Ακριβώς στην άκρη του κόσμου. Στη Μογγολία. Σε σκοτεινά και σχεδόν απάτητα δάση, σε άδεντρα υψώματα, σε κακοτράχαλες πλαγιές, τρεις άνδρες ταξιδεύουν με προφύλαξη. Βραδιάζει. Αφιλόξενα μέρη, σκληρά. Ο πρώτος από τους άνδρες είναι ο οδηγός του τζιπ, μικρόσωμος, με φθαρμένη προβιά αντί για πανωφόρι, Μογγόλος. Ο δεύτερος είναι Κινέζος, ο Γουόνγκ, με βλέμμα πονηρό πίσω απ’ τα μαύρα γυαλιά του, γνωστός για τις ύποπτες δοσοληψίες του και με χαμόγελο διόλου ειλικρινές και φιλικό. Ο τρίτος επιβάτης του σαραβαλιασμένου αυτοκινήτου που παλεύει να τα βγάλει πέρα είναι Άγγλος, ο Σαμ Σκάτερχορν, ισχνός και ταλαιπωρημένος από το ταξίδι: στους χωματόδρομους το κεφάλι του συνέχεια κοπανιόταν στα μαξιλαράκια που κρέμονταν από την οροφή του αυτοκινήτου. Ο Κινέζος Γουόνγκ τον κοιτούσε και σκεπτόταν πόσο ασήμαντος φαινόταν. Τον είχε συναντήσει σ’ ένα φθηνό ξενοδοχείο όπου ζούσε σαν ζητιάνος δίχως ρούχα και χρήματα, μια και πρόσφατα είχε αποφυλακιστεί. Το μοναδικό απόκτημά του ήταν ένα μικροσκόπιο, το οποίο δεν αποχωριζόταν. Θα μπορούσε, έτσι κακομοιριασμένος που έδειχνε –σκεπτόταν ο Γουόνγκ– να μην τον είχε πάρει μαζί του για να του δείξει το «ακριβές σημείο» που επίμονα ζητούσε, αλλά δυστυχώς δεν του είχαν τύχει και αξιολογότεροι «πελάτες». Σίγουρα αυτός θα έβρισκε εκείνο που έψαχναν τόσοι και τόσοι. Και, επιτέλους, αν δημιουργούσε προβλήματα κατόπιν, ε, δεν θα του ήταν δύσκολο να τον εξαφανίσει εκεί, στις απέραντες ερημιές, τη στιγμή μάλιστα που μάλλον είχε μπει παράνομα στη χώρα. Και, τάχα –καθησύχαζε τον εαυτό του ο Κινέζος– ποιος θα τον αναζητούσε στα πέρατα της γης;
Όταν έφθασαν στην τοποθεσία που γύρευαν, ο Άγγλος σήκωσε τα κιάλια του, εντόπισε τα πεσμένα από κατολίσθηση δέντρα και: «Αυτό είναι» είπε, ενώ ο Μογγόλος συγκατένευσε. Έπειτα, ο Σαμ Σκάτερχορν πήρε από το τζιπ μια τσάντα κι ένα λεπτό μεταλλικό ραβδί και άρχισε να αναβαίνει τα βράχια που βρίσκονταν στο έμπα του δάσους. Οι άλλοι άρχισαν να πίνουν φτηνό σακέ κι ως να τον δουν να επιστρέφει, άρχισαν τις ετοιμασίες για τη νύχτα. Εν τω μεταξύ, ο άνδρας που ανηφόριζε, «Ανάμεσα στο λύκο και στη σελήνη στέκει η νύχτα, ώρα μαγική…» σκέφθηκε, ανάσανε βαθιά, κατευθύνθηκε προς τον πεσμένο κορμό κι έχωσε το χέρι σε μια τρύπα του ξύλου. Σε λίγο στην παλάμη του είχε και θαύμαζε μια στρουμπουλή προνύμφη. «Lamprima adolphine», ψιθύρισε, «καλό σημάδι», την τοποθέτησε στοργικά στην τρύπα της μα σε λίγο διέκρινε μια χρυσαφιά λάμψη. Ήταν ένας χρυσός λέκανος, έντομο εντυπωσιακό και σπάνιο. Ανατρίχιασε. «Είσαι μεγαλόσωμο αγόρι, σωστά;» μίλησε τρυφερά καθώς έψαχνε και για άλλους. Ήταν, βλέπετε, από παιδί παθιασμένος με τον κόσμο των εντόμων.
Όμως μετά τα μεσάνυχτα άρχισε η ανήκουστη επιδρομή των εντόμων. Δεκάδες χιλιάδες, εκατοντάδες, εκατομμύρια επιθετικά μαύρα σκαθάρια πλησίαζαν από παντού. Τους κύκλωσαν ασφυκτικά, ανέβηκαν επάνω τους. Φοβερές οι δαγκάνες τους. Ορμούσαν. «Δεν πρέπει να είναι αυτό το τέλος», ψέλλισε έντρομος ο ψηλός Άγγλος. Επρόκειτο για ερασιτέχνη φυσιοδίφη, με πελώριες εμπειρίες και γνώσεις γύρω από τον κόσμο των αρθρωτών ζώων, κι άλλες τόσες ιδιορρυθμίες και εκκεντρικότητες στην καθημερινή του ζωή. Ο Σαμ Σκάτερχορν, όμως, λογιστής στο δήμο δεν αναζητούσε μόνον τα σκαθάρια. Αναζητούσε απελπισμένα κάτι άλλο, μεγαλύτερο, υψηλότερο και πολύτιμο: τη θεϊκή σπίθα, όπως την ονόμαζαν παλιά. Το υπέρτατο και υπέροχο αλλά απολεσθέν αγαθό ενός Διεθνούς Κινήματος, του οποίου ήταν μέλος.
Πίσω στην πατρίδα, ο εντεκάχρονος γιος του, Τομ, περνά τις διακοπές των Χριστουγέννων κοντά στον θείο και τη θεία του, φύλακες και ιδιοκτήτες του μουσείου Σκάτερχορν, το οποίο είχε ιδρυθεί το 1906 από τον Σερ Χένρι, πρόγονο του παιδιού. Η μητέρα του αγοριού έχει αναχωρήσει για τη Μογγολία σε αναζήτηση του πατέρα του. Έξι μήνες έχουν περάσει και δεν έχουν νέα του Σαμ. «Λοιπόν, ας ελπίσουμε πραγματικά πως θα καταφέρει να τον βρει. Οι εκτάσεις εκεί είναι αχανείς», είπε στο αγόρι για το καλωσόρισμα η θεία Μέλμπα. «Θα τον βρει», απάντησε ο Τομ ευγενικά αλλά αποφασιστικά, «το ξέρω πως θα τον βρει». «Χμμμ», ακούστηκε η μεγάλη κυρία. Έξω από το μουσείο το χαλάζι πέφτει σαν «βροχή από πέτρες». Παγωνιά μέσα. Το παιδί ριγά.
Το μουσείο έχει υποκύψει στη φθορά. Παγωμένο και σκονισμένο, αφρόντιστο και εγκαταλειμμένο, δίχως σπουδαίους πόρους και δίχως επισκέπτες. Χωρίς θέρμανση. Διαθέτει όμως τη σπουδαιότερη και πιο εντυπωσιακή συλλογή ταριχευμένων ζώων στον πλανήτη. Κρύβει δε ένα μεγάλο μυστικό…
Ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον και πολύ καλογραμμένο μυθιστόρημα. Υπέροχα ατμοσφαιρικό, με αισθητό και ποιοτικό χιούμορ, αγωνία και μυστήριο, με ιδιαιτέρως εκφραστικούς ήρωες, ζωηρούς διαλόγους, έκτακτες περιγραφές της φύσης, ισχυρά και ουσιαστικά αισθήματα.
Ο συγγραφέας Χένρι Τσάνσελορ (Henry Chancellor), που συχνά περνά τις διακοπές του στην Ελλάδα, γεννήθηκε στο Λονδίνο και μεγάλωσε στις εξοχές της ανατολικής Αγγλίας. Σπούδασε θεολογία, αρχιτεκτονική και ιστορία της τέχνης στο πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ αλλά η αδυναμία του ήταν η κατασκευή σκηνικών, οπότε και συνέχισε σπουδές στο Βασιλικό Κολέγιο Τέχνης. Γύρισε για την τηλεόραση λαμπρά ντοκιμαντέρ, όπως αυτό για τους εμπόρους τσαγιού ή εκείνο για τους συλητές τάφων. Παράλληλα, κυκλοφόρησαν με επιτυχία δυο ιστορικά βιβλία του. Φαίνεται, όμως, πως η συγγραφή βιβλίων για παιδιά, και μάλιστα η τριλογία με τις «Απίστευτες Περιπέτειες του Τομ Σκάτερχορν» τον ενθουσίασαν ξεχωριστά. Κι εμάς, θα μπορούσαμε να πούμε, ελπίζοντας ότι και οι νέοι αναγνώστες το ίδιο θα αισθανθούν.
Το δεύτερο μυθιστόρημα της σειράς τιτλοφορείται Ο μυστικός κόσμος, πρωταγωνιστής είναι και πάλι ο Τομ, ο οποίος ξεκινά με τη νεαρή Περλ από το μουσείο και φθάνει στις παρυφές των Ιμαλαΐων, και από εκεί στις ζούγκλες της Πολυνησίας κι ακόμη μακρύτερα. Ψάχνοντας απεγνωσμένα τους γονείς του…
Για εφήβους και νέους.
https://diastixo.gr/kritikes/efivika/445-to-mistiko-tou-moyseiou