Στο περβάζι του παραθύρου ακουμπούσε μια κανάτα αιγινίτικη και δίπλα της βρισκόταν μισοκρυμμένο ένα βιβλίο. Παλιωμένο μου φάνηκε, ολιγοσέλιδο, μα είχε παράξενη εικονογράφηση όπου εικονίζονταν δάση χιονισμένα και λίμνες ακίνητες, ενώ παντού κυριαρχούσαν τα μάτια μιας ξανθής γυναίκας, ώριμης. Μάτια τόσο μεγάλα, που έβγαιναν, λες, από το πρόσωπό της, μάτια όμορφα μα τρομακτικά. Σαν της λύκαινας ή σαν των αρπακτικών. Στο εξώφυλλο, τα μάτια της κυρίαρχα πάλι και από κάτω ο τίτλος «Η βασίλισσα του χιονιού». Και χαμηλότερα: «Υπό Χανς Κρίστιαν Αντερσεν. Εκδόσεις του Αστέρος. Εν Αθήναις».
Χ. Κ. Αντερσεν: Το ασχημόπαπο που έγινε κύκνος
Αν πω ότι χώθηκα και χάθηκα μες στο βιβλίο, είναι λίγο. Αν ομολογήσω ότι στην ηλικία μου των εννέα ετών, αν και αγαπούσα τα βιβλία, αισθάνθηκα ότι δεν είχα διαβάσει κι ούτε είχα φανταστεί κάτι τόσο συναρπαστικό, αν προσθέσω ότι αρχικώς το διάβασα τέσσερις φορές, και τις τέσσερις με κλάματα κι ότι είχα δραπετεύσει από το δωμάτιο των συγγενών, και περιπλανώμενη, σαν μαγεμένη στα δάση του Βορρά, αδυνατούσα να επιστρέψω, την αλήθεια θα ομολογήσω. Εκείνο το βιβλίο μού πύρωσε την καρδιά, φώτισε τα μάτια μου και με έκανε διά βίου αιχμάλωτη της τέχνης του λόγου και αιχμάλωτη σαγηνευμένη όμως.
Εκείνος ο σαγηνευτής, εκείνος ο μάγος ποιητής, ο Χανς Κρίστιαν Αντερσεν, είχε σφραγίσει το διαβατήριό μου για τη χώρα των ονείρων και των ελπίδων. Κι εκείνο το κορίτσι, η Γκέρντα η γλυκιά και θαρραλέα, μήνες με έσερνε πίσω της, ελκόμενη, σ’ εκείνο το τρομακτικό ταξίδι ωρίμανσης. Γιατί τι άλλο από ένα ταξίδι ωρίμανσης είναι η «Βασίλισσα του χιονιού» («Sneedronningen» για τους Δανούς), τι τάχα διαφορετικό εκφράζει εκτός από την προαιώνια αναζήτηση; Η Γκέρντα ζητά απεγνωσμένα μα επίμονα να βρει τον πολυαγαπημένο της φίλο Κέι, τον οποίο, αφού απήγαγε, κρατά σκλάβο η ψυχρή βασίλισσα, πέρα ψηλά, στο παλάτι της από πάγο στη Λαπωνία, αφού προηγουμένως του είχε παγώσει την καρδιά.
Από τα βαθύτερα, ίσως, έργα του Αντερσεν. Και τα περισσότερο αλληγορικά. Για τούτο και γίνεται τόσο αισθητό στον αναγνώστη, ο οποίος σε ορισμένα σημεία της ιστορίας αισθάνεται ένα συγκλονισμό ή το ψυχανέμισμα μιας καταιγίδας που συντόμως πρόκειται να ξεσπάσει· στην καρδιά του ασφαλώς.
«Η μικρή Γοργόνα» – άλλος καημός. Μα και η δόξα έρωτα.
«Οι αγριόκυκνοι» – τι αίσθημα και αισθητική, αλλά και τι λατρεία αδελφική! Οπου τα μάγια λύνονται και τα κάστρα της κακίας κατακρημνίζονται.
«Το κοριτσάκι με τα σπίρτα» – μια λύπη τρυφερή, το ευγενικό μα καυτό δάκρυ του μεγάλου συγγραφέα· λέγεται ότι ως παιδί η μητέρα του πωλούσε σπίρτα στους δρόμους.
«Το ελατάκι», «Το αηδόνι του αυτοκράτορα», «Ο μολυβένιος στρατιώτης», «Η βοσκοπούλα και ο καπνοδοχοκαθαριστής», «Η ιστορία του χρόνου», «Τα κόκκινα παπούτσια», «Τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα», «Η Τοσοδούλα». Και άλλα. Εκατόν εβδομήντα τον αριθμό.
Εκατόν εβδομήντα αξετίμητα τιμαλφή χαρισμένα στην ανθρωπότητα από τον Χανς Κρίστιαν Αντερσεν, τον άνθρωπο που βίωσε τη φτώχεια και την καρτερία και γι’ αυτά μίλησε. Οι περισσότεροι ήρωες των παραμυθιών του είναι φτωχοί και αδικημένοι, μα τους ορίζει η συμπόνια, η ευγένεια, η μεγαλοψυχία. Και η ειλικρίνεια. Ενίοτε και ένα λεπταίσθητο χιούμορ. Αλλά και η προσδοκία ότι το δίκιο κάποτε θα είναι με το μέρος τους· και η ζωή κάποια μέρα θα τους χαμογελάσει!
Αναμφιβόλως τα παραμύθια, όλα τα παραμύθια του μεγάλου Δανού, εμφανίζουν το δημοκρατικό στοιχείο. Ο μπαλωματής πατέρας του, άνθρωπος ανοιχτόμυαλος και δημοκρατικός, δεν παρέλειπε με τις ιστορίες που αφηγούνταν στο γιο του να του μιλά και για τις ιδέες του. Ισως ο φτωχός και ταλαιπωρημένος άνθρωπος είχε διακρίνει τη σπίθα που κρυβόταν στο βάθος των ματιών του μικρού Χανς.
Να προστεθεί ότι έγραψε και ποίηση, λιμπρέτα, ταξιδιωτικά, μυθιστορήματα, θεατρικά, αλλά για τα παραμύθια του λατρεύτηκε από μικρούς και μεγάλους. Στην Ελλάδα κυκλοφόρησαν ήδη από το 1870 στη μετάφραση του Δημ. Βικέλα. Αλλά και ο Λασκαράτος και ο Α. Πάλλης μετέφρασαν αρκετά από τα παραμύθια του Αντερσεν.
Στην ωραία πόλη του, την Οντένσε, που επισκέφθηκα προ ετών, υποστηρίζουν ότι την ημέρα που έφευγε για την Κοπεγχάγη, και την ώρα που έμπαινε στην ταξιδιωτική άμαξα, έκλαιγε. Πάντα, βεβαίως, ευσυγκίνητος· άλλωστε, ένας δεκατετράχρονος έφηβος ήταν. Τούτο είδε μια τσιγγάνα και τον πλησίασε: «Γιε μου, τώρα κλαις από τη λύπη σου. Μα όταν γυρίσεις, θα κλαις από τη χαρά σου!»
Οταν, εξήντα, περίπου, ετών επέστρεψε στην πόλη του, προσκαλεσμένος επισήμως, όλοι οι κάτοικοι της Οντένσε ξεχύθηκαν στους δρόμους να τον υποδεχθούν με τιμές και εκδηλώσεις αγάπης και περηφάνιας. Παντού φωταψίες, σημαίες, μπάντες. Τόση συγκίνηση αισθάνθηκε ο Αντερσεν, ώστε έκλαψε. Και όταν του ζητήθηκε να μιλήσει, δεν μπόρεσε. Από τα δάκρυα της χαράς.
Ολος ο κόσμος γνώριζε τώρα ότι το ασχημόπαπο είχε γίνει ένας καμαρωτός, περήφανος κύκνος που αστραποβολούσε. Κι ακόμη έτσι αστραφτερός παραμένει.