Αν και έχουν περάσει πέντε, περίπου, χρόνια αφότου ήλθα σε επαφή με έργο του Τζον Μπόιν, και έχοντας διαβάσει έκτοτε εκατοντάδες βιβλία, ομολογώ πως καθόλου δεν παραμερίστηκε από τη μνήμη μου Το αγόρι με τη ριγέ πιτζάμα (Εκδ. Κέδρος). Βλέπετε, τα ωραία και αληθινά πράγματα δεν ξεθωριάζουν, δεν λησμονούνται – αντιθέτως, βρίσκουν τον τρόπο να φωλιάσουν έστω και στα πιο αθέατα σημεία του σύμπαντός μας.
Για Το αγόρι με τη ριγέ πιτζάμα είχα σημειώσει (Ελευθεροτυπία, 9 Μαρτίου 2007): «Πρόκειται για το πρώτο παιδικό βιβλίο που γράφτηκε ποτέ για το Ολοκαύτωμα. Το πλέον όμως σημαντικό είναι πως το βιβλίο, εκτός του ότι είναι με άφθαστη μαεστρία γραμμένο –ας μην ξεχνούμε το οδυνηρότατο και αδιανόητο για παιδιά μα και για μεγάλους θέμα του– είναι ένας αίνος στη φιλία και μια καταγγελία κάθε μορφής ολοκληρωτισμού, βαρβαρότητας και συνένοχης και κακουργηματικής εθελοτυφλίας εμπρός στις απάνθρωπες καταστάσεις… Βιβλίο που μας μίλησε κατάβαθα, που θα αγγίξει κάθε αναγνώστη».
Έχοντας, λοιπόν, γευτεί τα χίλια δυο που προσφέρει ένα εξαιρετικό βιβλίο, έχοντας συλλογιστεί επί ώρες, μέρες την ασύλληπτη τραγωδία που εξελίσσεται στις σελίδες του αλλά και τη συγκινητική παιδική αθωότητα και εμπιστοσύνη, έχοντας παρακολουθήσει, τέλος, και την ταινία που βασίστηκε στο βιβλίο, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Mark Herman, θεώρησα δικαιολογημένη τη σπουδή μου να αφοσιωθώ στο καινούργιο βιβλίο του Τζον Μπόιν Ο Νόα το έσκασε, το οποίο έχει ήδη μεταφραστεί σε 20 γλώσσες. Τελικώς το βιβλίο ήταν ανώτερο των προσδοκιών μου. Κατά πολύ. Κάθε σελίδα και πηγή ευφροσύνης. Και ζωογόνησης. Ο οκτάχρονος Νόα πράγματι το έσκασε από το σπίτι, αλλά το ένστικτο ή η τύχη, μπορεί και η καρδούλα του, οδήγησαν τα βήματά του στις πύλες του παραδείσου. Ή στον τόπο των θαυμάτων, από όπου επέστρεψε κουβαλώντας τα αληθινά πλούτη του κόσμου όλου: φαντασία και κατανόηση, πίστη και αγάπη, αναμονή και ελπίδα, υπομονή, αθωότητα, γνώση των αδυναμιών ή των δυνάμεών του, του εαυτού του δηλαδή, και –προπαντός– έλεος για τον άλλον, που είναι το λαδάκι της ψυχής.
Ο Νόα το έσκασε γιατί δεν άντεχε να βλέπει τη νέα μητέρα του να αργοπεθαίνει: το αγοράκι το έσκασε από τον πόνο και το φόβο. Έφυγε πρωί πρωί, όταν οι γονείς κοιμούνταν ακόμη. Είχε ετοιμάσει τα ρούχα του αποβραδίς για να μη γίνει αντιληπτός και, κρατώντας την ανάσα του, βγήκε έξω κι εκεί φόρεσε τα παπούτσια του. Το φως δεν είχε εδραιωθεί ακόμη, τα σκυλιά εξακολουθούσαν να ονειρεύονται, οι δροσοσταλίδες ακόμη στάλαζαν κρύσταλλα κι ασήμια στα φύλλα. «Δεν έχω άλλη επιλογή», συλλογιόταν καθώς απομακρυνόταν. Και για να αλαφρύνει τις τύψεις του, έλεγε πως ήταν πια καιρός να ακολουθήσει τον δικό του δρόμο, ενώ προσπαθούσε να απωθήσει τις ωραίες και ευτυχισμένες μνήμες που τον τριγυρνούσαν σαν μέλισσες οργισμένες και επίμονες. «Ω, οι ευτυχισμένες μέρες!» Η ηρωίδα του Μπέκετ αναπολεί πάση θυσία τα «αξέχαστα», ο μικρούλης Νόα δεν τα μπορεί, τα αποδιώχνει. Μονολογεί και πείθεται ότι ο λόγος της φυγής είναι η ήσυχη ζωή του, ότι μέχρι τώρα δεν γνώρισε αρκετές περιπέτειες κι επιτυχίες, όμως από σήμερα θα έχουμε αλλαγές, σκέπτεται, και προσπαθεί να κάνει το βήμα του αποφασιστικό. Ψηλά το κεφάλι, το βλέμμα ευθύ και ατρόμητο. Μονάχα να μην πεινούσε τόσο, να μην ξεχύνονταν λιγωτικές οι μυρωδιές των αυγών και του μπέικον από τα παράθυρα των σπιτιών που περνούσε. Είχε ήδη φθάσει στο πρώτο χωριό και ήταν νηστικός από χθες. Τι πείνα! Μα και τι θαύμα: Ξάφνου, εμφανίστηκε εμπρός του μια βαρυφορτωμένη μηλιά. «Εκπληκτικό!» θαύμασε ο Νόα, αλλά το περήφανο δέντρο έβγαλε ένα βρυχηθμό και άρχισε να απομακρύνεται από κοντά του, ενώ τα μήλα τρεμούλιαζαν από φόβο. Παρ’ όλα αυτά πρόλαβε κι έκοψε τρία φρούτα, μα ενώ δάγκωνε το πρώτο, «Σε είδα!» φώναξε ένας άνδρας και το παιδί το έβαλε στα πόδια.
Στο δεύτερο χωριό συνάντησε δυσκολίες, αλλά στο τρίτο συναντήθηκε με το θαύμα ή μάλλον με τα θαύματα, που ενοικούσαν στο πιο παράξενο σπίτι του πλανήτη, την είσοδο του οποίου σκίαζε ένα τεράστιο δέντρο. Στη ρίζα καθόταν ένα γέρικο σκυλί ντάχσχουντ που μιλούσε ανθρωπινά κι ένας γάιδαρος που του ζητούσε λιχουδιές, δίνοντάς του παράλληλα διάφορες πληροφορίες για τον τόπο και τους ανθρώπους. Παράξενα, αλλόκοτα γεγονότα συνέβαιναν εδώ και τριγύρω. Μα το πιο παράξενο απ’ όλα ήταν το παιχνιδάδικο «Ο Πινόκιο», στο οποίο μπήκε ως διά μαγείας. Κι εκεί μέσα, σαν τον «ναυαγό τυλίχτηκε ολόκληρος στο μαγικό μαγνάδι». Γιατί μαγικά χέρια είχαν κατασκευάσει εκείνα τα υπέροχα ξύλινα παιχνίδια με τα αστραποβόλα χρώματα. Οι μαριονέτες όμως; «Δεν μοιάζουν καθόλου με μαριονέτες», σκέφτηκε ο Νόα. «Δείχνουν υπερβολικά αληθινές». Και όντως. Οι μαριονέτες τον ακολουθούσαν με τα μάτια τους. Για να τον περικυκλώσουν μετά και να αρχίσουν να διαμαρτύρονται: «Ένας ξένος» και «Δεν μας αρέσουν οι ξένοι». Κατατρομαγμένο το παιδί ετοιμαζόταν να κραυγάσει, αλλά «Γεια σου» ακούστηκε μια ανδρική φωνή. «Ποιος είσαι;»
Η συνάντηση εκείνη καθόρισε τη ζωή του Νόα. Και η μέρα αυτή, ουσιαστικώς, ήταν μια τρισευτυχισμένη μέρα κι ας έμαθε το παιδί ότι και ο πόνος και η απώλεια και η οδύνη από αυτήν, αλλά και η χαρά και ο θρίαμβος, είναι ανθρώπινα. Και πως χρειάζεσαι αντοχή, ψυχική δύναμη, και για τον πόνο, και για την ευτυχία. Στην τελική κατάλαβε πώς κυβερνιέται ο βίος μας: με ψήγματα χαράς, ευφορίας και επιμονής και με λασποβροχές, που ωστόσο γίνονται ψίχα ψυχής και τρικάταρτο για το μέλλον.
Νύχτωνε όταν ο Νόα είπε στον πατέρα του: «Συγγνώμη. Φοβόμουν. Έτσι το έσκασα». «Ανησύχησα για σένα και θα ερχόμουν να σε ψάξω, αλλά κάτι μου έλεγε ότι ήσουν ασφαλής». Και το παιδί: «Δεν άργησα πολύ, ε;» ρώτησε. «Αλλά, Νόα, δεν θα είναι μαζί μας για πολλή ώρα ακόμη. Το καταλαβαίνεις αυτό, έτσι δεν είναι;» Και όταν ανέβηκαν στο δωμάτιό της, «Γεια σου», είπε εκείνη χαμογελώντας. «Το ήξερα ότι θα γύριζες σπίτι, σ’ εμένα».
Ευφραδές και τερπνό ανάγνωσμα, γλυκόπικρο όσο και η ζωή. Σαν μελίχρυσο απομεσήμερο. Εάν δεν λαθεύω, μέλλει να γίνει έργο κλασικό.
Ο Ιρλανδός συγγραφέας John Boyne (Δουβλίνο, 1971) απόφοιτος του ονομαστού Trinity College, μας έχει δώσει, μεταξύ των άλλων, και το υπέροχο Ο κλέφτης του χρόνου, όπως και το Ο απολυταρχικός. Ο Νόα είναι το δεύτερο βιβλίο του που κυκλοφορεί στα ελληνικά. Τα βραβεία με τα οποία τιμήθηκε είναι γνωστά, έγκυρα και πολλά. Έχει γράψει επτά μυθιστορήματα για ενηλίκους και τρία για νέους. Τα μυθιστορήματά του κυκλοφορούν σε πάνω από 45 γλώσσες. Είναι Δουβλινέζος. Και, από το πόστο του, γητευτής ψυχών.