Ας είναι το σημείωμά μου αυτό ένας αίνος στον εκπαιδευτικό της επαρχίας, όπως τουλάχιστον τον έζησα εγώ –και αμέτρητοι άλλοι μαθητές- εκεί, γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ’50 ή αρχές του 1960. Κι ας είναι μια οφειλόμενη, πλην αργοπορημένη, απόδοση τιμής στις σπουδαίες φιλολόγους Μαρία Αντωνάκου και Κυριακή Παπάζογλου -δυστυχώς απούσα για πάντα η δεύτερη-, οι οποίες, όταν πρωτοϋπηρέτησαν, με σύμβαση, στην απομονωμένη τότε άκρη της Λακωνίας, όπου το χωριό μου, η Νεάπολη, κατέφτασαν με τα χέρια απλωμένα εγκάρδια σε όλους μας και με τα μάτια γεμάτα ιλαρό φως. Εκείνο το φως όμως, το χαριέστατο, ήταν τόσο ισχυρό όταν εκπεμπόταν προς τα θρανία, ώστε θαρρώ πως ακόμη δεν έχει σβήσει από εμπρός μου, παραμένοντας ένα από τα σημαντικά δώρα και εφόδια της ζωής μου.
Είχαν έλθει με το τοπικό, πολυβασανισμένο λεωφορείο, ενώ μερικά από τα παιδιά τις περιμέναμε έξω από το πρακτορείο. Φορούσαν ζακέτες και τα εμπριμέ φουστανάκια τους ήταν σχεδόν παιδικά -παιδιά και οι ίδιες, μόλις πατημένα τα 23. Ντραπήκαμε να κάνουμε το πρώτο βήμα, δίστασαν μια ιδέα κι εκείνες, μα δεν άργησαν να δώσουν τα χέρια, να γελάσουν, να συστηθούν, να ρωτήσουν να μάθουν τα ονόματά μας, όρθιες στην πλατεία του σταθμού, με δύο αβαρείς βαλίτσες και τρεις μεγάλες χαρτόκουτες με βιβλία, και με τους θαμώνες των καφενείων να εγκαταλείπουν γεμάτοι περιέργεια την πρέφα ή το τάβλι. Πρώτη χρονιά θα λειτουργούσε το Γυμνάσιο και είχε νοικιαστεί για να το στεγάσει το δίπατο, αρκετά ευρύχωρο σπίτι του Β.Β., φωτεινό, με μεγάλα παράθυρα, δυο βήματα από την άμμο και με θέα το άσωστο γαλάζιο του λακωνικού κόλπου.
Τον χειμώνα, όταν οι μέρες ήταν αίθριες και κάπως ζεστές, οι δύο νέες καθηγήτριες μας οδηγούσαν στην ακρογιαλιά, κι εκεί, κατάχαμα στην άμμο, με το κύμα να υποτονθορύζει και τους γλάρους να χαμηλώνουν ησυχασμένοι, απολαμβάναμε τις ωραιότερες ώρες διδασκαλίας. Τόσο σαγηνευτικές, που ευχόμουν να μην τελειώσουν. Όρθια η κάθε μια από τις δασκάλες μας, αρνούμενη να καθήσει στην καρέκλα που ένα από τ’ αγόρια κουβαλούσε, απευθύνονταν σε όλα τα παιδιά, μα και ξεχωριστά στο καθένα, και ευθύς καταλαβαίναμε γιατί ήταν μεγάλος ποιητής ο Καβάφης και πολύ μεγάλος πεζογράφος ο Παπαδιαμάντης. Και γιατί είναι αληθινή η συγκίνηση που συναντά κανείς στα ποιήματα του Λάμπρου Πορφύρα. Και πώς ο έντονος ερωτισμός στα έργα του Κοσμά Πολίτη, ιδίως στην «Ερόικα», απαλύνεται με τον διάχυτο, αλλά όχι υ-περβολικό, λυρισμό. Ή, πάλι, γιατί-όπως μας υπόσχονταν- μεγαλώνοντας θα νιώθαμε σεβασμό ανάμεικτο με λατρεία για τον Σολωμό. Και για τον Κάλβο. Και για εκείνη την, άγνωστη στα περισσότερα παιδιά, αγγλίδα συγγραφέα, που και τώρα ακόμη με κάνει και ριγώ, στην Έμιλι Μπροντέ αναφέρομαι, που μολονότι το μυθιστόρημά της «Ανεμοδαρμένα ύψη» είχε γραφτεί πριν από 120 τόσα χρόνια, εξακολουθούσε, λέει, και ήταν το πιο μοντέρνο μεγάλο μυθιστόρημα της Ευρώπης. Και γιατί ο Ξενοφών αποφάσισε να φέρει τους γιους του, Γρύλλα και Διόδωρο, στη Σπάρτη, ώστε να καταταγούν στη «βούα», την αγέλη παίδων, και αργότερα στους Παίδες, να λάβουν σπαρτιατική αγωγή μ’ άλλα λόγια. Λάτρεψε, υπερβολικά ίσως, τη Σπάρτη μάς πληροφορούσαν, κι αυτό, συνέχιζαν, είχε να κάνει με τον δάσκαλό του, τον Σωκράτη, και την άδικη θανάτωσή του από την πολιτεία, η οποία δεν σεβάστηκε καθόλου το ισχυρότερο και καθαρότερο πνεύμα της οικουμένης. Εξορίστηκε από τους Αθηναίους ο Ξενοφών, μάλλον ως «Λακωνίζων», αργότερα ανακλήθηκε από την εξορία, αλλά ποτέ δεν επέστρεψε στην πόλη του. Έλεγαν. Έλεγαν οι υπέροχες καθηγήτριές μας. Κάθε μια στο -ασφαλώς και ολιγομελές- τμήμα της, βέβαια, και όλα αυτά όχι υπαγορευμένα ή επιβεβλημένα. Λόγια της καρδιάς τους ήταν, βέβαια, και δώρα της αναπτυγμένης διάνοιάς τους, που ελεύθερη απλωνόταν και υψωνόταν με καλπασμούς. Ή πετάγματα. Αν λησμονούσαν ή αν μερικώς και εσκεμμένως αγνοούσαν εκείνες τις ώρες το και τότε ακόμη ασφυκτικό, αναλυτικό πρόγραμμα; Βεβαίως. Κάτι συνέβαινε όμως, κάποιες άγνωστες σ’ εμάς διεργασίες και τα παιδιά «τους» συγκέντρωναν την υψηλότερη βαθμολογία.
Και όχι μόνο στα φιλολογικά μαθήματα.
Έμειναν αρκετά κοντά μας οι δύο νέες κυρίες και υπηρετούσαν στο σχολείο μας όχι πια με σύμβαση, διορίστηκαν, ήταν λακωνικής καταγωγής και αυτό φαίνεται βοήθησε στην απόσπασή τους στον τόπο μας, που τον είχαν βαθύτατα αγαπήσει. Αλλά κι αυτός την ανταπέδιδε αυτήν την αγάπη.
Με την απείραχτη -τότε-ομορφιά του, την ακαταγώνιστη -ακόμη και τώρα- θάλασσα, με τους ήρεμους, φιλήσυχους και προκομμένους κατοίκους, που τις εκτιμούσαν και που συχνά τους πρόσφεραν με συστολή δώρα της θάλασσας ή της γης τους.
Και πάντοτε την ώρα που άρχιζε να σουρουπώνει, πότε κι οι δυο μαζί, πότε χώρια, οι δασκάλες μας έπαιρναν τον δρόμο που τραβά στη δημοσιά, που βγάζει ευθεία στη Σπάρτη. Καμιά φορά σταματούσαν έξω από το σπίτι μας και με καλούσαν. Ή ρωτούσαν τη μητέρα μου αν είμαι ελεύθερη από δουλειές και μαθήματα για να τις συντροφεύσω. Μεγάλωνα πια και την ήθελα τη συντροφιά τους όπως κι εκείνες ήθελαν τη δική μου.
Από τον πατέρα μου, από τη γιαγιά και τη μητέρα μου, από τις ηλικιωμένες γειτόνισσες, από τις φίλες και εξαδέλφες μου και από τα βιβλία μάθαινα πράγματα, ιστορίες δίχως αρχή και τέλος, χωρίς περιορισμούς, ιστορίες με φλύαρα πουλιά με φωνή ανθρώπου και με άλογα πού γνώριζαν τη μαντική, με υπερμεγέθη λουλούδια και με νυχτερινά αρώματα που μεθούν τους ερωτευμένους, ιστορίες με αγίους και κακούργους, με άστρα-κατοικίες αδικημένων παιδιών, ιστορίες που συγκρατούσα, καμιά φορά και τις βελτίωνα. Ή τις άλλαζα λιγάκι. Αναλόγως. Αν μου τελείωναν, έφτιαχνα δικές μου.
Φαντάζομαι αυτός ήταν ο λόγος πού με προσκαλούσαν οι καθηγήτριές μου στους καθημερινούς τους περιπάτους. Που τελικώς δεν ήταν απλοί περίπατοι, καθώς θήτευα στην ελληνική ποίηση κοντά τους. Και στην παγκόσμια λογοτεχνία. Πώς με μάγευαν! Μου ερχόταν ότι ξεχυνόταν έξω η καρδιά μου. Ζεστή από την ευχαρίστηση, γλυκασμένη από τη θέαση του κόσμου, τον οποίο μου τον έφερναν ακοπίαστα εμπρός μου η Κυριακή Παπάζογλου και η Μαρία Αντωνάκου, ευφραινόμενες κι αυτές, γιατί όταν προσφέρεις λαμβάνεις κι εσύ, γνωστότατο αυτό, και γιατί η τέχνη, έτσι και σε μαρκάρει, έχει τη μεγάλη ικανότητα οποιαδήποτε ώρα, οπουδήποτε, να σε τέρπει και συγχρόνως να χαράσσει λεπτές, σχεδόν αδιόρατες χαρακιές στα στήθη σου, σημάδια στοχασμού, απαντοχής, σύμπλευσης και -γιατί όχι;— κάποτε και άρνησης. Κι ας μη σκεφτεί κάποιος πως νέες ήταν, υποχρεώσεις δεν είχαν, επόμενο ήταν να μας δοθούν. Αλλά αυτό το δόσιμο, η προσφορά αυτή του δασκάλου, πλέον γνωρίζω πως συμβαίνει να εκπορεύεται έσωθεν. Ή άνωθεν.
Και να μη λησμονήσω: Η Μαρία διέθετε και χιούμορ, ένα ήσυχο και μάλλον αιδήμον χιούμορ, απαραίτητο για έναν δάσκαλο, εφόσον τα περισσότερα σχολικά εγχειρίδια το αγνοούν -και ας μην αναφερθώ στα περισσότερα εξωσχολικά (τα δικά μας). Αυτή η αίσθησή της του χιούμορ, αυτό το ελαχιστότατο σπινθήρισμα που τόση ανάγκη το είχαμε στην εφηβεία μας, άλλαζε ευθύς την τάξη, μας έφερνε όλους πιο κοντά, μας δρόσιζε, διευκόλυνε στην ταχύτερη αντίληψη, στην έκφραση . Και στη συνοχή. Για να μην πω και στη συνενοχή. Η Κυριακή -Κούλα τη φώναζαν στο χωριό- δεν είχε χιούμορ. Είχε όμως δύο υπέροχα, μεγάλα γκριζοπράσινα μάτια που όταν σε κοιτούσαν, σου ξεκλείδωναν και άφηναν να ελευθερωθεί ό,τι μέσα σου είχε παραμείνει κρυμμένο ή παραπονεμένο. Κι έσπευδε πάντοτε να ρίξει στη ράχη του Παντελή ένα σακάκι, όταν τον έβλεπε κοιμισμένο στην τάξη. Ήξερε πως ο συμμαθητής μας διένυε πεζός αρκετά χιλιόμετρα ώς να ’ρθει στο σχολείο και κουραζόταν.
Tα δυο δωμάτια που είχαν νοικιάσει πλάι σε οικογένειες, ξεκλείδωτα πάντα φυσικά, ήταν λιτά, κατακάθαρα, επιπλωμένα μόνο με τα απολύτως απαραίτητα, είχαν όμως πολλά βιβλία, τοποθετημένα τακτικά. Από αυτά δανειζόμαστε όλα τα παιδιά – ολοένα και περισσότερα παιδιά. Και το σπουδαιότερο: τα διαβάζαμε. Και το εξίσου σπουδαίο: μιλούσαμε γι’ αυτά στην τάξη. Συνέβαινε κάποτε να έχει χτυπήσει το κουδούνι για σχόλασμα κι εμείς να μη θέλουμε να φύγουμε αφήνοντας τον συναρπαστικό κόσμο του βιβλίου και τις γοητευτικές, προικισμένες, αγαπημένες εκείνες παιδαγωγούς.
Από την αγωγή στην εκπαίδευση
Αν και είναι σε όλους μας γνωστό, ας πούμε ξανά ότι εκπαίδευση είναι η συστηματικά οργανωμένη προσπάθεια για τη μόρφωση της νεότερης γενιάς από μέρους των εκπαιδευτικών λειτουργών, μόρφωση πνευματική και ψυχική, που -εκτός όλων των άλλων- θα της επιτρέψει να λάβει συνείδηση του κόσμου μεσα στον οποίο ζει και πώς αυτός διαμορφώθηκε. Είναι, ουσιαστικώς, μια σοβαρότατη ενέργεια, με την οποία η υλική, πνευματική , ηθική και πολιτιστική κληρονομιά μιας κοινωνίας μεταβιβάζεται σε κάθε νέα γενιά. Κάποτε συντηρητική κι άλλοτε δημιουργική και εμπνευσμένη, ευτυχώς, ώστε να μπορεί να μεταφέρει ό,τι είναι καλό και πολύτιμο για τον μελλοντικό πολίτη. Λεξιλογικά ο όρος εκπαίδευση πλάστηκε κατά τον 19ο αιώνα, ώστε να αποδοθεί η γαλλική λέξη instruction. Στην αρχαία ελληνική το ρήμα εκπαιδεύω σημαίνει ότι ανατρέφω κάποιον από την παιδική ηλικία ή διδάσκω τινά τι, και εκπαίδευμα είναι το ανατραφέν ή εκπαιδευθέν τέκνο (Η. Liddel- R.Scott, Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης). Στην αρχαιότητα δεν απαντάται η λέξη εκπαίδευση, αλλά αντ’ αυτής έχουμε τις λέξεις αγωγή, παιδεία, παίδευσις, παιδευτήριον (το εκπαιδευτήριο, το σχολείο).
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο σε μορφή PDF.