Θεωρώ ευτύχημα το ότι η Άλις Παντερμίλερ (Γερμανία, Φλένσμπουργκ, 1968) δεν έγινε δασκάλα –όπως ονειρευόταν μικρή, αν και έκανε τις κατάλληλες σπουδές– ή βιβλιοπώλισσα – όπως είχε αργότερα αποφασίσει. Ή ακόμη ακόμη που δεν εξακολούθησε να εργάζεται ως βοηθός καθηγητή γερμανικών στη Σκοτία, όπως έπραξε για ένα διάστημα. Το θεωρώ ευτύχημα διότι τελικώς στράφηκε στη συγγραφή παιδικών βιβλίων, όπου διαπρέπει. Και μόνο να διαβάσει κανείς, μικρός ή μεγαλύτερος, το πρώτο από τα τρία βιβλία όπου πρωταγωνιστεί η δεκάχρονη Λότα και εκατοντάδες κουνέλια, όπως επίσης, σε δευτερεύοντες ρόλους, γονείς «φευγάτοι» ή αλλιώς ιδιόρρυθμοι, θα καταλάβει: πρόκειται για βιβλίο χαριτωμένο, εκφραστικό και ευφραντικό. Όμως δεν είναι μόνο το χιούμορ και η χαρά, η απροσποίητη χάρη, η γλυκιά έκφραση της Λότα που δίνει αξία και μοναδικότητα στο βιβλίο· είναι και οι αλήθειες που με τον λόγο της τον παιδικό και πηγαίο αποκαλύπτει. Στις σελίδες του θα γελάσει κανείς, θα ευθυμήσει με τα εξωφρενικά και παράδοξα περιστατικά, αλλά και θα συλλογιστεί βαθιά σχετικώς με δεσμούς, αγάπες και συγγένειες.
Βεβαίως, σε όλη αυτή την εύφορη ατμόσφαιρα η συνδρομή της ευφάνταστης και ταλαντούχου εικονογράφου Ντανιέλας Κολ (Μόναχο, 1972) ήταν σημαντικότατη. Νομίζω ότι η συνεργασία των δυο καλλιτεχνών υπήρξε γόνιμη και συναρπαστικά ζωντανή και ενδιαφέρουσα. Συχνά δε σπαρταριστή.
Πάμε λοιπόν στη Λότα, που πλέον φοιτά στην Πέμπτη τάξη, στο Ενιαίο Δημοτικό Γκίντερ Γκράους. Πρώτη μέρα στο καινούργιο σχολείο και ενθουσιασμένη μας πληροφορεί πως «…έβαλα το αγαπημένο μου φόρεμα. Αυτό που έχει στα μανίκια ένα υλικό που μοιάζει λίγο με εκείνες τις σήτες που βάζουμε στα παράθυρα. Στην αρχή μίλησε κάμποση ώρα η διευθύντρια και μετά έπαιξε μουσική η σχολική ορχήστρα. Νομίζω ότι το κομμάτι λεγόταν Μικρή νανουριστική μουσική ή κάτι τέτοιο». (Προφανώς η Λότα εννοεί τη «Μικρή νυχτερινή μουσική» του Μότσαρτ).
Η Λότα, ευτυχώς, τοποθετείται στο ίδιο τμήμα με τη φιλενάδα της από τον καιρό του νηπιαγωγείου, τη Σαγιέν. Βλέπετε, και στις δυο αρέσουν τα ίδια πράγματα, τα ίδια παιχνίδια, όπως, «για παράδειγμα, να παίζουμε “Κηδεία”. Γι’ αυτό παίρνουμε πάντα την αδελφή της Σαγιέν, τη Σανέλ, και τη χώνουμε στο σκάμμα της άμμου». Επίσης, οι δυο φίλες αγαπούν «πολύυυυυυ τα ζώα!» Η καινούργια τους δασκάλα, οχ, ονομάζεται Γκιζέλα Κακά αλλά: «Όποιος κάνει αστεία με το επίθετό μου θα πεθάνει με έναν πολύ αργό και βασανιστικό θάνατο», δήλωσε εξαρχής και όλοι έμειναν άφωνοι κι αγέλαστοι, εκτός από την Σαγιέν· πρώτη μέρα στο σχολείο και η φράου Γκιζέλα Κακά την έβαλε τιμωρία! Δεν μιλούσε, αλλά ζωγράφιζε μανιωδώς κουνέλια. Υπάρχει και μια ψηλομύτα, δήθεν αριστοκράτισσα στην τάξη, που καυχιέται: «Λοιπόν, εγώ πήγα διακοπές στην Καλιφόρνια. Εκεί έμαθα να κάνω κάιτ και σέρφινγκ». Σάμπως ήξεραν οι άλλες τι λογής αθλήματα ήταν αυτά! Πάντως την περικύκλωσαν όλες – εκτός από τη Λότα, βέβαια, που δεν τις «πήγαινε» τις ψηλομύτες.
Τα στιγμιότυπα στο σχολείο, έτσι όπως μεταφέρονται από τη Λότα, είναι και διασκεδαστικά και αφάνταστα εύστοχα και ρεαλιστικά. Όπως πολύ αστείες είναι και οι περιγραφές των αδελφών της, Ζίμον και Γιάκομπ. Οκτάχρονοι, δίδυμοι… «είναι τα χειρότερα αδέλφια που μπορεί να σου τύχουν… Τσακώνονται για τα πάντα. Και φυσικά, τρώω κι εγώ μερικές αδέσποτες» μαθαίνουμε. Αυστηρός ο εκπαιδευτικός μπαμπάς, συχνά τους παρατηρεί όλους· ακόμη και τη μητέρα, που έχει πάθος με τις αγορές από την τηλεόραση: «Γιατί χοροπηδάς συνέχεια στην καρέκλα σου; Μου σπάει τα νεύρα», γκρινιάζει. Κι εκείνη: «Δεν χοροπηδάω. Είναι το καινούριο μου μαξιλάρι μασάζ σιάτσου με διπλή περιστρεφόμενη κεφαλή. Χαλαρώνει τους μυς και προλαμβάνει τους πονοκεφάλους». Αυτά συμβαίνουν στο εστιατόριο όπου η οικογένεια γιορτάζει την πρώτη μέρα της Λότα στο καινούργιο σχολείο· πλην ο μπαμπάς ακούγεται έξαλλος: «Μη μου πεις, πάλι αγόρασες μια τέτοια σαχλαμάρα από την τηλεόραση!…» Μα σε λιγάκι η μαμά άρχισε να δείχνει πολύ νευρική. Το ίδιο και το μαξιλάρι της, έως ότου την πέταξε στον αέρα κι όλοι την έβλεπαν να χοροπηδάει σαν τρελή. «Αχ», συλλογιέται η Λότα, «αν ήξερε ο μπαμπάς πόσα και πόσα παραγγέλνει από την τηλεόραση η μαμά…» Και πόσα λάθη γίνονται! Μέχρι κοτοκροκέτες έχει παραγγείλει (χωρίς να έχουν κότες, εννοείται). Τη νύχτα εκείνη την ξεχωριστή, η μαμά τής χαρίζει ένα πολύ ιδιαίτερο δώρο: μια φλογέρα από την Ινδία. Αλλά η Λότα είναι η χειρότερη σολίστ φλογέρας στον κόσμο. Μέσα σε τρία χρόνια που τη διδάσκεται, την έχουν εγκαταλείψει εφτά δάσκαλοι. «Μισώ τη φλογέρα! Αντίθετα, θα χαιρόμουν πολύ με ένα σκυλάκι ή ένα πολύ μικρό πρόβατο· και όχι αυτή την ξέπνοη χελώνα, την Έστερ, επάνω στην οποία σκοντάφτουν όλοι…»
Η Σαγιέν, η κολλητή της, καμαρώνει λέγοντας ότι έχει στο σπίτι της διακόσια κουνέλια. Φυσικά, κανείς δεν την πίστεψε. Έτσι, ανήσυχη, περίεργη, η Λότα το απόγευμα επισκέπτεται το σπίτι της φίλης της, ένα πολύ μικρό διαμέρισμα· δεν υπάρχει μπαμπάς, υπάρχουν όμως, ναι, υπάρχουν δεκάδες κουνέλια και μια μητέρα που είναι διαρκώς κουρασμένη και μονίμως ξαπλωμένη στον καναπέ. Και η επτάχρονη μικρή Σανέλ. Κατά τα άλλα, το σπίτι έχει καταληφθεί από τα κουνέλια. Αλλά εδώ αρχίζει το μπέρδεμα, η πλάκα, η αφύπνιση της μητέρας, η απόφαση για την απομάκρυνση των κουνελιών, οι ατελέσφορες προσπάθειες των κοριτσιών να τα πουλήσουν στους περαστικούς, εδώ αρχίζουν και τα δύσκολα μα και εδώ φανερώνεται σε όλη του τη γλύκα και χάρη ο κόσμος των παιδιών. Αμυδρά και η αποσιωπημένη θλίψη τους.
Εύθυμο και συγχρόνως συγκινητικό βιβλίο, περιπετειώδες και ενδιαφέρον, κωμικό, κοινωνικό. Ναι· το Ημερολόγιο της Λότα είναι αφάνταστα κοινωνικό έργο, στις σελίδες του οποίου συνυπάρχουν η αθωότητα με την παιδική επιτηδειότητα (βλ. καπατσοσύνη), η ευθύτητα και η ανάγκη βαθύτερης επαφής με όλα τα πλάσματα. Δικαιολογημένα κυκλοφορεί σε 15 γλώσσες και με πολλή χαρά θα περιμένω το υπ’ αριθμόν 2 βιβλίο της αγαπημένης –κιόλας– Λότα.
Η συγγραφέας Άλις Παντερμίλερ ζει οικογενειακώς στους κάμπους της Κάτω Σαξονίας, ενώ η εικονογράφος Ντανιέλα Κολ ισχυρίζεται ότι «μένει με τον άντρα, τον σκύλο και τις χελώνες της πάνω απ’ τις σκεπές του Μονάχου» – ό,τι και αν σημαίνει αυτό.
Ηλικία: τελευταίες τάξεις του Δημοτικού· αναλόγως, βέβαια.