Συνέντευξη στην Ειρήνη Μπέλλα, Φιλολογική Βραδυνή, 12/10/2002
Η Ποθητή, μια νέα γυναίκα που από μικρή έμαθε να αποστρέφεται τη δουλεία και να μισεί αυτούς που την επέβαλλαν, τυχαίνει σαν από παιχνίδι της μοίρας να ερωτευθεί με όλη την ορμή των χρόνων της, τον αρχηγό τον Ιππέων της Πελοποννήσου, τον Ασλάν, σκληρό απέναντι στους Έλληνες υποτελείς. Η Ποθητή, η ηρωίδα του νέου βιβλίου της Ελένης Σαραντίτη «Ποθητή. Χρόνια σαν την φωτιά», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, συγκρούεται ανάμεσα στον έρωτα και τον όρκο που έδωσε να πολεμήσει για την ελευθερία της πατρίδας της. Στα χρόνια της Επανάστασης του *21 κινούνται οι ήρωες του βιβλίου που έφυγαν από τη ζεστή αγκαλιά της συγγραφέως για να μας συντροφεύουν μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος
Τα χρόνια της Τουρκοκρατίας είναι μια εποχή που έχει περιβληθεί με έναν μανδύα ηρωισμού που συχνά παίρνει μυθικές διαστάσεις. Πώς περιγράφεται αυτή η εποχή στο βιβλίο σας και γιατί την επιλέξατε για να διαδραματίσετε την ιστορία σας;
Και το μυθιστόρημά μου «Ο Κάβος του Αγίου Αγγέλου» αυτούς τους χρόνους πραγματεύεται αν όχι εξ ολοκλήρου. Μυθιστόρημα ογκωδέστατο, χώθηκα μέσα του σαν σε ιερό καταφύγιο, καθώς, σκύβοντας στις άνω των εκατό γραπτές πηγές ή ακούγοντας διηγήσεις γερόντων μεταφερμένες στις μέρες μας, ριγούσα διαρκώς από τις ανείπωτες πράξεις των ανθρώπων του λαού μας, γεγονότα που είχαν παραμείνει άγνωστα ή είχαν λησμονηθεί, και κυρίως είχαν παραμεριστεί. Μέσα στον «Κάβο του Αγίου Αγγέλου» πρωτοεμφανίζεται η ηρωίδα, που τώρα στο καινούργιο μου βιβλίο αναπτύσσεται και παίρνει την πλήρη μορφή της και ακτινοβολεί η συγκλονιστική της προσωπικότητα Αλλά, τα χρόνια της ιερής μας εξέγερσης δεν είναι τόσο μακρινά και ο απόηχός τους φτάνει μέχρι σήμερα, ιδίως στην ύπαιθρο, στα ορεινά περισσότερο μέρη όπου οι άνθρωποι λατρεύουν το παρελθόν που μας ανύψωσε ως επιβεβαίωση ότι τίποτε δεν χάνεται. Αυτά προς παρηγορίαν. Ξεκινώντας την περιπέτεια της γραφής γιατί περί μεγάλης περιπέτειας πρόκειται, ή μάλλον για ένα φοβερό και φρικιαστικό ταξίδι και συνάμα ευφρόσυνο και ελπιδοφόρο και κερδοφόρο, αν μπορείτε να με εννοήσετε δεν υπήρξε για μένα δίλημμα ή δισταγμός περί του χρονικού πλαισίου γιατί όλα ήσαν μπροστά μου, όλα είχαν συμβεί και σπάραζαν παραμένοντας στο σκότος και στη λησμονιά. Πρόσωπα που στο κάλεσμα της ταπεινωμένης πατρίδας, σαν πληγές που έπρεπε να επουλωθούν, είχαν ξεφύγει από τη θνητή τους υπόσταση και είχαν περάσει στη χορεία των ηρώων. Μήπως και των ημιθέων. Η ελληνική Επανάσταση γέμει προσώπων σαν αυτά. Το αποθαρρυντικό είναι ότι μας γνωστοποιήθηκε ό,τι μόνο η επίσημη Ιστορία έχει καταγράψει. Αλλά, η Ιστορία τις περισσότερες φορές μεροληπτεί. Συχνά αναφέρεται σε πρόσωπα που είχαν και τον τρόπο και το μέσον και τον τόπο ή την οικογένεια καταγωγής ώστε να προβληθούν περισσότερο. Προσωπικώς συγκινήθηκα από τα ανυπότακτα άτομα, από ήρωες ή ηρωίδες που δεν υπάκουσαν στην από αιώνων τάξη. Δηλαδή στα σύμφωνημένα από άλλες, ανώτερες δυνάμεις, ελληνικές ή ξένες. Οι ήρωες αυτοί εξαφανίστηκαν. Δεν ήσαν αρεστοί. Είχαν τολμήσει να αναμετρηθούν με προεστούς και τοποτηρητές, με πρέσβεις, με άρχοντες και βασιλείς. Επιπλέον επρόκειτο για ανθρώπους που προέρχονταν μέσα από την ψυχή του λαού, χωρίς σόγια ξακουστά και πανίσχυρα. Άλλο αν η ορμή της ψυχής τού, τους γιγάντωσε. Αυτά τα πρόσωπα, τα φωτεινά και γενναιόδωρα, τα στερηθήκαμε. Μας τα στέρησε η Ιστορία. Ή οι καταστάσεις που έπρεπε κάπως να συμβιβάσουν τα πράγματα. Ανάμεσα σε αυτά τα πρόσωπα ξεχωριστή θέση κατέχει η ηρωίδα του βιβλίου μου, η Ποθητή. Πρόσωπο υπαρκτό, πέρασε σαν αστραπόβροντο από την κονίστρα του μεγάλου ξεσηκωμού, από την σκηνή της Ιστορίας και έπειτα χάθηκε. Και ούτε ένας, μα ούτε ένας ιστορικός δεν αναφέρθηκε σε αυτή. Μόνο οι ξένοι φιλέλληνες, τη γνώριζαν και την τιμούσαν. Και ακόμη ακόμη στα νυχτέρια εργασίας, κάτω στο γενέθλιο τόπο μου στη Λακωνία, οι ηλικιωμένοι, πιστοί στη μνήμη, μιλούν για εκείνο «το ευλογημένο κορίτσι που απαρνήθηκε νιάτα κι αγάπη και τιμές, για χάρη της πατρίδας».
Τούτα και πολλά άλλα ακόμα, ακούγοντας από μικρό παιδί, αισθανόμουν ένα δέσιμο, ένα καρδιοχτύπι όταν τα συλλογιζόμουν αργότερα. Καρδιοχτύπι που έγινε ενθουσιασμός και συγκίνηση, ίσως και ευτυχία όσο μεγάλωνα και ερευνούσα. Και γνώριζα. Και συναντούσα εκείνες τις πράξεις τις θεϊκές. Όταν άρχισα να γράφω όλα διά μιας ξεπήδησαν από μέσα μου και αισθάνθηκα τυχερό τον εαυτό μου που με συνεπήραν όλα αυτά και έτσι μου χαρίστηκε το αληθινό πρόσωπο της πατρίδας, το οποίο σε εκείνα τα χρόνια αστραποβολούσε κάλλος. Διότι είναι κάλλος η περηφάνια και η αψηφισιά. Είναι πολύ μεγάλος ένας στερημένος λαός, χωρίς γνώσεις, χωρίς εφόδια, χωρίς εμπειρίες πολεμικές, άνθρωποι στερημένοι και συχνά πεινασμένοι, προδομένοι ή ασθενείς, να αντιταχτούν σε μιαν αυτοκρατορία με στόλους και εκατοντάδες χιλιάδες έμπειρους πολεμιστές, με όπλα υπερσύγχρονα, με αμύθητο πλούτο και ισχύ.
Για τους λόγους αυτούς και πολλούς άλλους ακόμη, έγραψα για τους επαναστατημένους Έλληνες λαϊκούς αγωνιστές του ‘21.
Η Ποθητή, η ηρωίδα του βιβλίου, είναι μια γυναίκα που ακροβατεί ανάμεσα στον έρωτα και την αγάπη για την πατρίδα. Πώς πλησιάζετε την ηρωίδα αλλά και τους άλλους χαρακτήρες του μυθιστορήματός σας;
Πλησίασα τις πράξεις αυτές τις μεγάλες, σχεδόν αδιήγητες, με αίσθημα και συστολή. Μέσω της Ποθητής, της ηρωίδας μου φυσικά. Και ενώ η Ποθητή είναι πολεμίστρια ικανότατη και θαρραλέα, γεμάτη αψηφισιά, και ενώ έχει καταφέρει μεγάλα πλήγματα στον εχθρό, μόλις 18-20 ετών, δεν διστάζει να κλάψει εμπρός στις απώλειες. Και να μοιρολογήσει για τους νέους που χάνονταν, για τους φιλέλληνες που γεμάτοι ενθουσιασμό έσπευσαν στο ελληνικό κάλεσμα και θανατώθηκαν σε ξένα χώματα, επιπλέον αφήνεται και στις διαταγές της καρδιάς της. Για χάρη των ορφανών παιδιών πουλά το σπίτι της, το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο που κατείχε και δεν το γνωστοποιεί πουθενά. Θαυμάζει τους καλότυχους αντρειωμένους όπως τους αποκαλεί, αλλά ποτέ δεν αφηγείται τα δικά της κατορθώματα. Και στις ιδέες και στα αισθήματα και στις αποφάσεις και στις θυσίες και στα ζητήματα της πατρίδας και στα ζητήματα του έρωτα, δεν πρέπει να μιλάς πολύ. Αλλιώς φθείρονται, υποστηρίζει η Ποθητή. Κατά ένα περίεργο τρόπο, την κατενόησα. Γεννημένη στα ίδια χώματα με αυτήν, στα χώματα τα λακωνικά, είχα την τύχη να συναντήσω ουκ ολίγες γυναίκες με το εκπληκτικό στολίδι της συστολής. Αυτή η συστολή, η σεμνότης, χαρακτηρίζει τους αληθινά άξιους ανθρώπους. Γι’ αυτό και εγώ τους πλησίασα προσεκτικά και με δέος, όπως πλησιάζει κανείς πρόσωπα ιερά. Για τούτο και το βιβλίο δεν είναι υπερβολικό στις περιγραφές των αμέτρητων κατορθωμάτων και θυσιών. Όλα αυτά εκτίθενται αλλά με τον πιο λιτό και ανθρώπινο τρόπο που θα μπορούσαν τέλος πάντων, να δοθούν από έναν συγγραφέα, που δεν σας το κρύβω, για τρία χρόνια έζησα μια μυστική ζωή μαζί με τους ήρωές μου. Αν κάπου υπερέβαλα, και με το δίκιο μου, είναι στις περιγραφές της ομορφιάς της γης μας, που εκείνον τον καιρό ήταν ωραιότερη παρά ποτέ. Σαν να αισθανόταν την άνοιξη του λαού και πανηγύριζε και εκείνη. Σαν μάνα που βλέπει τα παιδιά της να ανασταίνονται, έτσι δείχνει ότι παλλόταν.
Μέσα από την αφήγηση της ιστορίας, πώς οδηγείτε εσείς, ως συγγραφέας, να υποδεχτεί ο αναγνώστης την απόφαση της ηρωίδος να σκοτώσει τον αγαπημένο της; Τον ικανοποιεί αυτή η επιλογή της;
Κατ’ αρχάς, η σκηνή όπου η Ποθητή δολοφονεί τον Ασλάν δεν περιέχει στοιχεία τρόμου ή μίσους ή εκδίκησης. Και δεν είναι άγρια ή αποτροπιαστική. Μάλλον υπονοείται. Περιγραφή που βαστά μια-δυο στιγμές.
Ούτε λέξη παραπάνω. Το ίδιο το γεγονός;
Φρικτό βέβαια, αλλά χρόνια πολέμου ήταν αυτά, άλλωστε μόλις την προηγούμενη ο ίδιος είχε κατακάψει ολόκληρη περιοχή και με πολλά θύματα μάλιστα, ακόμη και μωρά σας κούνιες τους, και γέροντες. Και από ό,τι έδειχναν τα πράγματα και όσο ο Ελληνισμός ξεσηκωνόταν, ο βιός και οι υπόλοιποι εναπομείναντες Τούρκοι της Πελοποννήσου σκλήραιναν τη στάση τους.
Ας μην ξεχνάμε ότι η Ποθητή ήταν κόρη πατριδομάρτυρα και πρωτοκλέφτη. Αυτά όλα κληρονομούνται. Όλα αυτά κυκλοφορούν στο αίμα του ανθρώπου, αυτά και εγκαθίστανται στη συνείδησή του, ανεπαισθήτως, βέβαια, αλλά είμαι σίγουρη, τον κατέχουν διά βίου. Δεν θα μπορούσα να πω ότι οι αναγνώστες που γνώρισαν την Ποθητή κακοφανίστηκαν ή βρήκαν άδικη αυτή την πράξη της ηρωίδας. Επαναστατημένη χώρα, επαναστατημένη καρδιά, κι ένας δυνάστης φρικτός. Από τις συζητήσεις που είχα μέχρι τώρα, η Ποθητή αγαπιέται. Είναι ηρωική, κάποτε σκληρή, αλλά και, όπου απαιτείται, πολύ ανθρώπινη.
θα μπορούσε να παρεξηγήσει κανείς το βιβλίο σας και να σχηματίσει την εντύπωση ότι εξάρετε τον φιλοπατριωτισμό;
Πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό, ρωτιέμαι. Την ιερή μνήμη εξάρω και φωτίζω, επίσης πράξεις, γεγονότα και μορφές που παρέμεναν περιορισμένα. Ή περιφρονημένα. Πρέπει να σας πω ότι εργάσθηκα πολύ ώστε το βιβλίο να προσφέρει όχι μόνο τη συγκίνηση την πατριωτική, αλλά στιγμές στιγμές, να προσφέρει και τη συγκίνηση και το ρίγος που είναι στα στοιχεία της Τέχνης. Ακόμα, πρέπει να σας πω ότι περατώνοντας το βιβλίο αισθάνθηκα γλύκα, ευφορία και παράπονο, μάλιστα και σε όλη τη διάρκεια της έρευνας και της συγγραφής ήμουν γοητευμένη από όλον αυτόν τον ωραίο ελληνικό κόσμο, από όλα αυτά τα χρόνια που κυοφόρησαν την ελπίδα και γέννησαν την ελευθερία. Αυτά τα αισθήματα ελπίζω να νιώσει και ο αναγνώστης και να αναρωτηθεί ίσως μαζί μου περί του κατά πόσον γνωρίζουμε την ιστορία μας, δηλαδή το χαρακτήρα μας, που όταν η ανάγκη το καλεί, και ο ταπεινότερος ανάμεσα στους πιο ασήμαντους και ταλαιπωρημένους από εμάς, μπορεί να λάβει διαστάσεις ήρωα. Και ακόμη να ευφρανθεί με τα σπαράγματα των δημοτικών μας τραγούδιών που παρατίθενται, μερικά από τα οποία είναι αληθινά διαμάντια. Αλλά, βλέπετε, τα τραγούδια ήταν τότε από τις κυριότερες εκφράσεις του λαού μας.
Τώρα για τον φιλοπατριωτισμό, που ρωτάτε, μην τυχόν δηλαδή και θεωρηθώ ως διαπνεόμενη από αυτόν. Την αγαπώ την πατρίδα μου, την αγαπώ πολύ περισσότερο από πριν, την αγάπησα παραπανίσια τα τελευταία χρόνια που, χάρη στην έρευνα για τα βιβλία μου, τη γνώρισα καλύτερα, δεν την αγαπώ αορίστως όμως. Αγαπώ τη φύση και το φως της, αγαπώ την πανάρχαιη ιστορία της και την Τέχνη που ελληνικά χέρια και πνεύματα δημιούργησαν, αγαπώ τους ανθρώπους που συναντώ με την κρυμμένη περηφάνια και τα παιδιά που έρχομαι σε επαφή με την εκ γενετής ευγένεια, αγαπώ τις μυρωδιές της γης μας και την αναπνοή της θάλασσας, την υπομονή των γερόντων με το δυνατό θυμητικό. Τα αγαπώ πολύ όλα αυτά. Και αναρίθμητα άλλα. Και τις στρατιές των ηρώων και ηρωίδων που θυσιάστηκαν και που ελπίζω δεν εγκατέλειψαν, παρά μας παραστέκουν.
Αυτή μου η πλήρης, εγρήγορη, γνοιασμένη, και ναι, εγνωσμένη αγάπη, δεν έχει σχέση με λέξεις όπως η παγκοσμιοποίηση, παρά σχετίζεται με την καρδιά του τόπου και του λαού μας και με τη μελλοντική προκοπή και ευτυχία, προπαντός αυτή των παιδιών μας. Από την πλευρά μου, και πόνεσα και δάκρυσα και χαροποιήθηκα αντικρύζοντας το αληθινό πρόσωπο της πατρίδας, που πρέπει να το διατηρήσουμε σε αυτή τη μορφή πάση θυσία. Λαός χωρίς μνήμη κινδυνεύει να αδικηθεί. Να περιοριστεί. Δεν γεννηθήκαμε από το χάος. Το ξέρουμε. Ας κληροδοτήσουμε αυτή μας τη γνώση και στους νέους μας. Τέλος, θα ευχόμουν και ο αναγνώστης να στοχαστεί επάνω σε αυτό, όχι μόνο να περάσει δυο-τρεις μέρες με ένα ενδιαφέρον ανάγνωσμα, παρά να το κουβαλάει μέσα του όσο το δυνατόν περισσότερο.