Γράφει η Κυριακή Τρακάδα, Βραδυνή
«Πληγώνουν οι νύχτες— γιατί να ’ρχονται; Ματώνουν όταν δεν κουβαλούν όνειρα γλυκά και παραμύθια, όταν δεν υπόσχονται ήσυχα και καλά πρωινά… Τέτοιες ώρες ευχόμουν να μην πλησιάσει,να μην καλοκάτσει το σκοτάδι. Ποτέ. Να μην κουκουλωθώ, να μην προσποιηθώ ότι κοιμάμαι, ότι παραδόθηκα στον ύπνο και ότι ταξιδεύω».
Ένα ταξίδι της φαντασίας σε μέρη που απέχουν από το γκρίζο της πραγματικότητας! Και η νύχτα είναι βαριά,ασήκωτη, όπου υπάρχει στεναγμός! Οι λέξεις στερεύουν και αρχίζει το σιωπηλό παράπονο. Και το μυθιστόρημα της Ελένης Σαραντίτη «Κάποτε ο κυνηγός…» κρύβει ένα δάκρυ στο βλέμμα της προσφυγιάς! Το βιβλίο ανήκει στη σειρά των εκδόσεων «Καστανιώτη» με τίτλο «Εφηβική Βιβλιοθήκη», όμως, είναι ένα ανάγνωσμα που αφορά όλους όσοι φρονούν πως ακόμα παραμένουν άνθρωποι. «Μας πρόσταξαν να φύγουμε. Μου φαίνεται απίστευτο. Και βέβαια μπορείς να καταλάβεις γιατί μας διώχνουν. Εντάξει Δεν θα περάσουμε όλη τη ζωή μας εδώ, είμαι σίγουρη ότι κι ο πατέρας μου και η μητέρα μου θα βρουν τελικά κάτι που να έχει σχέση με την εκπαίδευση!». Και η αγωνία της προσφυγιάς γίνεται ανασφάλεια της κάθε στιγμής! Όμως, μέσα στο δάκρυ υπάρχει πάντα ένα χαμόγελο! Είναι η δύναμη που υπάρχει ερμητικά κλεισμένη μέσα μας, μα που πάντα είναι εκεί: «Από τα μάτια μου ήταν, που μπούκωναν και φορτώνονταν ώρες, αλλά δεν τ’ άφηνα να τρέξουν, να καθαρίσουν, ν’ αναστενάξει λίγο η καρδιά μου, να ελαφρύνει, δεν τα ελευθέρωνα γιατί είχα αποφασίσει ότι ο καιρός των δακρύων είχε περάσει, “θηρίο ο άνθρωπος”, έλεγε η γιαγιά, “βάρδα μην αποφασίσει κάτι”. Και εμείς ήμασταν αποφασισμένοι»! Ένας ύμνος για ελπίδα! Ένας ύμνος για τη δύναμη της προσφυγιάς και ένα μήνυμα στις νέες γενιές: «Προσπάθησε μονάχα να εμποδίσεις ένα νέο ξεσπιτωμό, μια καινούρια προσφυγιά…».
Η Ελένη Σαραντίτη είναι μια συγγραφέας που σέβεται τον εαυτό της, άρα και τους αναγνώστες της. Και οι αναγνώστες ανήκουν σε όλες τις ηλικίες. Όσο για το «Κάποτε ο κυνηγός…», θα μπορούσε να διαβαστεί, όχι μόνο από εφήβους, αλλά και απ’ όλους όσοι έχουν επιλέξει την παραμονή στην εφηβεία, όχι ως άλλοθι για τις πράξεις τους, αλλά ως μια συνειδητοποιημένη αντιμετώπιση των πάντων, ιδωμένα από ένα αγνό βλέμμα της εφηβείας. Ένα βιβλίο που τιμήθηκε τρεις φορές, αλλά και που καθημερινά βραβεύονται τα μηνύματά του μέσα από τις εικόνες προσφυγιάς, που είναι πια καθημερινό φαινόμενο.
Η Ελένη Σαραντίτη είναι ένα υπέροχο χαμόγελο, μα γλυκιά λέξη, μια ζεστή φωνή. Και μας μιλά για το βιβλίο της, σφραγίζοντας κάθε φράση της με ένα ζεστό νεύμα: «Ήταν ένα πολύ τυχερό βιβλίο το ‘Κάποτε ο κυνηγός…”. Βραβεύτηκε από το υπουργείο Πολιτισμού και από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου. Και βέβαια το βραβείο της UNESCO. Δεν παρακολουθούσα ποτέ τα βραβεία Δεν είχα υποβάλει ποτέ κείμενό μου.
Από τότε που ήμουν νεαρή, δεν επεδίωξα τη βράβευση, ποτέ. Όταν ο Καστανιώτης είδε την προκήρυξη της UNESCO, μού είπε πως θα στέλναμε αυτό που ετοίμαζα εκείνο τον καιρό.
Δεν ήταν ακόμα τελειωμένο. Έλειπε το τέλος που μου στριφογύριζε στο μυαλό. Βρέθηκα τέσσερις μήνες να δουλεύω ασταμάτητα Όταν το τελείωσα αρρώστησα! Τόσο είχα δοθεί σε αυτό το βιβλίο. Σαν να μου είχαν φύγει δυνάμεις από μέσα μου. Ένιωσα και έπραξα με τη γραφή μου. ‘Ήταν το “’Ετος Προσφύγων” και ο διαγωνισμός είχε θέμα του την ανοχή και την κατανόηση. Πρώτη φορά θεσπίστηκε αυτός ο θεσμός από τον Μαγιόρ. Η βράβευση ήταν μια έκπληξη για μένα! ‘Όπως επίσης και η απονομή. Μου έκαναν μια υπέροχη υποδοχή και μου άφησαν πολύ γλυκές εντυπώσεις. Στην Μπαλόνια που πήγα για την απονομή αισθάνθηκα ότι συναντούσα συμπολίτες μου!».
Το «Κάποτε ο κυνηγός…» είναι ένα νεανικό μυθιστόρημα ή ένα διαχρονικό μυθιστόρημα υπεράνω ηλικίας, χρόνου και χώρου;
«Μπορεί να ανήκει στη “νεανική βιβλιοθήκη” θεματολογικά, όμως, είναι ένα καλό ανάγνωσμα και για τους μεγάλους. Το έγραψα με την ελπίδα να διαβαστεί από όσο το δυνατόν περισσότερα παιδιά, για να καταλάβουν τι είναι προσφυγιά και να την πολεμήσουν μεγαλώνοντας. Ακριβώς επειδή είναι μια ιστορία αγάπης, αλλά ταυτόχρονα και μια ιστορία αγώνα Η ηρωίδα του, η Ευρυδίκη, είναι μαχόμενη και, παρ’ ότι υπάρχει μεγάλη φτώχεια και έχουν αποδιωχθεί, επιμένει στην ανατολή μιας καλύτερης ημέρας. Αυτό το βιβλίο, το αγάπησα πολύ. Δεν μπορώ να πω ότι το ξεχώρισα απ’ όλα τα άλλα όμως, όταν το έγραφα ήμουν διαρκώς συγκινημένη. Όλοι οι πρωταγωνιστές είναι ευάλωτοι. Ο πατέρα, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Τασκένδης, έγινε εργάτης. Η μητέρα ήταν δασκάλα και η ζωή την έκανε καθαρίστρια Αυτές οι διαδρομές της ζωής είναι σε όλους γνωστές. Τα ερεύνησα κιόλας και η πραγματικότητα είναι όντως συγκλονιστική. Άλλωστε, οι λέξεις προέκυψαν από δικές μου εικόνες. Στον κάμπο των Τρικάλων δούλευε ένας καθηγητής. Είχα στενοχωρηθεί αρκετά και έτσι οι λέξεις ήρθαν αυτονόητες. Αλλά δεν βγήκε δυσοίωνο το βιβλίο. Μέσα από το δάκρυ γεννιέται η ελπίδα».
Το όνομά σας έχει συνδεθεί περισσότερο με παιδικά αναγνώσματα παρά με μυθιστορήματα. Η αρχή πώς έγινε;
«Πρωτάρχισα να γράφω και να εκδίδω για παιδιά σε μια εποχή δύσκολη και αυτό γιατί τα παιδικά βιβλία δεν πολυκυκλοφορούσαν. Όταν έγραψα το πρώτο μου παιδικό, τους “Θεατρίνους”, είχε προηγηθεί μια συλλογή με διηγήματα για μεγάλους. Το είχα εκδώσει πολύ νωρίς, μόλις στα 19 μου χρόνια. Ήταν ένας εκδότης που με παρέσυρε. Ο Βασιλείου, παλιός εκδότης. Όταν πια στα 25 μου έγραψα τους “Θεατρίνους” από μια τάση για να δροσιστεί η καρδιά μου, θυμόμουν ορισμένες σκηνές από τον τόπο μου που με ακολουθούσαν και που δεν τις συναντούσα εδώ στη μεγαλούπολη. Πληγώθηκα όταν ήρθα 17 χρονών παιδάκι στην Αθήνα. Έγραψα για τους θεατρίνους, τώρα τους λένε μπουλούκια-θιάσους, που έρχονταν στο χωριό. Το μέγιστο γεγονός! Είμαι καταγοητευμένη όταν τους θυμάμαι. Και μάλιστα, τώρα τελευταία, διάβασα το βιβλίο του Γιάννη Ξανθούλη “Ύστερα ήρθαν οι μέλισσες”. Αυτή η αίσθηση, αυτή η ατμόσφαιρα που δίνει για τους θεατρίνους, τη στερημένη επαρχία.. Είναι δοσμένη εκπληκτικά η εποχή, θυμάμαι αυτούς τους ανθρώπους σαν μια ρήση του πολιτισμού, σαν μια ρήση και της αγάπης για εμάς».
Είναι αλήθεια πως ήταν δύσκολα χρόνια για την επαρχία της μεταπολεμικής εποχής…
«Βλέπαμε πόνο. Το ’55 στα χωριά υπήρχε μεγάλη στέρηση. Και όμως, οι πρωταγωνίστριες των θιάσων μού φάνταζαν αφράτες, ξανθές, γαλανές. Μπορεί να μην ήταν έτσι, αλλά εγώ σαν παιδάκι έβλεπα κάποιες εξωτικές γυναίκες με σατέν, με δαντέλες που σκοπό είχαν να μας διασκεδάσουν. Να μας αγαπήσουν, να τις αγαπήσουμε. Πολύ ωραίες μνήμες. Και έγραψα γι’ αυτούς και τη στέρηση των παιδιών στην επαρχία. Έγραψα για τους Τσιγγάνους που μας έρχονταν τότε. Οι οποίοι, ακριβώς επειδή ήταν μικρά τα μέρη και μακρινές οι αποστάσεις, έρχονταν και έμεναν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Και ήταν σαν δικοί μας άνθρωποι. Αρχοντάνθρωποι και καλοί τεχνίτες. Κάθε χρόνο, έρχονταν πάντα οι ίδιοι. Εμείς, τα παιδιά, τους περιμέναμε πώς και τι. Μας μάθαιναν και τραγούδια. Ποτέ δεν είχαμε πρόβλημα με τα τσαντίρια. Τούτο το πράγμα που τώρα έχει κατακυριεύσει την κοινωνία μας ήταν άγνωστο τότε».
Μια γλυκιά συγγραφική σας νότα είναι και το βιβλίο «Καρδιά από πέτρα». Οι εικόνες που μας περιγράψατε από τα μικράτα σας έχουν το στίγμα της αγνότητας και της γαλήνης. Το πέρασμά σας στην Αθήνα ήταν η «γέφυρα» για να βιώσετε την άλλη όψη του νομίσματος;
«Ναι! Η Αθήνα είχε για μένα μια καρδιά από πέτρα! θέλω να σας πω ότι, όταν πρωτοήρθα, τα περίμενα όλα διαφορετικά. Τη ζωή στην Αθήνα και τους ανθρώπους της. Όλοι είχαμε ξεκινήσει από μια οικογένεια σφιχτοδεμένη. Δεν ήταν έτσι όπως τα περίμενα Και, τελικά, σε κανέναν δεν είναι. Αλλά μια ημέρα που ήμουν σε μια δύσκολη, φοβερή κατάσταση μέσα σε ένα ταξί με άλλους τέσσερις, εκείνη την ώρα από το ραδιόφωνο άκουσα το αμερικανικό τραγούδι που λέει: “Μήπως είναι η καρδιά σου από πέτρα;”. Εκείνη τη στιγμή, είχα την αίσθηση ότι το’ λεγε για την Αθήνα “Μήπως όμως είμαι τυφλός και δεν το βλέπω;”. Γιατί παρ’ όλα αυτά έχει και την ανθρωπιά της η πόλη. Όπως οι άνθρωποι. Οι πόλεις ζουν στο ρυθμό των ανθρώπων και τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Έναυσμα λοιπόν, αυτού του βιβλίου είναι οι στίχοι ενός τραγουδιού και αιτία η γκρίζα καθημερινότητα η μοναξιά, που ’ναι το λίκνο της γλυκιάς Αθήνας».