Στην αρχαία Σπάρτη, όταν κάτι ήταν πολύτιμο για τον άνθρωπο, ή σεβαστό και υπέροχο, το αποκαλούσαν άγιο. Ανεξαρτήτως εάν ήταν αντικείμενο, ον ή φυσικό φαινόμενο, πλάσμα της φύσης ή η φύση αυτοπροσώπως. Έλεγαν συχνά ο άγιος Ηρακλής, ο άγιος Ποταμός (για τον Ευρώτα), η αγία θάλασσα. Έλκουσα την καταγωγή από τη Λακωνία η γράφουσα, θα προσαγορεύσει το σιτάρι άγιο. Το άγιο σιτάρι, λοιπόν. Που είναι γνωστό από τα προϊστορικά χρόνια. Δεν είναι με μεγάλη ακρίβεια γνωστή η καταγωγή του, αν και οι περισσότεροι συμφωνούν ότι καλλιεργήθηκε αρχικώς στην περιοχή της Μεσοποταμίας, εφόσον ανάμεσα Τίγρη και Ευφράτη βρέθηκαν σπόροι σιταριού χρονολογούμενοι στο 6.000-7.000 π.Χ. Ο Όμηρος αναφέρει το σιτάρι σαν «πυρόν», από το «σπυρός = σπόρος». Η θεά Δήμητρα, που πιστεύεται ότι δίδαξε την καλλιέργειά του στην Ελλάδα, ονομαζόταν και «Σιτώ». Το σιτάρι αποτελεί τη βάση της διατροφής των περισσότερων λαών της γης και θεωρείται το πιο διαδεδομένο φυτό στον κόσμο. Ο καθένας μας θα έχει μνήμες της λαχτάρας του φρεσκοψημένου ψωμιού και, ασφαλώς, δεν θα υπάρχει στη γη άνθρωπος που να μην το έχει ευχαριστήσει και ευλογήσει, νοερώς έστω.
Η Άννη Θεοχάρη, που ασχολείται με το θεατρικό παιχνίδι, τις δραματοποιήσεις και αφηγήσεις παραμυθιών (άλλο βιβλίο της Ένας ξεχωριστός φίλος, Εκδ. Λιβάνη), είχε την έμπνευση να ετοιμάσει για τα παιδιά ένα ενδιαφέρον και πολύ χρήσιμο βιβλίο για το σιτάρι. Η Σάντρα Ελευθερίου, που το εικονογράφησε και εργάζεται περίπου δέκα χρόνια ως ελεύθερη επαγγελματίας εικονογράφος παιδικών βιβλίων, έκανε πολύ καλή δουλειά. Εκφραστικά παιδικά πρόσωπα, όμορφες γενικώς εικόνες, με αρκετές θερμές αποχρώσεις στο χρώμα του σιταριού, αφηγούνται με ευφράδεια την ιστορία του πολύτιμου και τεράστιας σημασίας δημητριακού.
Οι πρώτες σελίδες του βιβλίου μιλούν για δυο παιδιά. Δυο φίλους και συμμαθητές. Την Ελένη και τον Δημήτρη. Γείτονες. Μόλις έχουν σχολάσει και γυρνούν στο σπίτι παραβγαίνοντας στο τρέξιμο, όπως το συνηθίζουν καθημερινώς. Και, όπως και πάλι καθημερινώς, η Ελένη έρχεται πρώτη. Αυτό την κάνει καυχησιάρα. «Δεν έχει πλάκα να τρέχω πια μαζί σου, πάντα σε κερδίζω», τον πειράζει, ενώ ο Δημήτρης σκύβει το κεφάλι ντροπιασμένος. Εξάλλου, αυτός ποτέ δεν καυχήθηκε. «Τι έπαθε», σκέπτεται, «κι έγινε τόσο αντιπαθητική;» Τις σκέψεις του και τον κομπασμό της φίλης του διέκοψε ξάφνου μια θαυμάσια μυρωδιά. «Τι μυρίζει τόσο ωραία;» ρωτά το κορίτσι. «Η γιαγιά μου ψήνει ψωμί». Η γιαγιά τούς καλωσορίζει και, περιμένοντας να κρυώσει το καρβέλι, αρχίζουν και οι τρεις να μιλούν για το ψωμί, ενώ όπως πάντα η Ελένη επιδεικνύει τις γνώσεις της. Μετά την αναχώρηση της Ελένης, η γιαγιά παρακινεί τον εγγονό της να πληροφορηθεί, από όπου μπορεί, γιατί το ψωμί είναι τόσο πολύτιμο για τον άνθρωπο. Και όντως αυτό έκανε ο Δημήτρης…
Έτσι άρχισε η ιστορία για να συνεχιστεί, μέσα από παιδικές συμφωνίες ή και ασυμφωνίες, μέσα από ζωηρούς διαλόγους και σκηνές, στο δρόμο, στο σπίτι, στα διαλείμματα, στις καθημερινές συναντήσεις των φίλων και συμμαθητών, η –εν τάχει– ενημέρωση του μικρού αναγνώστη γύρω από όσα αφορούν το σιτάρι. Στις τελευταίες σελίδες παρατίθενται επιπλέον πληροφορίες για τις ποικιλίες των αλεύρων, τις αρχαίες δοξασίες, τις παραδόσεις, τους νερόμυλους, τα εργαλεία οργώματος, αλωνίσματος ως και διάφορες παλιές –ως επί το πλείστον– φωτογραφίες σποράς, θερισμού κ.λπ. Τέλος, υπάρχουν αντιστοιχίσεις, σταυρόλεξα και η «Συνταγή για ψωμί της κυρίας Ελεονώρας». Απλή και ωραία. Ευκαιρία για συνεργασία παιδιού και μητέρας.
Ηλικία: 7-10 ετών.