«Εις πλείστους ελληνικούς τόπους υπάρχουν φρούρια καλούμενα Κάστρα της Ωριάς ή της Σουριάς, και προς τα φρούρια ταύτα συνάπτονται παραδόσεις περί αλώσεως αυτών διά δόλου υπό των Τούρκων και αυτοκτονίας της βασιλοπούλας, η οποία επί πολλά έτη ηρωικώς ανθίστατο εγκεκλεισμένη…»
Νικολάου Γ. Πολίτη «Δημοτικά Τραγούδια»
Ακριτικά
Όσα κάστρα κι αν είδα και περπάτησα,
σαν της Ωριάς το κάστρο δεν ελόγιασα.
Κάστρο θεμελιωμένο, κάστρο ξακουστό,
σαράντα οργιές του ψήλου, δώδεκα πλατύ,
μολύβι σκεπασμένο, μαρμαροχυτό,
με πόρτες ατσαλένιες κι αργυρά κλειδιά
και του γιαλού η πόρτα στράφτει μάλαμα.
Τούρκος το τριγυρίζει χρόνους δώδεκα,
δεν μπόρει να το πάρει το ερημόκαστρο…
«Πρόδηλον είναι», τονίζει ο Νικόλαος Πολίτης, «ότι το αρχέτυπον άσμα απηρτίσθη εκ στοιχείων μυθικών και ιστορικών, κοινών και εις την δημώδη ελληνικήν ποίησιν και εις τους αρχαίους μύθους».
Το κάστρο της Ωριάς, λοιπόν, στο οποίο αναφέρονται οι συγγραφείς Παντελής Σταματελόπουλος και Μαρία Ηλιοπούλου, βρίσκεται στη Αχαΐα. Ήταν το σημαντικότερο κάστρο του φράγκικου Πριγκιπάτου. Κτισμένο σε θέση στρατηγική, με θέα στο Ιόνιο και στον κάμπο της Ηλείας, προστάτευε την πρωτεύουσα του πριγκιπάτου, Ανδραβίδα, και το επίνειό της, και σημαντικότατο λιμάνι της Γλαρέντζας, σκάλα για τα πλοία των Φράγκων, των Ρωμαίων της Ανατολής, εμπόρων και απεσταλμένων. Ήταν πολύ κοντά στη σημερινή Κυλλήνη.
Το κάστρο ανεγέρθηκε στο ψηλότερο σημείο του αρχαίου Χελωνάτα* από τους Βιλλεαρδουίνους και είναι υπόδειγμα οχυρωματικής τέχνης της εποχής του και εξαιρετικής φρουριακής αρχιτεκτονικής της Φραγκοκρατίας στην Πελοπόννησο. Κτιζόταν αρκετά χρόνια από τον ηγεμόνα Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο ενώ παντού ακούγονταν οι κατάρες, οι βρισιές και οι αναθεματισμοί του καθολικού κλήρου της Αχαΐας, καθώς ο Γοδεφρείδος τους φορολόγησε για την αναγκαία –όπως υποστήριξε– κατασκευή του κάστρου.
Μέσα και γύρω από το φρούριο, ο κόσμος όπως ήταν πάντα – και όπως πάντα θα είναι: αγαπιέται, στενάζει, χαίρεται, φιλοδοξεί, μάχεται, κυριαρχεί, δίνεται, ζητά τα έργα τα καλά, δημιουργεί, αναζητά, υποβλέπει, εχθρεύεται, θρηνεί, γεννά ή υφαρπάζει, αναζητά χαμένους παραδείσους ή καινούργιες απολαύσεις, ονειρεύεται…
Στο Κλαρένς –Γλαρέντζα– μεσημέρι καυτό του Ιουνίου του 1212 και μες στη φασαρία, τον αχό και τα τρεχάματα, τα σφυροκοπήματα, τα σκαψίματα για την κατασκευή, ή μάλλον την επέκταση και ολοκλήρωση του λιμανιού σε ό,τι εξελίχθηκε αργότερα, δηλαδή στο σημαντικότερο οικονομικό κέντρο της ηγεμονίας, καταφθάνουν επτά ενετικά πλοία. Στην πρώτη γαλέρα κυματίζει η σημαία του Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου δίπλα σε αυτήν της Γαληνοτάτης. Εδώ βρίσκεται η Ματθίλδη, αγαπημένη σύζυγος του Βάλτερ, κόμητα του Νέου Οριγιόν, καθώς και οι δυο έφηβοι δίδυμοι γιοι τους, Ιούλιος και Ρωμανός. Η οικογένεια, με καταγωγή από το Οριγιόν, ένα μικρό χωριό της Καμπανίας (περιοχή της Β. Γαλλίας) είχε να ανταμώσει πάνω από δεκατρία, δύσκολα για όλους τους, χρόνια.
Η Ματθίλδη, στα δεκαεπτά της, είχε παντρευτεί τον Βάλτερ, βοηθό του πατέρα της στο σιδεράδικο. Όταν όμως εκείνος κλήθηκε να υπηρετήσει στο στρατό, που ξεκινούσε τέταρτη φορά προς απελευθέρωση των Αγίων Τόπων, έφυγε και τα χρόνια πέρασαν με την οικογένεια χωριστά. Τα παιδιά μεγάλωναν, νοσταλγούσαν, ο πατέρας τους, «Βάλτερ, από το Οριγιόν, οπλουργός της Δ’ σταυροφορίας», όπως υπέγραφε, λαχταρούσε τα πάντα πίσω στην πατρίδα, ωστόσο με τον καιρό, τη σοβαρότητα και τις ικανότητές του ονομάστηκε σταυροφόρος ενώ στο προτελευταίο του γράμμα υπέγραφε ως «Βάλτερ από το Οριγιόν, κόμης της κομητείας του Νέου Οριγιόν και ιππότης του πρίγκιπα της Αχαΐας». Γενικώς τα γράμματα και τα δώρα του ήταν παρηγοριά και ευχαρίστηση για τη νεαρή Ματθίλδη, που ζούσε ζωή χήρας, και για τους δίδυμους γιους, που δεν είχαν γνωρίσει πατέρα. Αυτό όμως το γράμμα το προτελευταίο, το οποίο είχε στείλει από την Ανδραβίδα, ήταν και το πιο ευχάριστο: Καλούσε την οικογένειά του στο πριγκιπάτο. Για μόνιμη εγκατάσταση. «Σε λιγότερο από δυο βδομάδες θα σας κλείνω στην αγκαλιά μου…» έγραφε. Τώρα λοιπόν, όρθιος, με την καρδιά του να χτυπά γλυκά και δυνατά, περιτριγυρισμένος από σταυροφόρους, από ευγενείς, γυναίκες και άνδρες, αξιωματούχους, βαρονέσες και ωραίες Ρωμαίες αρχόντισσες, συζύγους ντόπιων αρχόντων, που είχαν έλθει για να τιμήσουν το ζευγάρι και ειδικώς τον εξαιρετικά συμπαθή Βάλτερ, νιώθει αμηχανία. Αισθάνεται σαν γαμπρός. Όταν δε αποβιβάστηκε η αγαπημένη του, αγκαλιάστηκαν κι έκλαψαν από ευτυχία.
Η ζωή τους στο κάστρο του Νέου Οριγιόν ευλογήθηκε για δεκατρία χρόνια. Έπειτα, σε μια προπόνηση ξιφασκίας, το ένα από τα δυο εικοσιπεντάχρονα πλέον αδέλφια, ο Ιούλιος, σκοτώθηκε κατά λάθος από το εγχειρίδιο του αδελφού του. Σπαραγμός για τους γονείς αλλά και για τον ακούσιο και θλιβερό αδελφοκτόνο, που εγκατέλειψε γονείς και διαδοχή, τιμές, συναναστροφές, τέρψεις και κοινωνία και αναζήτησε γαλήνη, ίσως και παρηγοριά, στην ονομαστή Μονή Φιλοσόφου, στο όρος Μαίναλο. Μέχρις εκεί τον συνόδεψε η νεαρή που είχε στην υπηρεσία του, η Πατρικία, ορφανή από τον σταυροφόρο πατέρα της και με την Κεντροευρωπαία μητέρα της στην υπηρεσία της ολιγάριθμης Αυλής του Νέου Οριγιόν. Η μικρή επιδίωξε, και το πέτυχε, να πλαγιάσει όσο ταξίδευαν προς τη Μονή με τον κρυφό έρωτα της ζωής της, τον Ρωμανό, ο οποίος σε λίγο θα έδινε τον όρκο αγαμίας. Έτσι, οι δυο απελπισμένοι νέοι, για τρία μερόνυχτα έσμιγαν ερωτικά και ευφραίνονταν, αλλά και κάπως παρηγορούνταν. Όταν πίσω από τον Ρωμανό έκλεισε η βαριά πόρτα του μοναστηριού, η Πατρικία έφτιαξε μια καλύβα στο δάσος, κοντά στις όχθες του ποταμού Λούσιου, και λούφαξε εκεί ελπίζοντας ότι ο αγαπημένος της θα την αναζητούσε σύντομα.
Πλην ο Ρωμανός αρρώστησε βαριά και σε λίγο πέθανε. Το παιδί, ένα κοριτσάκι που θα έφερνε στον κόσμο σε εννιά μήνες, δεν θα γνώριζε ποτέ πατέρα. Μα ούτε και μητέρα. Ό,τι το είχε γεννήσει και το είχε τυλίξει με το μεσοφόρι της κι ό,τι θαύμαζε στο μικρό προσωπάκι τα χαρακτηριστικά του αγαπημένου της, σκεπτόμενη τώρα να επιστρέψει στο κάστρο, μια αγέλη πεινασμένων λύκων την κατασπάραξε. Το παιδί δεν το άγγιξαν. Μάλιστα, είχε την καλή τύχη να ακούσει τα κλάματά του ο φτωχός χωρικός Φωτέας, να το αναζητήσει, να το φέρει στην πονόψυχη και στοργική γυναίκα του, την Ελπινίκη, που το φρόντισε. Μαζί το ανάστησαν με αγάπη και πραότητα. Όταν ήλθε η μέρα να το βαφτίσουν, «Πολλή ζωή να έχεις, πλασματάκι του δάσους» του ευχήθηκαν κι οι δυο. Ο δε μοναχός Λέοντας, όταν το αντίκρισε στο μοναστήρι του Φιλοσόφου, όπου το οδήγησαν για το Μυστήριο, αναπήδησε. «Ήμαρτον, Κύριε!» φώναξε και σταυροκοπήθηκε. Και όταν πια είδε το σταυρό με ανάγλυφο στη μέση τον Άγιο Γεώργιο, προστάτη των ιπποτών, δώρο του πρίγκιπα Γοδεφρείδου στην οικογένεια του Βάλτερ, «Το παιδί είναι ευλογημένο. Θα ήθελα να γίνω εγώ ο πνευματικός του πατέρας», ζήτησε από τους θετούς γονείς ο δάσκαλος και μοναχός Λέοντας, γνωστός λόγιος της Κωνσταντινούπολης. Το βρέφος βαφτίστηκε Πολυζώη. Και η ζωή τού επιφύλασσε πολλές, λαμπρές, εκπλήξεις…
Ωραίο μυθιστόρημα. Θα το χαρακτήριζα ιπποτικό, αλλά είναι και κοινωνικό. Και αισθηματικό. Ασφαλώς και ιστορικό. Μας ενδιαφέρει άμεσα, ενώ περιέχει πληροφορίες από χρόνους που δεν γνωρίζουμε πλήρως και από γεγονότα που τα προσπεράσαμε. Ωραία γραμμένο, σε γλώσσα που γλιστρά, με εικόνες εντυπωσιακές, ζωντανούς χαρακτήρες, σελίδες με ατμόσφαιρα εποχής – το διάβασα με μεγάλο ενδιαφέρον. Ελπίζω ότι θα αναγνωρίσουν τις αρετές του και οι λοιποί αναγνώστες.
Οι συγγραφείς Παντελής Σταματελόπουλος και Μαρία Ηλιοπούλου καταπιάνονται με ενδιαφέροντα θέματα. Ακόμη θυμάμαι το ωραιότατο μυθιστόρημά τους Ένα κουκούτσι στο στρατό του Μεγαλέξανδρου (Kέδρος, 2001).
Ηλικία: Άνω των 13.