Η Ρόζα Παρκς (Rosa Louise McCauley Parks, 4 Φεβρουαρίου 1913-24 Οκτωβρίου 2005), ήταν μια 42χρονη Αφροαμερικανίδα μοδίστρα που με μια πρωτοφανή, για την εποχή, πράξη της οδήγησε στις πρώτες –και σημαντικότερες– νίκες του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα στις ΗΠΑ, η ίδια δε έμελλε να μείνει στην Ιστορία ως «η μητέρα του σύγχρονου κινήματος πολιτικών δικαιωμάτων».
Μοντγκόμερι, Αλαμπάμα, βραδιάζει μες στο καταχείμωνο.
Ήταν 1η Δεκεμβρίου του 1955 όταν η Ρόζα Παρκς, κουρασμένη από την ολοήμερη δουλειά της, επιβιβάστηκε σε λεωφορείο στο κέντρο της πόλης· κάθισε στη σειρά των θέσεων που προορίζονταν για τους έγχρωμους πολίτες, μα όταν γέμισε το λεωφορείο και μερικοί λευκοί έμειναν όρθιοι, της ζητήθηκε ή μάλλον τη διέταξαν να σηκωθεί και στο κάθισμά της να τακτοποιηθεί ένας λευκός. Όμως η Ρόζα, αντιστεκόμενη στην τότε πολιτική φυλετικού διαχωρισμού των ΗΠΑ, αρνήθηκε να δώσει τη θέση της. Οι άλλοι έγχρωμοι συνεπιβάτες σηκώθηκαν υπακούοντας στο νόμο (ο οποίος ίσχυσε μέχρι το 1956, και έπαψε να ισχύει λίγο μετά την άρνηση της αποφασισμένης μοδίστρας), η ίδια όμως εναντιώθηκε κατ’ επανάληψιν αναγκάζοντας τον οδηγό να σταματήσει το λεωφορείο και να καλέσει την αστυνομία, η οποία τη συνέλαβε.
Η πράξη της αυτή ουσιαστικώς ήταν πράξη πολιτικής ανυποταγής, στάθηκε δε η απαρχή, ή μάλλον η σπίθα που άναψε τη φλόγα ενός τεράστιου και νικηφόρου κινήματος στην πόλη, που δεν άργησε να εξαπλωθεί σε όλη τη χώρα. Συμπαραστάτης της στη φυλακή, ένας πάστορας: ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, που θα ξεκινούσε και αυτός τη διαδρομή του από αυτό το ιστορικό για την κοινότητα των εγχρώμων, αλλά και για όλους τους υποστηρικτές της ισότητας, γεγονός.
Η Ρόζα Παρκς, πασίγνωστη αργότερα ακτιβίστρια κοινωνικών δικαιωμάτων, σημειώνει στην αυτοβιογραφία της για το συμβάν: «Ο κόσμος λέει ότι δεν παραχώρησα τη θέση μου γιατί ήμουν κουρασμένη. Αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Δεν ήμουν περισσότερο κουρασμένη από όσο ήμουν συνήθως στο τέλος μιας μέρας. Όχι, η μόνη κούραση που είχα ήταν αυτή του να υποχωρώ».
Η Ρόζα Παρκς πέθανε σε ηλικία 92 ετών έχοντας ζήσει ζωή γεμάτη προσφορά και αγώνα. Ήταν η πρώτη γυναίκα της οποία η σορός εξετέθη σε λαϊκό προσκύνημα στο Καπιτώλιο.
Στην άρνησή της να παραχωρήσει τη θέση της στο λεωφορείο και στα γεγονότα που ακολούθησαν αναφέρεται το εξαιρετικό αυτό βιβλίο. Η γυναίκα-σύμβολο στον αγώνα κατά του ρατσισμού στις ΗΠΑ σκιαγραφείται με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απλότητα και ταπεινότητα. Ασφαλώς και παραστατικότητα. Και παρά το ήσυχο και πράο ύφος του συγγραφέα, συγκλονίζει. Βλέπετε, το ρόλο του αφηγητή ο συγγραφέας Φαμπρίτσιο Σιλέι (Φλωρεντία, 1967-) τον έχει αναθέσει σε έναν παππού. Έναν έγχρωμο, ηλικιωμένο κύριο, παλιό αχθοφόρο, ο οποίος ανακαλεί συχνά στη μνήμη του την ημέρα που επέβαινε στο «λεωφορείο εκείνο» και καθόταν ακριβώς δίπλα στη Ρόζα. Αυτός, υπάκουος και φοβισμένος, κατέβηκε. Η Ρόζα αντιστάθηκε. «Υπάρχει πάντα ένα λεωφορείο που περνάει στη ζωή καθενός από εμάς. Εσύ κράτα τα μάτια ανοιχτά: μη χάσεις το δικό σου», συμβουλεύει τον εγγονό του, τον Μπεν, ενώ σιγοψιθυρίζει συγγνώμη: «Συγγνώμη που κατέβηκα». Μιλά γλυκά και συγκρατημένα στο παιδί.
Παππούς και εγγονός είχαν επισκεφθεί το μουσείο Χένρι Φορντ, στο Ντιτρόιτ. Εκεί, ανάμεσα σε άλλα εκθέματα, βρίσκεται και το λεωφορείο. «Αυτό είναι!» φωνάζει ο παππούς. «Μα το Θεό, αυτό είναι!» «Λοιπόν; Ένα παλιό λεωφορείο!» παρατηρεί ο εγγονός αλλά ο παππούς γελά και τον τραβά μέσα. «Κάτσε εκεί, σ’ εκείνη ακριβώς τη θέση. Είναι η θέση της Ρόζας!» Και προτού ο Μπεν προλάβει να τον ρωτήσει ποια άραγε είναι αυτή η Ρόζα, ο παππούς αρχίζει να διηγείται. «Ήμουν είκοσι έξι χρόνων και ζούσα στο Μοντγκόμερι, στην Αλαμπάμα. Δεν είχα τελειώσει το σχολείο, μα ήξερα να γράφω και να διαβάζω. Οι μαύροι είχαν το δικό τους σχολείο…» Με λίγες φράσεις ο παππούς περιγράφει τις ταπεινώσεις και τα βάσανα των έγχρωμων συμπολιτών του. Όσο για το περιστατικό με τη συνεπιβάτιδά του, τη γενναία μοδίστρα, ακούστε τον παππού: «Ο οδηγός πλεύρισε με το λεωφορείο το πεζοδρόμιο και βρίζοντας άφησε τη θέση του και πήγε προς τη Ρόζα. “Τι τρέχει; Είσαι κουφή εκτός από νέγρα; Δε βλέπεις ότι ένας κύριος είναι όρθιος;” Κοίταξα ανήσυχος τη γυναίκα που δε γνώριζα: “Κυρία, πρέπει να σηκωθείτε, αλλιώς θα έχετε μπλεξίματα”. Αλλά σε λίγο, μπροστά στην εύθραυστη, αποφασισμένη γυναίκα που με κοιτούσε, αισθάνθηκα πιο μικρός και από το τίποτα. Και ξανά ο οδηγός: “Σήκω! Δώσε τη θέση σου στον κύριο”, διέταξε. “Όχι”, είπε ατάραχη η γυναίκα…»
Κάπως έτσι μερικές φορές γράφεται η ιστορία των κατακτήσεων και της προόδου των ανθρώπων. Ένα ήσυχο «όχι» κι ένα βλέμμα γαλήνιο μα επίμονο μπορούν να προκαλέσουν ανάφλεξη, να επιφέρουν αλλαγές…
Η συνταρακτική αφήγηση δεν τελειώνει εδώ, εξάλλου στους ενηλίκους είναι αρκετά γνωστά τα γεγονότα, μένει να τα μάθουν και τα παιδιά· είμαι σίγουρη πως θα βρουν πολύ ενδιαφέρον το βιβλίο και ότι θα σκεφθούν επάνω σε αυτό, θα στοχαστούν. Η γνώση ανοίγει διαρκώς μονοπάτια, ακόμα και λεωφόρους, πνεύματος και καρδιάς.
Ιδιαιτέρως να σταθούμε και στην εικονογράφηση του Μαορίτσιο Κουαρέλο (Τορίνο 1974-), η οποία είναι ατμοσφαιρική, εκφράζει μια φυσική δύναμη, θέλοντας ίσως να υπογραμμίσει την απόφαση της αγωνίστριας Ρόζας, ενώ με τα διάφορα φλας μπακ θυμίζει κινηματογράφο.
Οι εκδόσεις Κόκκινο, στην Καλαμάτα, κλείνουν εφέτος ένα χρόνο προσφοράς στο καλό παιδικό βιβλίο. Αυτό είναι το 13ο βιβλίο τους και εκδόθηκε σε συνεργασία με τη Διεθνή Αμνηστία.
ΥΓ. Επειδή, ως καινούργιος, ο εκδοτικός οίκος ίσως δεν είναι πολύ γνωστός, για τους άλλους τίτλους απευθυνθείτε στον ιστότοπό του: www.kokkinobooks.gr
https://diastixo.gr/kritikes/paidika/108-to-lewforeio-ths-rozas