Το πρώτο πράγμα που έκανε ο θεός είναι το μακρινό ταξίδι·
εκείνο το σπίτι περιμένει
μ’ ένα γαλάζιο καπνό
μ’ ένα σκυλί γερασμένο (Σεφέρης, Ημερολόγιο Καταστρώματος, Β’)
Μάνα και κόρη στην κορυφή της τούβλινης καμινάδας αγκαλιασμένες. Πολυαγαπημένες. Όμορφες. Πελαργίνες κομψές και λεπταίσθητες, από καλή γενιά. Δύει ο ήλιος και η φωλιά τους παίρνει τα χρώματα του μπακιριού και του χρυσαφιού. Η κορούλα φέρει με καμάρι το όνομα μιας πριγκίπισσας της Ανατολής: Νίλου!
Δεν υπάρχουν άλλα παιδιά στην οικογένεια, μήτε και πατέρας. Τα υπόλοιπα αυγά, που με πολλή στοργή κλώσησε η μητέρα όταν ζέσταινε και τη Νίλου, δεν είχαν ζωή εντός τους.
Ο πατέρας έφυγε τη μέρα που γεννήθηκε η Νίλου. Πέταξε το ξημέρωμα μακριά και ποτέ δεν επέστρεψε· η μαμά πελαργίνα τον περίμενε διαρκώς, τον ήθελε κοντά της, τον λαχταρούσε· του κάκου. Έμειναν μόνες. Φυσικά, η αγάπη που τις ένωσε έδιωχνε τη μοναξιά και έσβηνε κάπως τα αποτυπώματα του πόνου, το γεγονός όμως είναι ότι δυσκολεύτηκαν τον πρώτο καιρό. Εξάλλου οι πελαργοί, έτσι και δεθούν και μετά αγαπηθούν, βαστούν τον έρωτά τους μέχρι τέλους.
Η πελαργίνα φοβόταν, δίχως να το φανερώνει, ότι κάτι αναπότρεπτο είχε συμβεί στον αγαπημένο της. Ευτυχία και παρηγόρησή της τώρα το παιδί της. Παρηγοριά δε της Νίλου, εκτός από την απλόχερη και ακοίμητη αγάπη της μάνας της, ήταν τα παραμύθια που ποτέ δεν της αρνήθηκε η μαμά. Και ήξερε πολλά. Και παμπάλαια. Ιστορίες που γεννήθηκαν μαζί με τα πουλιά και τους ανθρώπους. Τα ζώα και τις μουσικές. Τις λέξεις.
Περνούσαν οι μέρες και η μικρή, ντελικάτη Νίλου μεγάλωνε· άλλαζε η φορεσιά της, το ράμφος είχε πάρει το χρώμα του ήλιου όταν κατηφορίζει, καμάρωνε στα λεπτά της πόδια, λουζόταν στο φως και δυνάμωνε, έμαθε να πετάει, να αιωρείται, να πλανάρει με χάρη στα ανθισμένα λιβάδια.
Κάποτε, και μετά την αφήγηση του παραμυθιού που αφορούσε την αλεπού και τον πελαργό, η πελαργίνα κοίταξε ανήσυχη τη μικρούλα της και της μίλησε έτσι: «Να μην κοροϊδεύεις κανέναν, μα και να μην εμπιστεύεσαι κανέναν. Και να μην ξεχνάς ποτέ πως το κακό γυρίζει πάντα πίσω. Αυτός είναι ο νόμος της ζωής. Όταν θα πετάξουμε μαζί προς το καινούριο μας σπίτι, να έχεις πάντα στον νου σου αυτή τη συμβουλή». «Και το καλό;» απόρησε η Νίλου. Και η μάνα είπε σκεπτική: «Το ίδιο κι αυτό». Έπειτα: «Πες μου πάλι για το ταξίδι που θα κάνουμε για να πάμε στο άλλο μας σπίτι… Εκεί θα μεγαλώσω, έτσι δεν είναι;» Και σε λίγο: «Θα πάμε να ψάξουμε μαζί τον μπαμπά», κι η μαμά πελαργίνα γυρνούσε το κεφάλι κι άφηνε τα δάκρυά της να κυλούν σιωπηλά. Ο ύπνος τις έβρισκε σφιχταγκαλιασμένες στη φωλιά τους…
Το πρωί η μαμά έδινε μαθήματα ζωής στο παιδί της. Έπρεπε να είναι καλά εφοδιασμένη για το μεγάλο ταξίδι, για τον άγνωστο μακρινό κόσμο. Ανάμεσα στις ομάδες των πουλιών επικρατούσε αναστάτωση και ταραχή. Συγκεντρώνονταν όλες οι οικογένειες, άλλαζαν νέα, άλλαζαν φιλιά, ενθουσιάζονταν, ανησυχούσαν.
«Ήρθε η ώρα να πετάξουμε από την πόλη. Είσαι δυνατή πια. Να είσαι πάντα πλάι μου. Να θυμάσαι να είσαι ευγενική με όλους», συμβούλευσε η μάνα την όμορφή της κορούλα, που είχε ξεσηκώσει τον θαυμασμό γνωστών και αγνώστων. Μα όταν η Νίλου, που είχε αγαπήσει τη φωλιά όπου γεννήθηκε και τον ακίνδυνο και γνώριμό της κόσμο, ζήτησε να μάθει πότε θα γυρίσουν πίσω, άκουσε τη μητέρα της να της λέει πως δεν θα ξαναγυρίσουν και πως, αν κάποτε το θελήσει πολύ, θα επιστρέψει, αλλά με οδηγό και συνοδοιπόρο την καρδιά της μονάχα· όχι αυτήν. Και ξεκίνησαν…
Προορισμός η μεγάλη μητρική χώρα· η Αφρική. Ω, ταξίδι μακρινό και επίπονο. Πλην τους στοίχειωνε τα όνειρα: Η ασίγαστη ομορφιά της. Το θάλπος της. Η απεραντοσύνη της.
Εκείνες του Μπαχρ-Ελ-Γκαζάλ οι νύχτες, τότε,
οι τόσο φωτεινές…
οι βράχοι που ήλιος τροπικός τους πυρπολούσε…
ο ποταμός που ξεδιψούσε… (Αλέξανδρος Μπάρας, «Λέων Αφρικανικός – Σουδάν»).
Ταξίδι κοπιαστικό το οποίο, δυστυχώς, δεν ήταν γραφτό να κάνουν μαζί μάνα και θυγατέρα. Δύσκολο ταξίδι. Άνεμοι λυσσασμένοι, χαλάζι, ρεύματα βίαια, παγωμένα. «Μείνε πλάι μου!» φώναξε η μητέρα, αλλά η κόρη, που πετούσε παραπέρα, δεν την άκουσε· πάλευε με τον άνεμο, τη βροχή, το σκοτάδι. Τέλος, αφέθηκε εξουθενωμένη στη μάνητα του καιρού. Χάθηκε. Χάθηκαν…
Όμως, εδώ αρχίζει το αληθινό ταξίδι. Ακριβό και μεγάλο, θαυμαστό και δύσβατο όσο και η ζωή. Και όσο η ζωή ερεθιστικό, μάχιμο και ωραίο. Τέλος, όπως και αυτή, νικηφόρο.
Ο έρωτας, η αγάπη, ο σεβασμός, ο αποχωρισμός, η θλίψη, η νοσταλγία, η ομορφιά, η λαχτάρα του ανταμώματος, ο φόβος, η έκσταση, η γενναιοδωρία, το κακό, το αγαθό, το δάκρυ και το γέλιο, η επιείκεια και η μνήμη, η ανοιχτή καρδιά, τα χρώματα, τα αρώματα. To δημιούργημα και η δύναμή του! Η ομορφιά του!
Λοιπόν, αυτός που γύρευα, ε ί μ α ι. Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο, Χειμώνα, ελάχιστε (Οδυσσέας Ελύτης, «Λακωνικόν», Έξη και μια τύψεις για τον Ουρανό).
Ο συγγραφέας Γκουίντο Κόντι (Πάρμα, 1965) είναι επίσης ανθολόγος και δάσκαλος δημιουργικής γραφής. Ακόμη, είναι ιδρυτής του λογοτεχνικού περιοδικού PalazzoSanvitale. Έχει τιμηθεί με πολλές διακρίσεις, όπως με το Βραβείο Κιάρα για το βιβλίο του Ο κροκόδειλος στον βωμό και με το Βραβείο Κάρλο Λέβι για το έργο Ο μεγάλος ποταμός Πάδος, ενώ ξεχωρίζουν τα έργα του Το δειλινό στην κοιλάδα, Τζοβανίνο Γκουαρέσκι – Βιογραφία ενός συγγραφέα, Τα χίλια στόματα της δίψας.
To εξαιρετικό αυτό βιβλίο, με εικόνες του συγγραφέα, στο οποίο η νεαρή, τρισχαριτωμένη και ακτινοβόλα Νίλου μυείται στα της αγάπης και της ζωής, θα ευφράνει και θα συγκινήσει τον αναγνώστη, ανεξαρτήτως ηλικίας. Πρόκειται δε για το πρώτο έργο του Γκουίντο Κόντι για παιδιά (άνω των 10 ετών) και ενηλίκους. Επιπλέον, είναι μεταφρασμένο με ευαισθησία και σεβασμό στο λαμπρό κείμενο από τη Δήμητρα Δότση.