To ομολογώ· και αμαρτία εξομολογημένη ουκ έστιν αμαρτία. Εάν θεωρηθεί αμαρτία το ότι στον μαγικό, εφιαλτικό αλλά και λυτρωτικό κόσμο του Ματίας Αλμοσίνο εισήλθα διστακτικά.
Πώς μπαίνεις σε άγνωστο σπίτι καλεσμένος και μιλάς μονολεκτικά στην αρχή, κοιτάς φευγαλέα, κάθεσαι άβολα στην άκρη του καναπέ, αρνείσαι το κέρασμα; Περίπου έτσι αισθάνθηκα διαβάζοντας αρκετές από τις πρώτες σελίδες, όπου ο Ισίδωρος Ζουργός, σοβαρότατη και ακμαιότατη παρουσία στη λογοτεχνίας μας, παραδίδεται στο συναίσθημα και στην ομορφιά των λέξεων. Τις οποίες γνωρίζει, λατρεύει, υπηρετεί. Και τις οποίες, όμως, πρέπει και να καθυποτάσσουμε όταν αντιλαμβανόμαστε ότι κινδυνεύουμε να μας κατακλύσουν για διαφόρους λόγους, με πρώτον και κυριότερο αυτόν της συγκίνησης.
Ανθρώπινο και κατανοητό. Όπως όλα όσα ενυπάρχουν στις σελίδες του Ζουργού είναι παρομοίως ανθρώπινα και κατανοητά. Θα έλεγα και πανανθρώπινα, αλλά είναι νωρίς ακόμη.
Τέλος, η αιτία είναι μάλλον ότι με ξένισαν ή με ψύχραναν φράσεις όπως «Οι νύχτες του χειμώνα, έγκυες στη φυσική παγωνιά, μεγάλωναν και φούσκωναν σαν την κοιλιά της Έστερ» ή «Τα γυμνά του πόδια φιλούσαν το τριφύλλι και τις κοντές ανεμώνες, ενώ τα δάχτυλά του δάκρυζαν απ’ τις σταγόνες της πρωινής δροσιάς. Στο πρόσωπό του είχε το χάρτη του ουρανού…».
Όμορφα δεμένες λέξεις, καθαρές και διαυγείς, ποιητικές· το παθαίνουμε όλοι οι συγγραφείς: μεθάμε με τις εύγλωττες και εύχυμες λέξεις, τις σπάνιες εικόνες. Συμβαίνει όμως, και όχι σπάνια, πίσω από αυτές να καραδοκεί η δοκιμασία, ο καταναγκασμός, κάποτε και η κόλαση.
Όπως εδώ. Που δεν παρακολουθούμε συνεπαρμένοι ένα ηρωικό έπος, παρά το έπος του Ανθρώπου. Ακριβώς. Ένας Άνθρωπος. Θηρίο στη μεγαλοσύνη του· άνθρωπος θεριό και άνθρωπος θεός. Και ο ήρωας στο μυθιστόρημα Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλμοσίνο προχωρεί ερήμην των ευγενών αισθημάτων που εκφράζονται με λέξεις καμιά φορά περίτεχνες, γιατί ο ίδιος είναι και το αίσθημα και η λέξη. Αν γίνομαι κατανοητή. Είναι και η αλήθεια και η οδός.
Έτσι όπως ακριβώς είχε αυτοπροσδιοριστεί Εκείνος. «Εγώ είμι η οδός και η αλήθεια και η ζωή· ουδείς έρχεται προς τον πατέρα ει μη δι’ εμού. Ει εγνώκειτέ με, και τον πατέρα μου εγνώκειτε αν…» Απάντηση στο ερώτημα του Θωμά: «Κύριε, δεν ξέρουμε πού πηγαίνεις. Πώς μπορούμε να γνωρίζουμε την οδό;» (Κατά Ιωάννην, κεφ. 14).
Και εννόησαν και κατενόησαν οι εγγύτατοί Του τον ομογενή τους, αλλά και ομόφυλο όλου του κόσμου, έτσι όπως πολύ αργότερα ο ομοεθνής Του γιατρός και ταξιδευτής Ματίας, εκών άκων, ή ίσως υπακούοντας σε κελεύσματα της φύσης ή της καρδιάς, έγινε ο πολίτης του κόσμου του και της εποχής του. Και ο Αμνός, επίσης. Και ας μη θεωρηθεί ιεροσυλία αυτό, διότι είναι παρακινδυνευμένο ή εσφαλμένο να αποσιωπούμε την ανθρώπινη φύση Του. Εξάλλου, με αυτήν τη φύση πλησίασε τον άνθρωπο και τον τοποθέτησε στο πλάι του εις τους αιώνας. Ας είναι.
Αυτά, για να συνεχίσω ιστορώντας ότι αφότου ο Αλμοσίνο ενηλικιώνεται, και ζυμώνεται μες στις κακουχίες, τον αγώνα, την αγάπη, τα ταξίδια, τη γνώση, το μυθιστόρημα συν τω χρόνω γίνεται πυκνό, απαιτητικό, απερίγραπτα ενδιαφέρον, αποκτώντας και αυτό τα χαρίσματα του εξαίσιου και αγαπητότατου πρωταγωνιστή: στόχους και στοχασμούς, θέαση της ψυχής του ανθρώπου αλλά και αντίληψη της ύλης και της διαπερατότητας του κόσμου, ταπεινότητα εμπρός στο πάνθεον των πνευμάτων που οδήγησαν ακόμη και μέσα από κρεουργήσεις τους λαούς εμπρός, ισορροπία και σεβασμός στην εποχή κατά την οποία όλα ψυχορραγούσαν και όλα ανασταίνονταν ή κυοφορούνταν· τέλος, την τοποθέτηση του ανθρώπου υπεράνω όλων των αξιών της ζωής, την εξύψωση του πνεύματος και την επιστροφή στις πηγές της ανθρωπότητας όπως είναι η έρευνα, η αλληλεγγύη, η συνοδοιπορία, η αγάπη έστω και προς την πέτρα ή στο ξερό χορτάρι. Δίχως να παραβλέπουμε την πραότητα με την οποία ήταν προικισμένος ο σεπτός ήρωας του Ζουργού.
Βλέπετε, ποτέ δεν είχε φανταστεί ο Ματίας Αλμοσίνο, από τη Βασιλεία της Ελβετίας, θεωρούμενος γιος του πιλοποιού και περουκοποιού Τομπίας, ενώ στην πραγματικότητα ήταν ο μονάκριβος του Ισαάκ, λογιστή από το Άμστερνταμ, ότι η ζωή τον προόριζε για τέτοια ταξίδια· σώματος, διάνοιας, ψυχής. Από τον Οκτώβριο του 1656, οπότε και υποδέχτηκε τον θείο του και αδελφό του πατέρα του στην ξύλινη αποβάθρα του Ρήνου, οι μέρες μα και οι νύχτες του άρχισαν να τρέχουν σαν καθαρόαιμα σε αγώνα. Βεβαίως καθαρόαιμα, καθώς ο νεοφερμένος Εβραίος του Άμστερνταμ, δίδυμος αδελφός τού μονάχα κατ’ όνομα πατέρα του, θα άνοιγε ευλογημένες διόδους στις φλέβες τού σχεδόν εντεκάχρονου αγοριού, που τον ζέσταινε το πατρικό αγαπημένο σώμα τις παγωμένες νύχτες που προηγήθηκαν της μεγάλης και ανεπίστροφης φυγής…
Δρόμοι και άλλοι δρόμοι. Πολιτείες και άνθρωποι λογής λογής. Θάνατοι και νίκες επ’ αυτών. Απώλειες και θρίαμβοι. Αγάπες, μεθύσια χαράς και τα Τάρταρα. Έρωτες θεών και ανθρώπων, ασθένειες θανατηφόρες, λοιμοί, ιάσεις, πένητες, πόλεις, πόλεμοι, έρευνες, κατακτήσεις, λιμάνια, ταξίδια, σκαμπανεβάσματα, σκλαβιά. Και ο Άνθρωπος. Ο ταπεινός, ο πράος, ο κρυπτοεβραίος Ματίας, ο καλυμμένος από τον μανδύα της προσφοράς και της ειρήνης. Ασφαλώς και της προόδου και εξύψωσης του Γένους των ανθρώπων.
Ecce homo. Ίδε ο άνθρωπος.
Βιβλίο συναρπαστικό.
https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/2783-matias-almosino