«Σε στάλα βροχής του Απριλιού θα γλιστρήσεις;
Θ’ αράξεις σε σύννεφο ροδοβαμμένο;
Θα ‘ρθεις απ’ την πύρινη πόρτα της δύσης;
Ακόμα προσμένω!» Έγραψε στο ποίημά του «Μεγάλη Προσδοκία» ο αισθαντικότατος και μελωδικός ποιητής μας Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940), μόλις ο αγαπημένος του αδελφός αποδήμησε.
«Σ’ όσους δεν βρίσκονται πια κοντά μας αλλά είναι πάντα δίπλα μας», η πρωτοσέλιδη αφιέρωση της συγγραφέως του εκλεκτού αυτού βιβλίου.
Σ’ αυτούς που χάσαμε· και που μας έχασαν. Που δεν ξεχάσαμε· και που γι’ αυτό, δεν μας ξέχασαν.
Χαρακτήρισα εκλεκτό το βιβλίο της συγγραφέως, βραβευμένης μεταφράστριας, ηθοποιού και καθηγήτριας υποκριτικής, Αργυρώς Πιπίνη. Της ανήσυχης και δοσμένης. Της από χρόνια κατοίκου των ξέφωτων της τέχνης. Μάλιστα. Το βιβλίο είναι εκλεκτό – πάντοτε, βέβαια, κατά τη γνώμη της γράφουσας. Αναφέρεται στο ιερό θέμα της απώλειας προσώπου αγαπημένου, απαλά και με συγκίνηση, χαμηλόφωνα, σαν να έχει κρυμμένη στην ιστορία της σουρντίνα ή σαν να έχει από πριν συνεννοηθεί μ’ ένα παιδάκι να παίζει, λίγα μέτρα μακριά, αρμόνικα. Ήχοι γλυκείς σε κυριεύουν που απωθούν τη θλίψη, αφήνοντας μόνον την αγάπη. Κυρίαρχη. Ζωντανή. Για όσο υπάρχουμε.
Το έργο, ερήμην ίσως της συγγραφέως, έχει μορφή ελαφρώς θεατρική· ίσως η βαθιά και καρποφόρα σχέση της δημιουργού με την τέχνη του θεάτρου, ίσως και διότι δυο παιδιά ομιλούν, ή μάλλον, εξομολογούνται εναλλάξ. Το κορίτσι, Λουκία το ωραίο όνομά της, και ο αδελφός της Κοσμάς. Και τα δυο υπεραγαπούν τον παππού τους με τον οποίο συγκατοικούν. Επίσης και τα δυο έχουν ζήσει θεσπέσιες, θεόσταλτες στιγμές με τον ηλικιωμένο πρόγονο. Αλλά αυτή η ευτυχία, και εφόσον γιαγιά και παππούς βρίσκονται εν ζωή, δωρίζεται σε όλου του κόσμου τα παιδιά:
«Μια παιδούλα τρυφερή λεπτή που μάζευε
αγκαλιές λουλούδια και που η φωνή της κι
απ’ της λύρας είναι ακόμη πιο γλυκιά
πιο λευκή απ’ το γάλα· πιο γλυκόπιοτη
από το νερό»*, κανάκευαν στην αρχαία Σπάρτη τα μικράκια τους με τους στίχους της Σαπφούς – επιβεβλημένη, όπως και άλλοι λυρικοί, όπως και ο Όμηρος, από το Σύστημα Εκπαίδευσης.
Και μην ξεχνάμε τη λαϊκή ρήση: «Του παιδιού μου το παιδί είναι δυο φορές παιδί μου», η οποία ερμηνεύει θαυμάσια την αδυναμία που δείχνουν ο παππούς και η γιαγιά στα εγγόνια τους.
Στο βιβλίο της Αργυρώς Πιπίνη, η ίδια αδυναμία, μα και η ίδια δύναμη.
«Ο μπαμπάς μου με αγκαλιάζει σφιχτά.
Η μαμά μου με φιλάει.
Η αδερφή μου χορεύει.
Η γιαγιά μου γελάει και μετά τραγουδάει…» παρατηρεί ο Κοσμάς. Κάτι ανάλογο υπογραμμίζει και η Λουκία.
Πλην τα δύσκολα και, για τα παιδιά, ακατανόητα και απρόσμενα αρχίζουν όταν κάποιος από τους δυο ηλικιωμένους πλέον υποκύπτει, για κάποιον λόγο, στη φθορά. Της φύσης και του χρόνου επιταγές. Του Θεού βουλές.
Αλλά ο παππούς, γιατί δεν εμφανίζεται στις χαρωπές στιγμές της οικογένειας, ο παππούς; Αυτό αναλαμβάνει ο Κοσμάς να μας το κάνει γνωστό.
«Κι ο παππούς μου κλαίει σιγανά. Κοιτάζει πέρα μακριά και μουρμουρίζει: “Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν”. “Μη στενοχωριέσαι, παππού! Θα σου φτιάξω εγώ καινούργιο σπίτι”.
Παίρνω τις μπογιές μου και ζωγραφίζω ένα μεγάλο σπίτι κοντά στη θάλασσα. Έχει κήπο με πορτοκαλιές και λουλούδια και χελώνες. Το χαρίζω στον παππού…»
Ενώ η Λουκία: «Κι ο παππούς με κοιτάζει και ψιθυρίζει: “Πόσο μικρούλα είσαι, Λουκία, αχ, ψυχή μου!” “Μη με λες Λουκία, βρε παππού! Λου να με λες!” Μετά φοράω τα μπαλετίνια μου και χορεύω».
Μα δεν πέρασαν μέρες και τα παιδιά γέμισαν οδυνηρές απορίες: Δεν κοιμόταν πια ο παππούς. Ξεχνά το όνομα της γιαγιάς. Δεν τους διαβάζει πια παραμύθια. Δεν χορεύει με την Λουκία, δεν τραγουδά. Κάθε μέρα και ένα γιατί. Κάθε μέρα και μια καινούργια θλίψη· και οι νύχτες φέρνουν εφιαλτικά όνειρα στα παιδιά. Κάποτε και τρυφερά. Και ευοίωνα: «Ήμασταν στο δεντρόσπιτο που είχε φτιάξει μόνο για μένα… “Κοίτα αυτό το αστέρι που λαμπυρίζει!” Άπλωσε το χέρι του και… τσακ, ξεκόλλησε το αστέρι απ’ τον ουρανό. Μου το ‘δωσε και είπε: “Για σένα, ψυχή μου. Να το φοράς και να με θυμάσαι!”»
Όταν ο παππούς αναχώρησε για εκεί όπου δεν υπάρχει επιστροφή –παρά μόνο στις καρδιές και στα όνειρα–, για το ταξίδι όπου δεν υπάρχουν πλεούμενα και τρένα και λεωφόροι, για τους αχαρτογράφητους τόπους, για το πιο μοναχικό ταξίδι του κόσμου, για εκεί που δεν είναι αναγκαίες οι αποσκευές, «Θα ξαναβρεθούμε με τον παππούλη, όμως, ε;» πετάρισε όλο ελπίδα η Λουκία. Και ο Κοσμάς, ανάμεσα σε άλλα τρυφερά μα επώδυνα: «…Θα τον βλέπω κάθε φορά που θα κοιτάζω τους γλάρους να πετάνε πάνω απ’ το ακρογιάλι. Θα τον βλέπω κάθε φορά που θα ρίχνουμε χιόνι στα κλαδιά του χριστουγεννιάτικου δέντρου…». Και η αδελφούλα του: «Θα τον βρίσκω ξανά κάθε φορά που θα μετράω τ’ αστέρια τη νύχτα… Θα τον βρίσκω ξανά κάθε φορά που θ’ ανοίγω τον μεγάλο άτλαντα. Γεια σου, παππούλη μου!»
«Αν με θυμάσαι θα ‘ρχομαι σαν μια σκιά –ποιος ξέρει;–
ξενιτεμένος ή νεκρός θα ‘ρχομαι εκεί που θα ‘σαι,
σαν βλέπεις φύλλα, σύννεφα, πουλιών φτερά στ’ αγέρι,
σαν βλέπεις καραβιών πανιά, στοιχειά… να με θυμάσαι…» έγραψε κάποτε με τον συγκρατημένο μα όμως αυθεντικό λυρισμό του ο Λάμπρος Πορφύρας (1879-1932).
Και,
«Επειδή σ’ αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος…
Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ…» Οδυσσέας Ελύτης, «Το μονόγραμμα»
Ο πόνος του αποχωρισμού γλυκαίνει, ημερεύει με τη φροντίδα, την κατανόηση και τη γνώση των γονιών· αλλά και με τις παρήγορες, ευγενικές και θερμές αναμνήσεις. Ο θάνατος βρίσκει τον παππού, ανάμεσα σε τόσα αγαπημένα πρόσωπα, σαν ρόδου ανασαιμιά. Μετά, τον λόγο έχει η αγάπη. Που ποτέ δεν εξασθενεί, δεν εκπίπτει, εφόσον την κουβαλάς διά βίου. Έννοιες που καλό είναι να μεταφέρουν στα παιδιά οι νέοι γονείς. Για την ηρεμία και τη γαλήνη τους. Για τη συμφιλίωση με το τετελεσμένο.
Η ευγενική, σοβαρή, ευαίσθητη ιστορία της Αργυρώς Πιπίνη είχε την τύχη μιας εξαιρετικής τυπογραφικής επιμέλειας. Όσο για το έργο επάνω σ’ αυτήν, της εξαίρετης ζωγράφου Μαριλένας Μελισσηνού, μόνο ενθουσιώδη σχόλια μπορούμε να κάνουμε. Τα πρόσωπα των δυο ηρώων είναι γλυκύτατα, συμπαθέστατα, άπειρης ψυχικής ομορφιάς και αθωότητας. Κρίμα που στο βιβλίο και στο δελτίο τύπου δεν δίνονται πληροφορίες για το –όντως– αξιόλογο έργο της και για την ίδια την καλλιτέχνιδα· προσπάθησα μερικώς, την αναζήτησα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Ηλικία: Πρώτες τάξεις του δημοτικού· μα και για τους νέους γονείς που κάποτε θα βρεθούν εμπρός σ’ αυτόν, τον αδάμαστο συχνά για τα παιδιά, πόνο.
*Άνθ’ αμέργοισαν παιδ’ άγαν απάλαν/ πόλυ πάκτιδος αδυμελεστέρα γα/ λακτος λευκοτέρα ύδατος απαλωτέρα…» Σαπφώ. Ανασύνθεση και απόδοση Οδυσσέας Ελύτης (Ίκαρος, 1984).
https://diastixo.gr/kritikes/paidika/3221-to-diko-tous-taxidi2