«Σαν κοτσύφι» έλεγε ο λαός μας της υπαίθρου για κάποιον που πήγαινε ορμητικά, γρήγορα. Και ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, στο ωραιότατο ποίημά του «Ο γεροβοσκός», δεν παραλείπει να αναφερθεί στο κοτσύφι: «Σε ψηλές ανηφοριές/ σαν κοτσύφι χύθηκα/ κι έπεσα σε ρεματιές/ και λαγοκοιμήθηκα».
Όσο για τον Ανδρέα Καρκαβίτσα, ομολογεί: «Ο κότσυφας γνωρίζει το εύρος και την γλύκα της φωνής του, γι’ αυτό πηγαίνει και στεριώνει στο ψηλότερο κλαδί και τραγουδεί· για να ακουστεί στα πέρατα…»
«Ζάσλεντι κος ντάτα ουτ κάρα να καπίνα», ακολούθα τον κότσυφα να σε πάει στα βάτα, συμβουλεύει τους νέους μια παμπάλαια πομάκικη παροιμία. Διότι, ναι, αν και θεωρείται τραγουδιστής των κορυφών, και των υψηλόκορμων δέντρων, εύθυμος και ανήσυχος, τη φωλίτσα του τη θέλει στη σιγουριά των θαμνοσκέπαστων περιοχών. Από τα αγαπημένα πουλιά του ελληνικού λαού. Ανοιξιάτικος επισκέπτης, ξεσηκώνει νου και καρδιά με τους κρυστάλλινους, γλυκύτατους και ευφρόσυνους κελαηδισμούς του.
«Νομίζει κανείς πως ακούει φλάουτο», συμπληρώνει ακόμη ο Καρκαβίτσας, μέγας γνώστης και λάτρης της φύσης.
Έτσι είναι διπλά ευπρόσδεκτο το καινούργιο βιβλίο των δυο γνωστών και άξιων δημιουργών της παιδικής λογοτεχνίας, Το κοντολαίμικο κοτσύφι, το κείμενο του οποίου έγραψε η ως συνήθως γλαφυρή και τρυφερή Λίλη Λαμπρέλλη, ενώ τις υπέροχες εικόνες φιλοτέχνησε με αληθινό μεράκι, γνώση και ταλέντο η Βάσω Ψαράκη, χρόνια στην υπηρεσία του ποιοτικού βιβλίου για παιδιά-αναγνώστες, οι οποίοι χάρη στην άψογη και ευφάνταστη δουλειά της άντλησαν –και αντλούν– πολλές χαρές αλλά και την απολαυστική αίσθηση του ωραίου. Χαρακτήρισα το βιβλίο διπλά ευπρόσδεκτο, πρώτον διότι πρωταγωνιστής του είναι ένα πουλί, από τα εξαίσια δώρα της ζωής μας, και καλό είναι να τα γνωρίζουν, να τα τιμούν και να τα προστατεύουν τα παιδιά από μικρά, και δεύτερον, γιατί μέσα από μια απλή, ενδιαφέρουσα ωστόσο ιστορία, κατανοούν σχέσεις, στάσεις, συμπεριφορές του καθημερινού βίου, προβλήματα, αντιθέσεις, συχνά σκληρότητα, μα συχνότερα καλοσύνη – στιγμές σημαντικές του ανθρώπινου βίου σ’ ένα παραμύθι που με τη χάρη του απευθύνεται μάλλον σε όλες τις ηλικίες· κυρίως σε άτομα που αγαπούν να πετούν.
Ήταν, λέει, ένα χωράφι γεμάτο τσουκνίδες· θεριεμένες· άνοιξη θα ‘ταν, γι’ αυτό. Το μαρτυρά άλλωστε η εικονογράφηση της Βάσως Ψαράκη, όπου όλες οι σελίδες είναι λουλουδιασμένες, εκρηκτικές. Χαρά Θεού τριγύρω αλλά οι τσουκνίδες γκρινιάρες. Δύστροπες. Με το παραμικρό καβγάδιζαν κι άλλο δεν έκαναν παρά να κατακρίνουν τη μοίρα τους. Έτσι, πού μάτια για να δουν ότι ανάμεσά τους υπήρχε ένα αυγό. Ολομόναχο. Και απελπισμένο με όλη αυτή την εχθρότητα. Μια μέρα όμως, «Θα ‘θελα λίγη ησυχία, Καλομοίρα… Κάνε να σταματήσουνε για λίγο οι καβγάδες σ’ αυτή τη γειτονιά, για να μπορέσει αυτό που στ’ αλήθεια είμαι να σκάσει μύτη από το τσόφλι μου…» παρακάλεσε τη Μοίρα του σαν την είδε να περνά τυχαία.
«Πες πως έγινε», αποκρίθηκε η Μοίρα. Και ως διά μαγείας οι τσουκνίδες συμμορφώθηκαν, ενώ στη γαλήνη που απλώθηκε, το αυγό έσκασε και μέσα από το τσόφλι εμφανίστηκε ένα κοτσυφάκι. Η Μοίρα φεύγοντας του μήνυσε πως τώρα είσαι πουλί. Η μοίρα σου είναι να πετάς!
Ω, ας μην έφευγε κι αυτή τόσο γρήγορα… Με το που ορθώθηκε το κοτσύφι, οι τσουκνίδες ξανάγιναν οι παλιές στριμμένες και αμόνοιαστες υπάρξεις και βλέποντας το νεογέννητο πουλί έβαλαν τα γέλια· γέλια σκληρά και μοχθηρά. Και λόγια ειρωνικά. Κοντολαίμικο, κοντοπόδαρο, κακάσχημο, καχεκτικό – δηλητήριο έσταζαν. Ετούτο εδώ το μικρό πουλί τούς φαινόταν εχθρός μεγάλος. Ήταν, βλέπετε, διαφορετικό. Πώς θα αισθανόταν στο αγαπημένο παραμύθι του Άντερσεν το ασχημόπαπο; Θλίψη μες στις προσβολές και τη βαρβαρότητα! Όμως το κοτσύφι μας δεν μιλούσε, είχε μάθει να καταπίνει την πίκρα του, μέχρι που μια μέρα η περαστική πασχαλίτσα το συμβούλευσε να φύγει, να πετάξει και να μην περιμένει τη Μοίρα των κοτσυφιών, μόνο του θα βρει το δρόμο, μόνο και θα προσπαθήσει να βγει απ’ το χωράφι με τις τσουκνίδες στον απέραντο, ωραίο κόσμο. Που είναι γεμάτος πουλιά· κι ανάμεσά τους κοτσύφια. Συνομήλικά του, μάλιστα.
Έπειτα, το κοτσύφι την είδε να απομακρύνεται και να τραβά προς τα εκεί όπου ανατέλλει ο ήλιος. «Από εκεί θα πάω κι εγώ», είπε και άρχισε να περπατά ανάμεσα στ’ αγριόχορτα και μες στα σκληρά, τρελά τσιμπήματά τους. Του πλήγιασαν τα ποδαράκια, μα αυτό πήγαινε και πήγαινε, έως ότου έφθασε στον βάλτο.
«Για πού το ‘βαλες, όμορφο κοτσύφι;» το ρώτησε ο άγνωστος, πονετικός κάστορας. Μα το κοτσύφι, που είχε ζήσει μέχρι τότε μέσα στη χλεύη, «Σε παρακαλώ, μη με κοροϊδεύεις… μόνο πες μου πώς να ξεκολλήσω από δω», ικέτεψε. «Οχού, άλλο ένα κοτσύφι με χαμηλή αυτοπεποίθηση», αναστέναξε ο κάστορας… «Σ’ το λέω μια για πάντα: είσαι πανέμορφο. Εντάξει, είσαι μικρόσωμο – κι ο λαιμός σου… θα σε οδηγήσω ως εκεί κάτω, που είναι οι καλαμιές. Πίσω τους βρίσκεται η λιμνοθάλασσα με τα πουλιά».
Πράγματι. Παπαδίτσες, καρδερίνες, πετροπέρδικες, τσαλαπετεινοί, δεκοχτούρες, τσίχλες, λελέκια… κι άλλα κι άλλα. Κι ανάμεσα σ’ αυτά και τα κοτσύφια. Μπορούσε. Ναι. Θα έσπευδε. Αγκαλιάστηκε με τον κάστορα και αποχαιρετίστηκαν.
«Είσαι η μοίρα μου;» ρώτησε ντροπαλά το κοτσύφι.
«Είμαι φίλος σου», αποκρίθηκε ο κάστορας με μάτια γελαστά.
«Ε, τότε αυτά τα δυο είναι το ίδιο», είπε το κοτσύφι και έφυγε για να πετάξει με τους συντρόφους του ψηλά στον ουρανό, με τον άνεμο φιλικό μαζί τους, για τα μακρινά, για τον όμορφο και άσπιλο κόσμο που τους απλωνόταν να τους δεχτεί…
Συνηθίζουν πολλοί και επαναλαμβάνουν τη ρήση του Πάουλο Κοέλιο, από τον Αλχημιστή: «Όταν θέλεις κάτι, όλο το Σύμπαν συνωμοτεί για να τα καταφέρεις». Στο Κοντολαίμικο κοτσύφι μα και στη ζωή, πιστεύω, το Σύμπαν είναι αμέτοχο. Οι φίλοι είναι που συντρέχουν. Και η καρδούλα σου που πεταρίζει και ζητά.
Για την αγνή, καθάρια ιστορία της Λίλης Λαμπρέλλη, για τις θαυμαστές εικόνες της Βάσως Ψαράκη, αναζητήστε το βιβλίο. Πρόκειται για ταξίδι σε τόπους όπου κατοικούν η χάρη, η αθωότητα και η χαρά. Αναζητήστε –όπου τα βρείτε– βιβλία και των δυο δημιουργών. Και μόνον για την ευεργεσία και την ευεξία που χαρίζει το καλό και το ωραίο.
https://diastixo.gr/kritikes/paidika/3749-kontolemiko-kotsifi