Η Οντένσε, χτισμένη στο νησί Φιν, είναι παλιά πόλη, λιμανίσια, καλοδιατηρημένη και κεφάτη. Είναι Τρίτη σε πληθυσμό στη Δανία (170.000 κάτοικοι περίπου) και το σχετικά νέο πανεπιστήμιο της (ιδρ.1964), έχει πλημμυρίσει τους δρόμους της με παιδιά που σήμερα λόγω της λιακάδας, μάλλον περπατούν νωχελικά, χαλαρά, ξαπλώνουν στα πάρκα και στα υπαίθρια κεντράκια ή μαζεύονται στις πλατείες και τους πεζόδρομους, γύρω από άλλους νέους, το πλείστον ξένους – Ρώσους, Μεξικανούς, Ιταλούς, Αφρικανούς – που παίζουν θέατρο, μουσική, κάνουν παντομίμα, χορεύουν, τραγουδούν. Αυτοσχέδιες εκρήξεις χαράς αλλά και φροντίδα για τον επιούσιο.
Από την Κοπεγχάγη έρχεσαι με τρένο και φέρι μποτ και ξανά τρένο – τρείς ώρες ταξίδι- μα η μέρα ήταν φωτεινή και το καράβι ολόλευκο και η θάλασσα στραφτάλιζε και το τρένο πέρναγε μέσα από την καρδιά της εξοχής, δέντρα στιλπνά, σπίτια καταστόλιστα, άλογα, λίμνες, κατάξανθα μωρά πίσω από τους φράχτες, γη επίπεδη, μαλακιά, γλυκαίνει την καλοκαιρία, ηρεμεί, ο ήχος της θάλασσας δεν την ξεσηκώνει πια όπως την παίδευε αιώνες πριν…
Άμα ο καιρός είναι αίθριος –όπως τη μέρα της επίσκεψης μας, 23 Ιουλίου- και περπατήσεις λίγο έξω από την πόλη, μπορείς, με κομμένη την ανάσα, ν’ απολαύσεις τη μοναδική θέα του δανέζικου αρχιπελάγους.
«Εδώ ας σταθώ. Και ας δω κι εγώ την φύσι λίγο./ Θάλασσας του πρωιού κι ενέφελου ουρανού λαμπρά μαβιά….»
Θυμάμαι τους στίχους του Αλεξανδρινού και στέκομαι ώρα και χαίρομαι τους γλάρους και την ευωδία και το διάφανο αεράκι. Τα κατάφυτα νησιά. Σκούρο το πράσινο των δέντρων –εκείνο το πυκνό πράσινο που έχουν τα φύλλα της καμέλιας. Ως εκεί που φτάνει το μάτι σου άπλα. Πρίμος ο καιρός σπρώχνει τα σκάφη που σαν θαλασσοπούλια τινάζονται στον ήλιο. Ιστιοπλοϊκά, ψαρόβαρκες, τουριστικά –λευκά σημάδια που μακραίνουν γλιστρώντας. Ρωτιέμαι πώς να ‘ναι το καταχείμωνο ετούτος ο ήρεμος, λαμπερός τόπος…
Υφαντά, καπνά και….
Η Οντένσε είναι λέει γνωστή για τα τέλεια υφαντά της· έχει και καλά καπνά. Και χημικά. Και κτηνοτροφικά προϊόντα. Αλλά, πάνω απ’ όλα η Οντένσε έγινε γνωστή σε όλο τον κόσμο ως η πόλη που γέννησε το μεγαλύτερο παραμυθά του καιρού μας, τον Χανς Κρίστιαν Άντερσεν.
Ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν γιάτρεψε πολλές πληγές, ζέστανε τα κρύα στρώματα, απάλυνε τα μοναχικά βράδια εκατομμυρίων παιδιών, παρηγόρησε, χαροποίησε, ενθουσίασε στο παρελθόν στρατιές ολόκληρες νεαρών αναγνωστών. Αλλά και σήμερα ακόμα παρ’ όλες τις αλλαγές, μεταλλαγές, τις εξελίξεις, τις κατακτήσεις ή τις απώλειες, οι ιστορίες του έχουν τη δύναμη να θάλπουν, να τέρπουν, να διδάσκουν, να ενθαρρύνουν.
Γιος τσαγκάρη
Ο μέγας Δανός παραμυθάς γεννήθηκε στις 2 Απριλίου του 1805. Στην Οντένσε, λοιπόν. Μοναδικό παιδί του φτωχού τσαγκάρη Χανς Άντερσεν και της Αν Μαρί Αντερσντάτερ, πλύστρας.
Όταν γεννήθηκε το μικράκι, το ζευγάρι δεν είχε ακόμη μόνιμη στέγη μα εικάζεται ότι πρέπει να γεννήθηκε στο σπίτι της Μουνκελστρούντε, στην πιο ταπεινή συνοικία της πόλης, διότι εκεί έμενε και η γιαγιά και μια εξαδέλφη της οικογένειας.
Όπως και αν είναι, σ’ αυτή τη συνοικία, που χτίστηκε το 1800 περίπου και κατοικήθηκε από τους φτωχότερους πολίτες, ο τσαγκάρης Χανς Άντερσεν προσπάθησε να εγκατασταθεί το 1805, να βολέψει τη γυναίκα του και το νεογέννητο. Στο σπιτάκι που έπιασαν έμεναν τρεις οικογένειες. Οι Άντερσεν ζούσαν στο βορεινό τμήμα. Δωμάτια παγωμένα, έμπαζαν, ρούχα ακατάλληλα, παλιά, μετρημένα, λιγοστό το φαγητό, ο μικρούλης ο Χανς παιδί κλειστό, αδέξιο και μικροκαμωμένο, με χαρακτηριστικά βαριά, ασύμμετρα, μαζευόταν σε μια γωνιά, δεν έπαιζε, δεν έβγαινε στους δρόμους με τα παιδιά, παρά αποτραβιόταν για να ονειρευτεί.
Μόνος του στο στενό –μισό πλίνθινο μισό ξύλινο –καμαράκι, κάπως έκανε και κατέβαζε ήλιους και άστρα και ευωδιαστά ακρογιάλια και βελούδινους πρίγκιπες και κρινένιες βασιλοπούλες και πουλιά που βαστούν το τραγούδι τους μήνες, χρόνια και ιππότες και δρόμους ολάνθιστους και «μουσικές εξαίσιες» και ζώα περήφανα, απλησίαστα –κι άλλα, κι άλλα και παρηγορούσε τη φτώχεια και την ασυνήθιστη φτιαξιά του και τα πειράγματα των παιδιών.
Μα το θάνατο του πατέρα του δεν τον παρηγόρησε με τίποτα. Ούτε και τον καινούργιο γάμο της μητέρας του. Μήτε το σχολείο «απόρων παίδων» που τον έκλεισαν. Και ούτε που άντεχε τη ζωή στο ραφτάδικο που τον έστειλαν παραγιό.
Άλλα ζητούσε η ψυχή του.
Και λοιπόν ένα απόγευμα, αρχές Σεπτεμβρίου 1819, το αγοράκι ο Χανς, ξεκίνησε για την Κοπεγχάγη. Βάσταγε έναν μπόγο και στην τσέπη του είχε ελάχιστες κορόνες και τα παιδιά της γειτονιάς τον κορόιδευαν – όπως πάντα- και η μάνα του δάκρυζε στο κατόπι του και τον έσπρωχναν οι περαστικοί. Όμως ο Χανς δεν νοιαζόταν πια, αυτός έφευγε, δεν τον πείραζαν οι προσβολές, μόνο για το ταξίδι ενδιαφερόταν πια και για την Κοπεγχάγη που τον περίμενε –το ‘ξερε- με τις στέγες χρυσές στη δύση του ηλίου.
Ξεκινούσε μόνος, κακοντυμένος, κάτισχνος. Μικρούλης. Δεκατεσσεράμισι χρόνων ακριβώς.
Παλλαϊκή υποδοχή
Όταν επέστρεψε στη Οντένσε το 1867, επίσημα καλεσμένος από τους συμπατριώτες του, όλοι οι κάτοικοι ξεχύθηκαν στους δρόμους να τον υποδεχτούν με τιμές και εκδηλώσεις αγάπης που δεν είχαν τέλος. Τέτοια χαρά –είχε κοπεί η ανάσα του, από τη συγκίνηση δεν μπόραγε να μιλήσει.
Όλος ο κόσμος ήξερε πια ότι το ασχημόπαπο του παραμυθιού είχε γίνει ένας καμαρωτός κύκνος που αστραποβολούσε στη μέρα.
Το μικρό ταπεινό σπιτάκι όπου γεννήθηκαν και έδεσαν τα όνειρα του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν διατηρήθηκε έκτοτε και έμεινε να θυμίζει σε ντόπιους και ξένους περαστικούς ότι στο τέλος το πνεύμα νικάει. Και νικάει και η ψυχή. Και τη φτώχεια και την αδιαφορία. Καθώς και την απόγνωση. Και τη δυσμορφία. Και πως πολλές φορές χώροι παγωμένοι και μίζεροι, στέγες που στάζουν, διάδρομοι σκοτεινοί, στριμωγμένοι, γίνονται εστίες φωτός. Αρκετά συχνά, ευτυχώς.
Περαστική κι εγώ από το σπίτι μουσείο του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, όχι όμως ξένη, αφού και τα δικά μου όνειρα είχε τροφοδοτήσει ο μάγος παραμυθάς, περιδιαβαίνοντας τους ωραίους ατμοσφαιρικούς χώρους, αφήνομαι να γλιστρήσω χρόνια πίσω.
Στις προθήκες, βιβλία, χειρόγραφα, σχέδια, εικονογραφήσεις, στίχοι, εξώφυλλα, πίνακες, φωτογραφίες, αντικείμενα προσωπικά, στη διάθεση του επισκέπτη για ένα ταξίδι στα βήματα του Χ. Κ. Άντερσεν.
«Να ταξιδεύεις είναι να ζεις» είπε κάποτε ο σπουδαίος παραμυθάς και στην ωριμότητα του έκανε πολλά ταξίδια – έφτασε μάλιστα και στην πατρίδα μας. Τα ταξίδια τον γέμιζαν φρεσκάδα και έμπνευση και δεν παρέλειπε να γράφει τις εντυπώσεις και τις εμπειρίες από αυτά στους φίλους του στη Δανία. Λουλούδια, φύλλα αποξηραμένα, σκίτσα και μαζί έκτακτες περιγραφές των ανθρώπων και των τοπίων, καθώς και τα μπαούλα του, η ομπρέλα και σάκος του, γυαλιστερά, σκούρα, πολυμεταχειρσμένα, μιλούν για αμέτρητες αναχωρήσεις: Γαλλία, Γερμανία, Ελβετία, Ελλάδα, Τουρκία, Ανατολή. Και οι φιλίες του ή μάλλον οι γνωριμίες του, με σημαίνοντες ανθρώπους της εποχής.
Ανύπαντρος και μόνος
Όμως για πενήντα περίπου χρόνια το σπίτι του Άντερσεν ήταν η Κοπεγχάγη. Μένοντας ανύπαντρος, μόνος, δίχως συγγενείς κοντινούς, δεν επιθυμούσε σπίτι δικό του παρά νοίκιαζε επιπλωμένα διαμερίσματα. Από το διαμέρισμα στο οποίο έμεινε τα τελευταία του χρόνια (1871 -1875) έφεραν ολόκληρο το γραφείο του και το τοποθέτησαν στο μουσείο, όπως επίσης τοποθέτησαν, με μεγάλη μάλιστα προσοχή, τα υπέροχα έργα χαρτοκοπτικής του καλλιτέχνη. Πρέπει εδώ να θυμηθούμε ότι τα έργα χαρτοκοπτικής του Χ.Κ. Άντερσεν ήταν αληθινά έργα τέχνης, τα οποία δούλευε ο δημιουργός τους με μεγάλο μεράκι, τρυφερότητα και αίσθηση χιούμορ.
Αυτά τα λεπτότατα και εύθραυστα αντικείμενα τέχνης διατηρήθηκαν προσεκτικά, τόσο από τα παιδιά των φίλων του για χάρη των οποίων τα έφτιαχνε, όσο και από τους μεγάλους, στους οποίους τα δώριζε σε ανταπόδοση της φιλοξενίας που του πρόσφεραν. Το κομμάτι που δείχνει ένα «πρόσωπο ήλιου» έχει αναπαραχθεί και μεγεθυνθεί και σήμερα κρέμεται στην κύρια είσοδο του μουσείου και έχει γίνει πια ένα χαρακτηριστικό του τόπου. Αλλά το μεγαλύτερο και πιο φίνο έργο χαρτοκοπτικής το δούλεψε το 1874 για τη Δωροθέα Μέλχιορ. Θέλοντας να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του για τη φιλία και τις φροντίδες που όλη η οικογένεια του πρόσφερε. Πραγματικά. Στο εξοχικό των Μέλχιορ «Γαλήνη», ο μεγάλος συγγραφέας έφτασε άρρωστος, εξαντλημένος, μελαγχολικός και βρήκε παρηγοριά, ανακούφιση και μεγάλη περιποίηση μέχρι το θάνατό του (4 Αυγούστου 1875).
Τα εκθέματα
Από τα εκθέματα, τα χειρόγραφα, της «Μικρής γοργόνας» και «Των καινούργιων ρούχων του αυτοκράτορα» καθώς και η αυτοβιογραφία του αξίζουν να αναφερθούν ιδιαίτερα.
Όπως ιδιαίτερα πρέπει να προσεχθεί μια μικρούλα πελότα (μαξιλαράκι) για τις καρφίτσες, που παιδάκι ο Άντερσεν είχε ράψει με τα επιδέξια χεράκια του για μια γειτόνισσα. Από τα πρώτα του χρόνια δεν σώζονται πολλά πράγματα.
Στο μουσείο βλέπεις ακόμα το πορτρέτο μιας ξανθιάς ωραίας νέας γυναίκας. Πρόκειται για τη φημισμένη –τότε- Σουηδέζα τραγουδίστρια Τζένι Λιντ, την αποκαλούμενη και «Σουηδικό αηδόνι» την οποία ερωτεύθηκε παράφορα ο Άντερσεν, χωρίς να βρει ανταπόκριση, γεγονός που επηρέασε βαθιά τον ψυχισμό και το έργο του. Το πασίγνωστο «Αηδόνι» από τούτον τον πικρό έρωτα το εμπνεύστηκε.
Στη μεγάλη αίθουσα βιβλιοθήκης του μουσείου μπορείς να δεις τα έργα του Δανού παραμυθά μεταφρασμένα σε 100 και πλέον γλώσσες και εικονογραφημένα από διάσημους καλλιτέχνες οι οποίοι κατά καιρούς επηρεάσθηκαν από το πνεύμα και τη λάμψη του συγγραφέα. Ας πούμε εδώ ότι η γωνιά με τις εκδόσεις στα ελληνικά είναι πολύ φτωχή, δύο τρία βιβλία βλέπεις κυκλοφόρησαν εδώ και κυκλοφορούν εκδόσεις ποικίλες και καλαίσθητες. Η διεύθυνση του μουσείου είναι στη διάθεση όποιου μας εκδότη θέλει να στείλει παραμύθια του Άντερσεν στο σπίτι που τον γέννησε.
Το μουσείο διαθέτει επίσης συσκευές με ακουστικά και μαγνητοταινίες για να μπορεί ο επισκέπτης ν’ ακούει τα πιο αγαπημένα του παραμύθια. Διαβάζουν διάσημοι ηθοποιοί.
Το σπίτι της οδού Χανς Γιενσενστρούντε και Μπανκς Μπόντερ γωνία διατηρεί με σεβασμό την εξωτερική ταπεινή όψη των σπιτιών των αρχών του προπερασμένου αιώνα. Βεβαίως πίσω έχουν χτιστεί καινούργια κτίρια, μοντέρνα, λειτουργικά και έχουν ενωθεί με το παλιό σπιτάκι αλλά με προσοχή και σε πλήρη αρμονία με την υπερβολική λιτότητα και αυστηρότητα του περιβάλλοντος χώρου.
Η «αίθουσα της μνήμης»
Τα καινούργια δωμάτια έγιναν φωτεινά, βάφτηκαν λευκά, ο φωτισμός διακριτικός, οι επιγραφές στις βιτρίνες με λόγια σεμνά μιλούν για τα τόσο σημαντικά εκθέματα, στο κέντρο του μουσείου υπάρχει μια πελώρια αίθουσα θολοσκέπαστη, η λεγόμενη «αίθουσα της μνήμης», διακοσμημένη εντυπωσιακά με οκτώ υπερμεγέθη έργα σε φρέσκο, του Δανού Νιλς Λάρσεν Στιβνς, εμπνευσμένα από τις αυτοβιογραφικές σελίδες του Άντερσεν «Το παραμύθι της ζωής μου», αυτό το παραμύθι το πιο λαμπρό και το πιο ανθρώπινο και –φυσικά- το πιο γενναίο.
Έξω, στα δέντρα του κήπου, στην πίσω πλευρά του σπιτιού, πηγαινοέρχονται πουλιά, πηγαινοέρχονται παιδιά, αργεί το σκοτάδι σε τούτα τα μέρη το καλοκαίρι, καλύτερα, τα γύρω σπίτια είναι σαν ζωγραφιστά και στην πλατεία αρχίζει η παράσταση. Ηθοποιοί, εξήντα πέντε κάτοικοι της πόλης· σκηνοθέτης, ο Τόρμπεν Ίβερσεν· τίτλος του έργου: «Ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν αφήνει τη γενέθλια πόλη». Για την αιωνιότητα, λέω μέσα μου, και για την ευτυχία των παιδιών όλου του κόσμου.
Αναδημοσίευση από το bookbar.gr