«Σ’ ακρογιαλιές με φίλντισι χαλίκια/ στο Μάη και στον Απρίλη των κυμάτων/ σ’ ενάλιους κήπους, σέρρες από φύκια…»
Πόσο παραστατικά μα και με τι λάμψη, και τι αίσθηση αναχώρησης για τόπους ονειρικούς, έγραψε ο ευαίσθητος και αισθαντικός ποιητής, πεζογράφος και κριτικός τέχνης, Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940) «Το ταξίδι» του, ποίημα αφιερωμένο –θαρρείς– στους όπου γης αταξίδευτους, καθώς οι πρώτοι στίχοι έχουν ως εξής:
«Στα καΐκια τ’ αραγμένα, τα δεμένα/ στα καΐκια που δεν πάνε πουθενά/ θα μπούμε να γυρίσομε τα ξένα.»
Πάντως δεν είναι τυχαίο ότι, ξάφνου, και επίμονα μάλιστα, επανήλθαν στη μνήμη μου στίχοι από το ποίημα του Παπαντωνίου, συγγραφέα και του θαυμάσιου αναγνωστικού Τα ψηλά βουνά. Οι σελίδες του παρόντος βιβλίου του Χρήστου Μπουλώτη για ενάλιους κήπους μιλούν.
Καλοκαιράκι και ακρογιαλιές και κήποι θαλασσινοί, ανεμώνες του βυθού, παλιά ναυάγια, κοράλλια και αστερίες, σεντούκια ξέχειλα από διαμάντια και σμαράγδια. Και μια ψαροκόρη κούκλα μοναχή, αρχοντοκοπέλα, μοναχοθυγατέρα του εκλεγμένου ψαροπροέδρου, αρπαγμένη βίαια, κλεισμένη τώρα στις δαγκάνες του φοβερού και τρομερού κάβουρα που μοιάζει με τεθωρακισμένο.
«Για να τη φάει ή για να την παντρευτεί. Κανείς δεν ξέρει το σκοπό του», πρόλαβε τα κακά μαντάτα στα τεράστια μπαρμπούνια ένα ψαράκι ξύπνιο και μικροσκοπικό.
Τρίαινες και ανθισμένες ανεμόσκαλες, μαργαριτάρια, όστρακα με εκθαμβωτικά χρώματα, ασύλληπτα σχήματα, λαμπερά γιούσουρι και βαριές σκουριασμένες αλυσίδες από λησμονημένα για πάντα, ανήμπορα σκαριά, φεγγαρόπετρες και ιππόκαμποι, γνωστοί και ως αλογάκια της θάλασσας που κολυμπούν σε όρθια στάση και φέρνουν την καλοτυχιά σ’ εκείνον που θα αποκτήσει έστω και έναν, ή που θα τον χαϊδέψει για λίγο μόνο… Η ομορφιά! Η ακαταγώνιστη ομορφιά του απέραντου και του απ’ αιώνος άγνωστου βυθού. Που όμως χλομιάζει και σκιάζεται. Αφενός λόγω του γεγονότος της απαγωγής της πεντάμορφης και καλοσυνάτης ψαροκόρης, αφετέρου λόγω της ύπαρξης ενός εχθρού από τη στεριά, του σωματώδους και παμπόνηρου γάτου Ερνάν. Αυτός, ξημέρωμα και δειλινό, ξάπλωνε στην ακρογιαλιά κι αγνάντευε τη θάλασσα. Ακίνητος. Σαν να μην τη χόρταινε. Και όντως δεν χόρταινε. Όχι τη θάλασσα, αλλά τα ψάρια. Τα μικρά, τα τρυφερά, τα φρέσκα και μυρωδάτα. Έτσι κι έβλεπε καμιά ουρίτσα να σαλεύει, βουτούσε στα κύματα με ορμή, και μετά, άδικα το περίμεναν στο βυθό οι γονείς του. Στον κόσμο των ψαριών υπήρχαν σοβαρές απώλειες, υπήρχε και θλίψη. Ο πονηρός γάτος Ερνάν τους είχε φέρει σε απόγνωση. «Αυτός ο γάτος Ερνάν είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της γενιάς μας!» βροντοφώναξε οργισμένος ο ψαροπρόεδρος στο συμβούλιο το οποίο είχε συνέλθει σ’ ένα παλιό βυθισμένο καράβι, που είχε γίνει σαν κήπος κοραλλένιος. Και, φυσικά, όλοι συμφώνησαν πως έπρεπε να τιμωρηθεί. Μόνο η ψαροκόρη του ψαροπροέδρου μίλησε για δικαιοσύνη. Και για δίκη.
Κι ενώ αυτά συνέβαιναν στο βυθό, έξω στ’ ακρογιάλι οι περαστικοί από την παραλία καμάρωναν τον Ερνάν. «Τι ρομαντικός γάτος!» θαύμαζαν καθώς τον έβλεπαν ν’ ατενίζει το πέλαγος. «Μπορεί να ‘ναι και ποιητής!» και χαίρονταν που έβλεπαν γάτο τόσο ευαίσθητο.
Τελικώς ο γάτος συνελήφθη από τις οικογένειες των θυμάτων του και οδηγήθηκε στο βυθό με μάσκα και φιάλες οξυγόνου, όλα ειδικώς κατασκευασμένα από φύκια και σφουγγάρια. Εδώ, λοιπόν, ξεκινά η περιπέτεια του «ρομαντικού γάτου του βυθού». Ο οποίος, ναι, αποδείχθηκε ρομαντικός και ονειροπόλος. Και γενναίος. Τόσο που στα μάτια όλων των ψαριών φάνταζε σαν ήρωας. Αλλά ποιος είπε ότι οι ήρωες δεν ερωτεύονται; Αντιθέτως. Οι ήρωες έχουν δυνατά και διαρκή αισθήματα. Έτσι και ο γάτος Ερνάν ερωτεύθηκε. Μα ποια άλλη; Την πεντάμορφη και καλόκαρδη ψαροκόρη με την πολύχρωμη κομψή ουρά και τα γλυκά μεγάλα μάτια. Τώρα, πια, πατρίδα του είναι η αγάπη του. «Το αποφάσισα! Θα μείνω για πάντα κοντά σου! Μόνο καμιά φορά, άμα με πιάνει η νοσταλγία, θα κάνω και κανένα ταξιδάκι στη στεριά να βλέπω τα παλιά μου φιλαράκια και τους συγγενείς μου».
Η ιστορία κυλά σαν παραμύθι. Γλυκά, με χιούμορ, με ανατροπές και μικρές, σύντομες στιγμές θλίψης. Με τον αγαθό και γενναίο να δικαιώνεται, τον επίβουλο και πονηρό να έχει την τύχη που του πρέπει, με πολλές περιπέτειες και κάποιες δοκιμασίες. Και με έναν έρωτα αταίριαστο αρχικώς, ταιριαστό και αρμονικότατο στη συνέχεια. Εξάλλου ο κόσμος όλος ήταν πάντοτε γεμάτος από πλάσματα ανόμοια που αγαπήθηκαν. Και στέριωσαν.
Ο Χρήστος Μπουλώτης, πολυγραφότατος και πολυβραβευμένος, ξεχωρίζει για τη διαύγεια του λόγου του και για τις ωραίες εικόνες και ιδέες που προσφέρει στον νέο αναγνώστη με το λόγο αυτό. Επίσης πάντοτε, σε όλα τα έργα του, όπως και στο παρόν άλλωστε, είναι ευδιάκριτο ένα καλής ποιότητος χιούμορ, μια ευγένεια αισθημάτων, είτε από ζώα εκφρασμένη είτε από ανθρώπους, και μια τάση ρομαντισμού πολύ ευπρόσδεκτη στην ανυδρία των καιρών και των καταστάσεων.
Για τη ζωγράφο Φωτεινή Στεφανίδη, την ξεχωριστή, ας πούμε μόνο ότι με την τέχνη, τις εμπειρίες της και τα αισθήματά της έκανε κι ανθοβόλησε ολόκληρος ο ενάλιος κόσμος του Ρομαντικού γάτου του βυθού. Και μόνο για τις λαμπρές εικόνες της το βιβλίο αξίζει να διαβαστεί και από ενηλίκους.
Επαινετή και η άρτια τυπογραφική επιμέλεια.
Ηλικία: 8-11 ετών, αναλόγως.
https://diastixo.gr/kritikes/paidika/325-o-romantikos-gatos-tou-vithou