόχοιρο που την κοιτούσε παρακλητικά. «Μπορώ να ξαπλώσω στον κορμό σου για να σε έχω συντροφιά;» Όσα φύλλα τής είχαν απομείνει τα έριξε στοργικά για να σκεπάσει το μικρό κορμί. Έπειτα, νυσταγμένη κι αυτή άρχισε να ονειρεύεται τους φίλους της. Και την επιστροφή τους όταν ο καιρός θα γλύκαινε με το που θα μύριζε άνοιξη το αεράκι.
Οι εποχές. Τα χρώματά τους. Η αναζήτηση της αγάπης και της συντροφικότητας. Η πραότητα. Οι γλυκείς τρόποι. Τα αγαθά πλάσματα. Ο χωρισμός και η ελπίδα της επιστροφής. Η όντως εξαίρετη εικονογράφηση. Η αισθητική του τόμου, όλα. Όλα συνηγορούν ώστε Η συντροφιά του λόφου να θεωρείται –από τη γράφουσα, τουλάχιστον– βιβλίο που τέρπει και συγχρόνως αναδεικνύει την αξία της φιλίας και την ιερότητα της αγάπης.
https://diastixo.gr/kritikes/paidika/1656-i-sintrofia-tou-lofou-marianna-koumarianou