«Πριν αφιερωθώ αποκλειστικώς στο γράψιμο έκανα ποικίλα επαγγέλματα όπως σερβιτόρα, ηθοποιός, μπαργούμαν, οδηγός φύσης για φιλανθρωπική οργάνωση. Ξόδεψα και ακόμη ξοδεύω πολύ χρόνο καβάλα σε μια γκρινιάρα καστανή φοράδα, τη δική μου Topaz, και έζησα την περιπέτεια σε πολλές χώρες, μα δυστυχώς δεν μπήκα ακόμη σε αερόστατο. Α, μην ξεχάσω! Οι καμήλες με κάνουν πάντα και χαμογελώ. Ίσως τα μάτια τους, μπορεί το γέλιο τους. Κατασκήνωνα στη ρεματιά πίσω από το περιβόλι του σπιτιού μας στη Μελβούρνη. Οι νύχτες ήταν όμορφες και τρομακτικές. Αλλά και η φύση της Αυστραλίας έτσι είναι. Το πρώτο μου βιβλίο (Stolen – Απαγωγή, Εκδ. Ψυχογιός) άλλαξε ριζικά τη ζωή μου…» Εξομολογήσεις της νέας και επιτυχημένης συγγραφέως Λούσι Κρίστοφερ, που γεννήθηκε στην Ουαλία, μετανάστευσε στην Αυστραλία αλλά επέστρεψε στον τόπο της για σπουδές και παρέμεινε.
Το νεανικό μυθιστόρημά της Απαγωγή ήταν υποψήφιο το 2010 για το Βραβείο Βιβλίου της Χρονιάς της Αυστραλίας και για το Carnegie Medal, ενώ έχει ήδη κυκλοφορήσει σε 10 χώρες.
Με τα φτερά του κύκνου (Flyaway) η συγγραφέας δικαίωσε τις ελπίδες των αναγνωστών της. Πρόκειται για βιβλίο το οποίο συγκεντρώνει πολλά χαρίσματα. Αυτό ο αναγνώστης το διαπιστώνει από τις πρώτες σελίδες. Αρκετά βιβλία, σημειωτέον, είναι σαν τους ανθρώπους. Σε ελκύουν ή σε απωθούν ταχύτατα – συχνά από τις πρώτες ματιές. Από τις πρώτες λέξεις ή τα πρώτα αναγνωριστικά χαμόγελα. Βεβαίως εξαρτάται και από το τι ζητάς, τι προσδοκάς από το βιβλίο ή τον άνθρωπο. Φυσικά, αν έλεγα ότι πολλοί από εμάς αναζητούν –κάποτε και απαιτούν– την ποιότητα και την εντιμότητα από ανθρώπους και βιβλία, δεν θα απείχα πολύ από την αλήθεια. Άλλωστε συμβαίνει και με τους ανθρώπους, αλλά και με τα βιβλία, να δημιουργούμε σχέσεις ζωής.
Εν προκειμένω, και όσον αφορά το βιβλίο της ταλαντούχας νέας συγγραφέως Λούσι Κρίστοφερ, δεν ισχυρίζομαι ότι είναι βιβλίο-σταθμός, είναι όμως ένα πολύ καλό βιβλίο. Ανεπιτήδευτο και αληθινό, καλογραμμένο (ευτυχώς η μετάφρασή του από τη Φωτεινή Μοσχή είναι εξαιρετική), ενδιαφέρον και πολύ συγκινητικό. Επιπλέον, το όλο έργο ορίζει μια αίσθηση ομορφιάς ψυχών και σεβασμού σε πλάσματα της φύσης, ενώ ορατό είναι το ήθος, το ίδιο και η ευγένεια των πρωταγωνιστών του. Αξιοθαύμαστη, επίσης, είναι η υπογράμμιση των οικογενειακών και φιλικών δεσμών, που λειτουργεί σαν βάλσαμο στο πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζουν δυο από τους χαρακτήρες του έργου.
Πιστεύω ότι τα βιβλία αυτού του είδους, πέρα από τη –δεδομένη– απόλαυση της ανάγνωσης, ευεργετούν και πλουταίνουν τον εσωτερικό κόσμο των νέων, ενισχύουν την πνευματικότητά τους αλλά και τη φιλαλληλία τους.
Το μυθιστόρημα αναφέρεται στις αναμνήσεις από μια συνταρακτική περίοδο της ζωής της, μιας νέας με το όνομα Άιλα, της οποίας ο πατέρας στον ελεύθερο χρόνο του είναι παρατηρητής πουλιών, bird-watcher. Σε πολλές ξένες χώρες αυτό είναι ένα χόμπι, μια ερασιτεχνική ενασχόληση διαδεδομένη, η οποία προσφέρει μεγάλες χαρές και άπειρα συναισθήματα σε άτομα και ομάδες, αλλά ευτυχώς και εδώ τα τελευταία χρόνια, χάρη και στις προσπάθειες της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας, ΕΟΕ (www.ornithologiki.gr), αρκετοί από τους συμπολίτες μας καταγίνονται με την ενδιαφέρουσα αυτή ασχολία.
Όχι μακριά από το σπίτι της Άιλα, κάπου στην εξοχή της Αγγλίας, είναι μια λίμνη όπου ένα σμήνος αγριόκυκνων, ταξιδεύοντας από το βορρά, βρίσκει καταφύγιο τους πιο κρύους μήνες. «Κάθε χρόνο, ο μπαμπάς τούς περιμένει. Λέει πως όταν φτάνουν είναι η αρχή του χειμώνα… η αρχή των Χριστουγέννων. Η αρχή όλων των αστραφτερών πραγμάτων». Παππούς, γιαγιά, γονείς, παιδιά, περιμένουν τυλιγμένοι σε χοντρές κουβέρτες, κάποτε και μες στη χιονοθύελλα. Αξημέρωτα ακόμη. «Νύσταζα και δεν κουνιόμουν καν, αλλά κρατούσα τα μάτια μου ανοιχτά. Και τότε ήρθαν, εμφανίστηκαν ξαφνικά σαν κάτι που βγαίνει από ένα παραμύθι. Ήταν λες και είχαν βγει μέσα απ’ τα ίδια τα σύννεφα. Το φως της αυγής γυάλιζε πάνω τους… τους έκανε να φαίνονται τόσο λευκοί. Σχεδόν ασημένιοι. Τα φτερά τους έκαναν τον αέρα να βγάζει έναν απαλό βόμβο». Όλοι τούς κοιτούσαν εκστατικοί, μα πιο πολύ ο πατέρας της. Είχε τα μάτια του ορθάνοιχτα και όταν άρχισαν τα μεγαλόσωμα ωραία πουλιά να προσγειώνονται, έσκυψε ελαφρώς μπροστά σαν να προσγειωνόταν κι εκείνος. Και παρότι ο καιρός περνούσε, τα παιδιά μεγάλωναν, οι δουλειές περίσσευαν όπως και οι έννοιες, ποτέ δεν παρέλειπαν να υποδεχθούν στο σκοτάδι και στο κρύο, με ψυχή λαχταρισμένη, τους αγριόκυκνους. Ώσπου, νωρίς ένα πρωί ο πατέρας ξύπνησε τρυφερά την κόρη: «Άιλα;» ψιθυρίζει. «Θα έρθεις; Είναι εκεί στο καταφύγιο, είμαι σίγουρος». Ήταν κρύα η χρονιά εκείνη κι όλοι έλεγαν ότι δεν θα έρχονταν αλλά ο πατέρας, λόγω της μεγάλης του αγάπης, διαισθανόταν. Θα έλθουν. Την τάδε μέρα.
Δυστυχώς οι υπεύθυνοι του καινούργιου ηλεκτρικού σταθμού, που βρισκόταν εκεί κοντά, είχαν παραλείψει να τοποθετήσουν κόκκινα προειδοποιητικά σήματα στους ψηλούς ηλεκτροφόρους πυλώνες. Και όπως τα πουλιά χαμήλωναν μη βλέποντας τα καλώδια, και ενώ η Άιλα και ο πατέρας της φώναζαν απεγνωσμένα: «Φύγετε! Γυρίστε πίσω», ακούγεται ο σφυριχτός ήχος του πρώτου κύκνου που πέφτει στα καλώδια. Και μετά άλλος ένας. Κι άλλος. Κι άλλος. Ένα συνεχόμενο βουητό από πανικό και φτερά. Ο πατέρας κρατά το παιδί του αγκαλιά. Το τυλίγει. Η Άιλα τρέμει. «Πόσα χτύπησαν…» ρωτά. Και ο πατέρας: «Τα πουλιά που ήταν πιο πίσω πρόλαβαν να πετάξουν από πάνω». Μόνο ένα είχε παραμείνει εκεί ζωντανό. Ένα τραυματισμένο μικράκι το οποίο οδήγησαν στον παππού, που ήταν κτηνίατρος. Έπειτα το εγκατέστησαν στη γειτονική λίμνη. Υποθέτοντας δε πως ό,τι απέμεινε από το σμήνος θα πήγαινε στην κεντρική λίμνη, πατέρας και κόρη τούς αναζήτησαν, αν και ο πατέρας τις τελευταίες μέρες είχε ιστορίες με την καρδιά του. Τρέχουν ενθουσιασμένοι καθώς βλέπουν τους κύκνους να κατεβαίνουν. «Και τότε συμβαίνει. Ο μπαμπάς πέφτει. Ακριβώς μπροστά μου. Μπαμπά! ουρλιάζω. Μπαμπά! Δεν σηκώνει καν το χέρι του. Τότε αρχίζω να τρέχω σαν τρελή…» Η γενναιότητα και η ψυχραιμία της έσωσαν το πατέρα της, ο οποίος αντιμετώπισε σοβαρό κίνδυνο, πλην, η αγάπη της οικογένειάς του τον είχε τυλίξει με «το μαγικό μαγνάδι που σέρνει ο ναυαγός».
Στο νοσοκομείο όπου μεταφέρθηκε ο πατέρας της, η Άιλα συναντήθηκε αρκετές φορές με έναν άρρωστο έφηβο και μια τρυφερή και ευεργετική φιλία άνθισε ανάμεσά τους. Ανθρώπινες, θερμές στιγμές για τον αναγνώστη, μια αξιαγάπητη ηρωίδα, ένας θαρραλέος και με χιούμορ ασθενής, ο Χάρι, «με τα φουντωτά κόκκινα μαλλιά και τα λαμπερά μάτια» και στο θάλαμό του ένα παράθυρο με θέα στη λίμνη, όπου αγωνίζεται να επιβιώσει και να μάθει να πετά ο μοναχός κύκνος. Αχ, και να μπορούσε η Άιλα να τον βοηθήσει, να τον μάθει να χρησιμοποιεί τα φτερά του… Αν αυτό το πετύχαινε –πιστεύει– ίσως να βελτιωνόταν η υγεία του πατέρα της και του Χάρι. Αλλά η πίστη και «όρη μεθιστάναι». Και η αγάπη «ου ζητεί τα εαυτής». Αψηφώντας τον κίνδυνο, το φοβερό κρύο, το πυκνό σκοτάδι της παγωμένης λίμνης, την ερημιά, η Άιλα δίδαξε στον κύκνο πώς να πετά και σ’ εμάς έδωσε ένα υπέροχο μάθημα αγάπης και χρέους. Οι σελίδες στο κεφάλαιο 26, όπου διαβάζουμε πώς η Άιλα προσπαθεί να πραγματοποιήσει το όνειρό της, είναι εξαίρετες. Η δε περιγραφή της ανύψωσής της με τα δανεικά φτερά συγκλονίζει.
Ηλικία: για εφήβους και νέους – οπωσδήποτε και για ενηλίκους.