Σε χρόνους άγνωστους και σε ανήκουστους τόπους, παγωμένους. Και έρημους. Τίποτα ενδιαφέρον δεν φαίνεται να υπάρχει σε τούτη την απέραντη λευκή έκταση. Μόνο χιόνι και πάγος – ως εκεί που φθάνει το μάτι θα ’λεγε κανείς πως τίποτα δεν κινείται και δεν ανασαίνει κανείς.
Και όμως, αν σαρώσεις με ματιά προσεκτική το τοπίο, θα αντικρίσεις έκπληκτος τρεις μικροσκοπικές σιλουέτες, τρεις πιγκουίνους συντροφιά, όχι μόνο να ανασαίνουν, αλλά και να μιλούν, και να μαλώνουν κιόλας:
«Βρωμάς», λέει ο πρώτος πιγκουίνος.
«Κι εσύ δεν πας πίσω», απαντά ο άλλος.
«Σταματήστε να τσακώνεστε», λέει ο μικρότερος από τους τρεις, δίνοντάς τους από μια κλοτσιά. Συμπλοκή. «Μα πώς καταφέρνουμε και μαλώνουμε όλη την ώρα;» απορούν. Αλλά η ώρα δεν περνά στον παγετώνα αν δεν ζωηρέψεις και λιγάκι ή αν δεν συμβεί κάτι, κάποιος να φανεί. Και, ω του θαύματος! Εκείνη την ημέρα δέχθηκαν δυο επισκέψεις. Πρώτη κατέφθασε μια ολόχρυση, ανάλαφρη πεταλουδίτσα και αργότερα αφίχθη ένα άσπρο παχουλό περιστέρι –
αυτό ήρθε κι έπεσε στριφογυρίζοντας από τον ουρανό.
Ο ερχομός της πεταλούδας έδωσε μεγάλη χαρά στους πιγκουίνους, άλλωστε δεν είχαν ξαναδεί τα μάτια τους τέτοια ομορφιά! Και όμως, ο μικρότερος, προφανώς για να κάνει κάτι, «Θέλω να τη σκοτώσω!» δήλωσε και οι άλλοι θύμωσαν και προσπάθησαν να τον εμποδίσουν το μικρούλη που είχε ξεσηκωθεί, ο ένας μάλιστα του είπε: «Ου φονεύσεις!» εξηγώντας ότι αυτό πάει να πει πως δεν πρέπει να σκοτώνουμε και ότι το παραγγέλνει ο Θεός. «Και ποιος είναι αυτός ο Θεός;» ρωτά απορημένος ο μικρός επίδοξος δολοφόνος της πεταλούδας. Και ο άλλος προσπαθεί να εξηγήσει πως ο Θεός είναι μεγάλος, δυνατός, νομοθετεί αλλά γίνεται έξαλλος εάν δεν τηρήσεις τους νόμους του, όμως γενικώς αισθάνεται φιλικά με όλους. «Μόνο που έχει ένα ελαττωματάκι. Είναι αόρατος», συμπλήρωσε. «Μα αν είναι αόρατος, πώς μπορείς να είσαι σίγουρος πως υπάρχει στ’ αλήθεια;» Αυτά από τις πρώτες κιόλας σελίδες: Το απ’ αιώνος ερώτημα: η ύπαρξη ή μη του Θεού.
Και για να συνεχίσουμε, με την πεταλούδα ο μικρός τα κατάφερε. Κάθισε κατά λάθος πάνω της. «Ο Θεός έχει αετίσια όραση και τα βλέπει όλα…» Φοβερίζουν το πιγκουινάκι ότι θα τιμωρηθεί και δεν θα πάει στον Παράδεισο κι εκείνο κλαίει και θρηνεί. Όσο για το περιστέρι που προσγειώθηκε βαρύ πάνω στο χιόνι, γένους θηλυκού, περιστέρα δηλαδή, έκανε κάμποσες μανούβρες για να σηκωθεί.
«Σήμερα πάντως δεν μπορούμε να παραπονεθούμε ότι βαριόμαστε», συμφωνούν οι δυο μεγάλοι. «Πρώτα η πεταλούδα και τώρα ολόκληρο χοντροπερίστερο». Μα το «χοντροπερίστερο» μόλις συνήλθε τους άφησε άναυδους: «Σας φέρνω μήνυμα από τον Θεό, οπότε ακούστε με προσεκτικά. Ο Θεός λοιπόν είπε…» Και με εμφανή την απέχθειά του προς τους δυο πιγκουίνους (ο μικρός είχε εξαφανιστεί περίλυπος), εξήγησε πως επίκειται ο Κατακλυσμός. Τους είχε βαρεθεί ο Επουράνιος, λέει, και τους ανθρώπους και τα ζώα και τις κακίες τους. Σκόπευε, τόνισε η περιστέρα, να φτιάξει καινούργιες ζωές μα έπρεπε πρώτα να συγκεντρωθούν, για αναπαραγωγή, ένα ζεύγος από κάθε είδος ζώου, και οι πιγκουίνοι ήταν στη λίστα της – τελευταίοι, μάλιστα. Όλοι οι άλλοι θα πνίγονταν. «Είναι ανάγκη, δεν γίνεται να το κουβεντιάσουμε λίγο με τον Θεό;» ρώτησαν ανήσυχοι οι πιγκουίνοι. Και το περιστέρι απάντησε πως ο Θεός δεν παίρνει από λόγια. Εξάλλου, κατέληξε, είναι πολύ αργά. Ήδη άρχισε να βρέχει. Τις αποσκευές σας γρήγορα. «Είπα και ελάλησα!» έκανε το στρυφνό περιστέρι. «Ορίστε τα εισιτήριά σας… Η Κιβωτός αναχωρεί στις οκτώ!»
Έτσι ακριβώς έγινε και οι δυο πιγκουίνοι επιβιβάστηκαν στην Κιβωτό. Μονάχα που δεν ήταν δυο, είχαν μαζί τον μικρό φίλο τους, λαθρεπιβάτη, κρυμμένο σε μιαν ασήκωτη βαλίτσα. Τους φαινόταν αδιανόητο ότι ο μικρούλης τους θα πνιγόταν. Αυτά ακριβώς μεσολάβησαν ώσπου να μπαρκάρουν στην τεράστια τριώροφη Κιβωτό του Νώε. Με τον απόπλου όλα τα ζώα αναδεύτηκαν ανήσυχα: «Τρομακτικές κραυγές ελεφάντων αντιλαλούν. Πρόβατα βελάζουν, άλογα χλιμιντρίζουν, σκυλιά γαβγίζουν, αρκούδες μουγκρίζουν, ταύροι μουκανίζουν, ιπποπόταμοι γρυλίζουν, κότες κακαρίζουν, γάτες νιαουρίζουν, χήνες κλώζουν, λύκοι αλυχτούν, μαϊμούδες τσιρίζουν, πουλιά τιτιβίζουν, βατράχια κοάζουν και ελάφια μένουν σιωπηλά». Πανδαιμόνιο!
Πάντως ταξίδι συνταρακτικό. Και συναρπαστικό. Αδιήγητο. Κι αν ακουγόταν κάποιο παράπονο, αυτό ήταν του μικρού πιγκουίνου που συμπέραινε ότι ο Θεός έφερε τον Κατακλυσμό με σκοπό να τον τιμωρήσει για το θάνατο της πεταλούδας. «Κύριε! Σε πιστεύω! Μην τιμωρείς τους άλλους! Ένας μικροπιγκουίνος σε πρόσβαλε και εκδικείσαι όλο τον κόσμο; Δικαιοσύνη το λες εσύ αυτό;» Βέβαια ο Θεός πανταχού παρών. Τουλάχιστον στις συζητήσεις. Και στις αποφάσεις. Και στις φάρσες και τις ψευτιές. Στις κατσάδες της αυταρχικής περιστέρας. Στη νοσταλγία και τις καινούργιες αγάπες. Ακόμη και στη βαλίτσα όπου κρύβεται ο τρίτος πιγκουίνος… Αλλά αυτό είναι ένα καταπληκτικό εύρημα.
Γενικώς το βιβλίο είναι καταπληκτικό! Πλησιάζει μεγάλα και σοβαρά θέματα με ύφος παιγνιώδες και λόγο ευφρόσυνο, άλλοτε σκανταλιάρικο, άλλοτε συγκινητικό. «Θέλω να σε ευχαριστήσω, παιδί μου…» είπε στην περιστέρα ο Νώε όταν όλα πήγαν κατ’ ευχήν κι έλαμψε ξανά ο ήλιος κι ο ουρανός ήταν αίθριος και τα πουλιά γλυκολαλούσαν ενώ η ξηρά τούς περίμενε, «…αλλά γιατί πήρες τους πιγκουίνους στην Κιβωτό; Οι πιγκουίνοι ξέρουν καλό κολύμπι». Έξοχο! Και ας μη λησμονήσω: Η ιστορία, εκτός των άλλων, αινεί τη φιλία – τη δύναμη που εκπέμπει και την αξία της.
Ο Γερμανός συγγραφέας Ούλριχ Ουμπ (Τύμπιγκεν, 1963), απόφοιτος της Ακαδημίας Μουσικής του Αμβούργου, είναι και ηθοποιός, σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός, μεταξύ άλλων, της θεατρικής Μήδειας, και της όπερας Ευγένιος Ονιέγκιν. Έχει πρωταγωνιστήσει στα Θύμισέ μου να ξεχάσω, Η μελαγχολία του νεαρού Βέρθερου και Εγώ, ο Μόμπι Ντικ. Πρόκειται για πολυβραβευμένο καλλιτέχνη. Η Κιβωτός του έλαβε το Γερμανικό Κρατικό Βραβείο λογοτεχνίας για παιδιά (2008).
Ο εξαίρετος εικονογράφος του βιβλίου Γεργκ Μύλε (Φραγκφούρτη, 1973), σπούδασε σχέδιο στη Σχολή του Όφενμπαχ και Καλές Τέχνες στην École Nationale Supérieure des Arts στο Παρίσι. Άλλο καταπληκτικό έργο που φιλοτέχνησε είναι Το ξύλο της μάγισσας και οι μαγικές κάλτσες. Τιμήθηκε και αυτός για το παρόν βιβλίο.
Για εφήβους και νέους. Πλην απολαυστικό και για ενηλίκους.