H Σέλμα Λάγκερλεφ (Selma Ottilia Lovisa Lagerlöf) έζησε από το 1858 μέχρι το 1940. Και τι ζωή! Μέσα στην προσφορά και στη μαγεία των βιβλίων και της φύσης. Πολυταξιδεμένη. Πολυβραβευμένη. Ήταν η πρώτη γυναίκα που έλαβε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας (1909), ενώ το 1914 εξελέγη μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας. Μεγαλώνοντας στο πατρικό της αγρόκτημα, στην όμορφη Μορμπάκα, επηρεάστηκε από τους θρύλους, τις παραδόσεις και την ατμόσφαιρα της περιοχής και αυτό είναι εύκολα διακριτό στα έργα της. Και αν κάποιος ζητήσει μηνύματα σε αυτά θα διαπιστώσει ότι όλα, μα απολύτως όλα, χαρακτηρίζονται γενικά από τη μεγάλη αγάπη και τον σεβασμό στη φύση και τον άνθρωπο, καθώς και από την πίστη ότι το καλό θα κατανικήσει το κακό.
Ο αναγνώστης μπορεί να βρει εύκολα ή να κατέχει ήδη πληροφορίες που αφορούν τη μεγάλη Σουηδή συγγραφέα, για την οποία πιστεύεται ότι η δημοτικότητά της στο εξωτερικό μόνο με εκείνη του συμπατριώτη της, σπουδαίου δραματουργού και μυθιστοριογράφου, Άουγκουστ Στρίντμπεργκ (1849-1912) μπορεί να συγκριθεί. Αξίζει όμως να θυμηθούμε το Θαυμαστό ταξίδι του Νιλς Χόλγκερσον, που γράφτηκε για να χρησιμεύσει ως βιβλίο Γεωγραφίας στα δημοτικά σχολεία της Σουηδίας και πολύ σύντομα μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες κι έγινε από τα αγαπημένα αναγνώσματα εκατομμυρίων παιδιών. Στο Παραμύθι του Γκέστα Μπιέρλινγκ (Gösta Berlings Saga), η συγγραφέας ζωντανεύει τα παιδικά της χρόνια μεταφέροντας ταυτοχρόνως τις λαϊκές παραδόσεις της Σουηδίας και τις πρωτόγονες δοξασίες της υπαίθρου. Στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ζαχαρόπουλος θαυμάσια μεταφρασμένο από την Τασσώ Καββαδία. Το βιβλίο αυτό βοήθησε ώστε να αναβιώσει ο ρομαντισμός στη Σουηδία του 1890. Στο σκεπτικό της η επιτροπή που της επέδωσε το Νόμπελ, μεταξύ άλλων αναφέρει πως βραβεύεται: «Για τον ιδεαλισμό, τη ζωντανή φαντασία και την πνευματική ανάταση… Σαν αφοσιωμένη θυγατέρα έχει διαχειριστεί την πλούσια κληρονομιά της μητρικής της γλώσσας. Από αυτή την πηγή προέρχεται η καθαρότητα της έκφρασης, η σαφήνεια της διατύπωσης και το αρμονικό κάλλος που αποτελούν τα χαρακτηριστικά του συνόλου του έργου της».
Τα βιβλία της Σέλμα Λάγκερλεφ είναι βεβαίως πολλά. Και σημαντικότατα. Αρκετά δε και πολυσέλιδα. Παρ’ όλα αυτά, σήμερα επέλεξα να μιλήσω για ένα τόσο δα βιβλιαράκι της, από εκείνα που δεν αποχωρίζεται κανείς ποτέ και ουδέποτε τα λησμονεί εάν τυχόν βρεθούν στα χέρια του. Όπως συνέβη και με τη γράφουσα που ξανά το βρήκε και σε καινούργια μάλιστα έκδοση – ένα λιλιπούτειο κομψοτέχνημα.
Πρόκειται για την ιστορία της Κλεφτομάνας, όπως την ήξεραν στην περιοχή. Αυτή ζούσε έξω από το χωριό, ψηλά στην κλεφτοσπηλιά, πέρα στο δάσος του Γέιγγε και είχε πέντε παιδιά μονίμως πεινασμένα και τυλιγμένα με κουρελιασμένα τομάρια. Επαιτούσε για να τα ζήσει. Μαζί τους όργωνε τους παγωμένους δρόμους που οδηγούσαν στα κτήματα ή στα σπίτια των χωρικών. Ο Κλεφτοπατέρας ήταν αφορισμένος από τον Επίσκοπο για τα κρίματά του. Η Κλεφτομάνα και τα παιδιά της ήταν πιο τρομακτικοί από μια αγέλη λύκων. Όμως μια όμορφη μέρα που πρόστρεξε στο μοναστήρι και ζήτησε φαγητό, και το έλαβε, μπήκε κρυφά με τα παιδιά της μέσα από ένα ξεχασμένο, μισάνοιχτο πορτάκι, σε έναν κήπο εκθαμβωτικό. Τόσο ωραίο και ευωδιαστό, ώστε η τραχιά καρδιά της και η αποξηραμένη όρασή της αγαλλίασαν. Ο υποτακτικός που τον καθάριζε από τις αγριάδες τη διέταξε να πάρει τα παιδιά και να φύγει. «Εκείνη όμως συνέχισε το δρόμο της χωρίς να του δίνει σημασία. Κοίταζε άπληστα παντού. Κάρφωνε το βλέμμα της στους άσπρους, ολόισιους κρίνους, στις βιολέτες, στους νάρκισσους, στον κισσό που σκαρφάλωνε και σκέπαζε τους ψηλούς τοίχους…» Και όταν ο εργάτης τόλμησε να τη σπρώξει, «Είμαι η Κλεφτομάνα από το δάσος», είπε. «Για τόλμησε να μ’ αγγίξεις, αν σου βαστάει». Και αγνοώντας τον προχωρούσε και θαύμαζε και μύριζε και ευφραινόταν και όταν έφθασαν ενισχύσεις για να την εξαποστείλουν, αυτή όρμησε πάνω τους ουρλιάζοντας, έως ότου ο αβάς άκουσε τις φωνές, σκέφτηκε πως τούτη θα ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε κήπο η δυστυχής και την πλησίασε γλυκά και ειρηνικά για να δει ότι η σκληρή Κλεφτομάνα μιλούσε με λόγια χαϊδευτικά στα λουλούδια και τους έστελνε χαμόγελα πλατιά. Και λοιπόν όταν ο ηγούμενος τη ρώτησε ευγενικά αν της άρεσε ο κήπος, η γυναίκα ηρέμησε και του είπε πως ναι, ήταν όμορφος αλλά δεν συγκρινόταν με έναν άλλο κήπο που μόνο εκείνη ήξερε. Και σαν ο αβάς απόρησε, η γυναίκα είπε ότι: «Το ατέλειωτο δάσος του Γέιγγε γίνεται ολόκληρο ένας ανθόκηπος κάθε χριστουγεννιάτικη νύχτα, για να γιορτάσει τη στιγμή που έρχεται στον κόσμο μας ο Κύριός μας. Σ’ αυτόν τον κήπο έχω δει τα πιο όμορφα λουλούδια…» Και, πράγματι, ο ιερωμένος επανέφερε μνήμες παιδικές που είχαν να κάνουν με αυτό το θαύμα, ότι δηλαδή το αρχαίο και βαθύσκιο δάσος του Γέιγγε βάζει τα καλά του για να γιορτάσει την Γέννηση. «Άσε με να ’ρθω στη σπηλιά σου τη νύχτα των Χριστουγέννων», την παρακάλεσε.
Οι σελίδες όπου το ξερό χώμα του κοιμισμένου στον χειμώνα δάσους γεμίζει ανθούς κι όλου του κόσμου τα πουλιά πετούν ολόγυρα τραγουδώντας και τριαντάφυλλα υπερμεγέθη ανοίγουν ξάφνου πανώρια, σαν μυθικά, και ξερά κούτσουρα πετούν βλασταράκια, και πεταλούδες στο μέγεθος των πουλιών, πολύχρωμες και πολύχαρες, γεμίζουν τον μυρωμένο αέρα με τη χάρη τους εμπρός στα ευτυχισμένα κι ευλαβικά μάτια του αβά, στα δύσπιστα του βοηθού του και στα περήφανα της Κλεφτομάνας, είναι σελίδες μεγάλου κάλλους και άπειρης αγαθότητας και ευγένειας.
Το εκλεκτό αυτό διήγημα, που υποστηρίζει τις απλές και γεμάτες πίστη στο θαύμα και στην ομορφιά ψυχές, δεν προσφέρεται μόνο για χριστουγεννιάτικο ανάγνωσμα. Είναι ανάγνωσμα που θάλπει και θάλλει. Και αν το βιβλίο δεν είναι μεγαλύτερο από το μέγεθος μιας παλάμης, επιθυμείς να το διαβάσεις κρατώντας το τρυφερά και ευλαβικά, όπως και το ίδιο είναι, ταπεινό και ιερό. Εάν το προμηθευτείτε, θα διαπιστώστε ότι απευθύνεται προς όλες τις ηλικίες. Πάντως μην το χάσετε.
https://diastixo.gr/kritikes/paidika/609-christoygenniatika-triantafila