Σίγουρα μας περίμενε γιατί λαμποκοπούσε και αναδευόταν γλυκά. Μου φάνηκε ότι μειδιούσε· εκείνο το μειδίαμα που έχουν στα αγάλματα οι αρχοντογυναίκες της αρχαιότητας. Ο ήλιος από πάνω της, προστάτης -απ’ αιώνος- και εραστής της και τι δεν την φίλευε: φλουριά αργυρά και φλουριά μαλαματένια, γλάρους και αλκυόνες, χρώματα γαλανά και τιρκουάζ, κι άλλα καταπράσινα ή βαθύ μπλε- μελανί σχεδόν. Στην όχθη της τα πεύκα, θαλερά, μοσχοβόλα, σε λίγο θα άρχιζαν να φιλοξενούν παιδιά, γιαγιάδες, μανάδες, πετσέτες, παιχνίδια, τσάντες, σκυλιά- αδέσποτα αν και κοινωνικότατα. Πρωί ακόμη αλλά τα τζιτζίκια είχαν αρχίσει το παλιό, καθησυχαστικό τραγούδι, το επαναλαμβανόμενο πλην διεγερτικό.
Η θάλασσα όσο περνούσε η ώρα, βαφόταν στο χρώμα του λαζουρίτη. Οι τρεις μας, η Ελενίτσα, η Νικολέτα κι εγώ, είχαμε ήδη αφεθεί με τις ώρες επάνω της, είχαμε παίξει μαζί της, είχαμε κυνηγηθεί, είχαμε κοντραριστεί μ’ αυτήν, τα κοριτσάκια δεν εννοούσαν να την εγκαταλείψουν, έπαιζαν με το κύμα, έπαιζαν μεταξύ τους, δεν την χόρταιναν την αγαπησιάρα υδάτινη αγκαλιά. Κολύμπησαν ύπτια, πρόσθια έπειτα, γελούσαν γεμίζοντας τη γαλήνη του όρμου ασημένιες και χρωματιστές φωνούλες, ενθουσιάστηκαν με τις αγριόπαπιες που πέρασαν σε σχηματισμό, μιας ανάσας απόσταση από τα σώματά μας, τραβούσαν για το υγρολίβαδο της Στρογγύλης, τοποθεσία σεπτή και ερημική από αρχαιοτάτων χρόνων, εκεί κατέφευγαν οι υπέροχες Καναδές κεντήστρες του αιθέρα, οι άκρες των φτερών τους φάνταζαν θαλασσιές-εξ αντανακλάσεως.
«Αχ, γιαγιά. Σαν να γέρνει ο ουρανός πολύ πάνω από τη θάλασσα. Την πλησιάζει. Κοίτα τον πώς καθρεφτίζεται. Να τα μάτια του!» είπε η Ελένη κοιτώντας έκθαμβη.
Ένα πλοίο ολόλευκο περνούσε στο βάθος. Πήγαινε ράθυμα- η μουσική έφθανε ως εμάς. Ξεχώρισα τη φωνή του Στινγκ – την μελωδία όχι. Είχα το νου στην Νικολέτα που ευτυχισμένη αναφωνούσε: «Μ’ αγαπάει η θάλασσα γιαγιά… Μ’ αγαπάει!»