Εκεί μόνος αντίκρισα
τον κόσμο
κλαίγοντας γοερά (Οδυσσέας Ελύτης, Το Άξιον Εστί – Η Γένεσις)
Συχνά, τα μυθιστορήματα φαντασίας τα ορίζει κάτι το αμετάκλητο, μια αυστηρή προσκόλληση στον λόγο και στον σκοπό του πρωταγωνιστή. Ο Φύλλος, το βιβλίο της Έλενας Γλωσσιώτη, μυθιστόρημα φαντασίας και αυτό, έχει ως κεντρικό ήρωα ένα παιδί, τον Φύλλο, με δροσερά φυλλαράκια αντί για μαλλιά στο όμορφο στρογγυλό του κεφάλι, εξ ου και το όνομά του, και ψυχή γεμάτη ξέφωτα, φύλλα χλοερά, αρωματισμένες ανάσες γης, μαυλιστικές και αθώες ευωδιές νεαρών δέντρων και ιστορίες πανάρχαιες, ιερές.
Ανάμεσα ουρανού και δάσους, «ανάμεσα στο πράσινο φως και τη βαθιά λαδοπράσινη σκιά, ζούσαν οι Δεντράνθρωποι». Το γένος τους όλο. Είχαν τις κατοικίες τους ψηλά σε δέντρα σεβαστά, αγαπημένα και σοφά, σπίτια φτιαγμένα από τα δώρα της φύσης, ενώ από την ημέρα της εκεί κατοίκησής τους, προσπαθούσαν να ακούσουν και να μάθουν τα μυστικά και τα μυστήρια της ζωής από το θρόισμα και τη φορά των φύλλων, από τα πουλιά, τα έντομα, τα ζωάκια, από όλο τον κόσμο που το καλό, αγαθό δέντρο φιλοξενούσε. Να ζουν, να χαίρονται, να μαθαίνουν, να αγαπιούνται μες στο δάσος, το μεγάλο τους σπιτικό, να βλέπουν τα παιδιά τους γερά, ωραία, γελαστά, ζωηρά, εφοδιασμένα με τις πολύτιμες γνώσεις αντλημένες από το ασύγκριτο διδασκαλείο της φύσης, ημέρευε και γλύκαινε τον νου τους. Ο ύπνος ερχόταν σύντροφος και παραστεκόταν στα όνειρά τους.
Ο εξαίρετος και πολυβραβευμένος Γερμανός φωτογράφος και ακτιβιστής Hans Silvester (1938) έζησε τρία χρόνια γύρω από την κοιλάδα του ποταμού Όμο, στη Νότια Αιθιοπία, φωτογραφίζοντας τους εκθαμβωτικούς αυτόχθονες. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν κεφάλια στεφανωμένα με πολύχρωμα λουλούδια, σώματα λυγερά, βαμμένα στα χρώματα του ουράνιου τόξου, άκακα μεγάλα μάτια. Τους συνέκρινα με τους Δεντρανθρώπους…
Ωστόσο, στην ομάδα υπήρχαν και μέρες βαριές, ώρες θλίψης: το μεγάλο γεγονός του αποχωρισμού. Το ταξίδι. Εκεί, στο μυστικό δάσος, όταν ένας γέροντας καταλάβαινε πως ήταν έτοιμος για αναχώρηση, με τη συνοδεία και τη θερμή παρουσία των άλλων Δεντρανθρώπων, κατευθυνόταν προς το πιο οικείο από όλα τα αγαπημένα μέρη, κρατώντας στα χέρια του κλαδί από δέντρο που του είχε προσφερθεί, και μες στους ύμνους και την αγάπη της ομάδας, ακουμπούσε ταπεινά στη γη, κι εκεί, με τον καιρό, με τα χάδια της φύσης, τις ανάσες των φυτών, τα φτερουγίσματα, την πρωινή δρόσο, το νερό της βροχής, ρίζωνε. Ώσπου γινόταν δέντρο όλο παλμούς, μνήμες και χρηστή ζωή…
Λέγεται ότι και οι γέροντες ορισμένων ινδιάνικων φυλών, όταν ερχόταν η ώρα τους, αποτραβιούνταν βρίσκοντας τόπο καθαρό και απάγκιο, μέρος αμόλυντο και ιερό, και εκεί, στη θεία σιωπή, στην ακινησία, με τις μέρες να τους θωπεύουν απαλά, παρέδιδαν σώμα και ψυχή, γυρνώντας στη μάνα-γη.
Και λέγεται ακόμη ότι ο μέγας Λακεδαίμων σοφός και νομοθέτης Λυκούργος (9ος-8ος; αι. π.Χ.), όταν βεβαιώθηκε ότι πλέον οι Σπαρτιάτες ζούσαν σύμφωνα με τη ρήτρα και τηρούσαν τους νόμους του, συγκέντρωσε τον λαό και τις Αρχές και, αφού τους ζήτησε να ορκιστούν ότι δεν θα αλλάξουν τίποτε ως να επιστρέψει από το ταξίδι του στους Δελφούς, δεν ξαναγύρισε. Πιστεύεται ότι αφού πρώτα θυσίασε στον Απόλλωνα και αποχαιρέτησε τον γιο του, έφυγε βαδίζοντας για εκεί που κανείς δεν έμαθε τότε. Αργότερα, οι Σπαρτιάτες πληροφορήθηκαν ότι ο υπέργηρος Λυκούργος βρήκε στην Κρήτη τον τόπο που ήθελε και αφέθηκε στον ήλιο, στη βροχή, στη νύχτα και στον αέρα· δίχως τροφή, δίχως νερό, ώσπου ήρθε κι έγειρε σαν τον ανθό που λάμπρυνε τη μέρα, και με το δειλινό απόστασε.
Και ο παππούς του Φύλλου κάπως έτσι τελεύτησε. Μόνο που επειδή ο γέροντας ανήκε στο γένος των Δεντρανθρώπων, δεν άργησε να γίνει μια πανώρια βελανιδιά. Μια μέρα που το παιδί τη χάιδευε, είδε το δέντρο να ανασαίνει ζωηρά. Κι έπειτα να μιλά: «Παιδί μου! Μη στενοχωριέσαι. Είμαι ευτυχισμένος που κατάφερα να ριζώσω στη γη των προγόνων μου… Έχεις άλλα πράγματα για να ανησυχείς. Το δάσος μας έχει αλλάξει πολύ και θ’ αλλάξει ακόμη περισσότερο. Ακολούθησε όμως την καρδιά σου και τη φωνή του δάσους που έχεις μέσα σου και θα βρεις το δρόμο σου…»
Όντως το δάσος είχε αλλάξει. Είχαν ξάφνου εισβάλει οι Κυνηγάρπαγες! Άτομα αρπακτικά, τρομακτικά, άπληστα, με φλογισμένο βλέμμα και γαμψά νύχια, λεηλατούσαν τα πάντα: ζώα και πουλιά, ανεξαρτήτως είδους και μεγέθους· είχαν τον νου τους στη χόρταση και την απόλαυσή τους. Χαίρονταν να σκοτώνουν. Μάταια οι Δεντράνθρωποι προσπάθησαν να τους εμποδίσουν, να προφυλάξουν φωλιές, ζώα αγαπημένα, δέντρα συντρόφους τα οποία οι εισβολείς κατάκαιγαν για να ζεσταθούν, μια και η καρδιά τους ήταν παγωμένη και το κορμί τους δεν ζεσταινόταν ποτέ, προσπαθούσαν, αγωνιούσαν οι σεπτοί άνθρωποι, του κάκου· είτε έχαναν τη ζωή τους, είτε αιχμαλωτίζονταν, είτε έφευγαν μακριά να κρυφτούν από τη μανία των Κυνηγάρπαγων. Τέλος το δάσος κρεουργήθηκε, ερήμωσε, σιώπησε και με τον καιρό το σκέπασε η λήθη.
Ο Φύλλος, μόνος πια, με τη θλίψη στην ψυχή, μα με μπόλικες ελπίδες, ξεκίνησε το ταξίδι του μακριά από την αγαπημένη πατρογονική γη. Λαχταρούσε να συναντήσει άλλους ανθρώπους. Περπάτησε μέρες και μέρες· ακολουθούσε την πορεία του ήλιου. Τις νύχτες κοιμόταν στην αγκαλιά των δέντρων και τα πρωινά προχωρούσε, ενώ τον συντρόφευαν γλυκόλαλα πουλιά, έως ότου συναπαντήθηκε με τον κυνηγό. Άντρας φερμένος από την πόλη. Πρώτα είχε ακουστεί ο πυροβολισμός του. Έπειτα, σαν είδε το παιδί, σάστισε: ρούχα από δέρματα, πόδια γυμνά, βραχιόλια από καρπούς, κι αντί για μαλλιά ολόφρεσκα φυλλαράκια. Έπειτα σκέφθηκε. Δόλια. «Θα έχω την εύνοια του Κυβερνήτη και των άλλων κυνηγών…» Και γυρνώντας στο παιδί, «Σε παρακαλώ, θα έρθεις μαζί μου στην πόλη; Θα βρεις πολλούς φίλους εκεί!» Και ο Φύλλος, ανήξερος και αθώος σαν αμνός, τον ακολούθησε…
Αφήνω στην ευχέρεια αλλά και στη φαντασία του αναγνώστη να δει και να μάθει τα πάθη του ανίδεου Φύλλου στην άξενη και ανίσκιωτη πόλη, στην οποία απαγορεύονταν δέντρα και φυτά. Εκτεθειμένος στη βουλιμική περιέργεια των πάντων –των δημοσιογράφων προπαντός– έπρεπε να απαντήσει σε ερωτήσεις όπως λ.χ. αν ανθίζει την άνοιξη, αν οι γονείς του είχαν κι εκείνοι φύλλα στη θέση των μαλλιών, και άραγε σε ποιο δέντρο ανήκουν τα φύλλα του κεφαλιού του. Και άλλα. Και άλλα. Και καβγάδες και φοβέρες και αστυνομία. Τέλος, η μεταφορά του από τους Ατσάλινους στον τόπο Προσαρμογής. Εκεί τον άφησαν στο κελί ολομόναχο, ενώ η καρδούλα του λαχταρούσε για φίλους. Για ανθρώπους σαν αυτόν. Ήδη από τη θλίψη, τη νοσταλγία, την ακινησία, τα άνθη και τα φυλλαράκια του κεφαλιού του κιτρίνιζαν και έπεφταν. Την ημέρα που τον έσυραν στο δικαστήριο, μες στη φασαρία του όχλου και τις αντιμαχίες «σοφών», δικαστών, δημοσιογράφων, κυνηγών και Ατσάλινων, μες στις διενέξεις και τις κραυγές, ο Φύλλος, σιγά και με προσοχή, δίχως να γίνει αντιληπτός, πλησίασε την αφύλαχτη πόρτα και γλίστρησε προς την ελευθερία.
Η ψυχή μου ζητούσε Σηματωρό και Κήρυκα… (Οδ.Ελ.)
Πέρα μακριά, στο περίκλειστο και απαγορευμένο για τους κατοίκους της πόλης δάσος, έκανε σπίτι του την κουφάλα μιας αρχαίας και μητρικής βελανιδιάς, και φίλους του τον Ουράνιο, απόγονο της φυλής των Φτερωτών, και την Άνθια, με προγόνους Σποροσυλλέκτες. Η Άνθια ευωδίαζε γη και χορτάρι και ο Ουράνιος είχε πτητικές τάσεις… Έπειτα από απερίγραπτες περιπέτειες και κινδύνους ανείπωτους, τα τρία ανόμοια μα εκπληκτικής αγαθότητας και ευφυΐας πλάσματα, παιδιά που είχαν την κληρονομημένη πατρογονική γνώση, είδαν τα απεγνωσμένα όνειρά τους να χρωματίζονται ευφρόσυνα και να τους θερμαίνουν ψυχές και σώματα ταλαιπωρημένα: «Ο Φύλλος ανασηκώθηκε λίγο περισσότερο κι ένιωσε το αεράκι να γλιστρά στα φύλλα μαλλιά του… Κοίταξε στο βάθος το δάσος, αυτό που έζησε και μεγάλωσε. Γυάλιζε σαν πράσινη θάλασσα. Αναρρίγησε. Αυτός ο απέραντος, τεράστιος κόσμος ήταν μπροστά του και τον περίμενε».
ΑΥΤΟΣ
Ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας! (Οδ.Ελ.)
Βιβλίο που στάζει βάλσαμο και γλύκα στην ψυχή κι έναν υπόκωφο, ευγενικό πόνο για τη χαμένη αγαθότητα, τη χαμένη φιλότητα, τους χαμένους παραδείσους της ζωής μας. Γραμμένο με ήθος και ευγένεια από τη Χαλκιδαία Έλενα Γλωσσιώτη, ανοίγει διαλόγους με όλα τα καλά στοιχεία που ο καθένας κρύβει βαθιά μέσα του. Και η γλώσσα του πλούσια σε χυμούς και εικόνες. Το χάρηκα. Όπως θα το χαρείτε κι εσείς. Όπως θα το απολαύσουν και τα παιδιά άνω των δέκα ετών. Το σχήμα του, η επιμέλεια, όλα καλά, όλα προσεγμένα, όλα μια χαρά. Και οι εικόνες της Μυρτώς Δεληβοριά, επίσης.