«…όταν τελείωσα το παραμύθι και το διάβασα ένιωσα ότι μιλούσα για τον αποχωρισμό από τη μητέρα, που ήταν για μένα μια Μαραλά. Ήταν για μένα ένα μαγικό πρόσωπο. Νομίζω δηλαδή ότι μιλώ για το ταξίδι της αυτονομίας. Βέβαια, μπορεί κανείς να κάνει κι άλλες αναγνώσεις, για τη μετάβαση, ας πούμε, από τον κόσμο της προφορικότητας στον κόσμο των αποτυπωμάτων όπως είναι τα γράμματα και οι λέξεις, για μένα όμως μιλά για τον αποχωρισμό και την αυτονομία, για το χώρο που δίνει ο γονιός στο παιδί, να περπατήσει, να ταξιδέψει…» Αυτή ήταν η απάντηση της Χριστίνας Φραγκεσκάκη στην ερώτησή μου, ποια η πηγή της έμπνευσής της ώστε να ξεκινήσει γράφοντας το καινούργιο της βιβλίο με τον ονειρικό τίτλο Μαραλά, η μάνα των παραμυθιών.
Αλλά πώς εμένα η Μαραλά μού θύμισε την Πύρρα, τη γυναίκα του Δευκαλίωνος; Το οφείλω μάλλον σε ένα παλιό, φθαρμένο βιβλίο με ποικίλα παραμύθια που είχα ανακαλύψει σε μπαούλο του πατρικού μου, όπου μέσα από τα λίγο ξεθωριασμένα πλαγιαστά στοιχεία διάβαζες: «…Έχω το χάρισμα, παιδί μου, ετούτο εδώ μ’ οδήγησε στη στράτα σου. Αν και, εδώ που τα λέμε, μόνο στις στράτες θα με βρεις. Αν με θελήσεις. Το όνομά μου είναι Πύρρα. Ξέρεις, ε; Πύρρα ονομαζόταν και η γυναίκα του Δευκαλίωνος. Θα κατέχεις… Πύρρα, η μητέρα του ανθρώπινου γένους. Οι πέτρες που έριξε πίσω της με διαταγή του Δία και έγιναν γυναίκες, ονομάζονταν “λάας” και “λάος” ή “λαός”, που σημαίνει το πλήθος των ανθρώπων. Είχε αποθυμήσει τον συνάνθρωπο… Αν ξαναπεράσεις από εδώ… αλλά όχι, όχι, δεν θα ανταμώσουμε ξανά…» Και η περαστική κοπέλα, η πολεμίστρια που την άκουγε, «Έλα, γιαγιά Πύρρα, να αποχαιρετιστούμε. Να αγκαλιαστούμε και να αλληλοασπαστούμε, όπως αρμόζει στην υπόληψή μας», είπε. Και αγκαλιάστηκαν με λαχτάρα – όπως αρμόζει σε πλάσματα αγαπημένα και σπάνια που χωρίζουν για πάντα.
Η Πύρρα, η αρχαία μάνα των ανθρώπων, αγκαλιάστηκε τρυφερά, σχεδόν σπαρακτικά, με την κοπέλα που είχε ξεκινήσει οπλισμένη να ελευθερώσει τους ανθρώπους. Ενώ η Μαραλά, η χιλιόχρονη μάνα των παραμυθιών και η Ροδινή, η κοπελίτσα που είχε ταξιδέψει μέχρι τα πέρατα, άοπλη, για να γράψει και να διαδώσει τα παραμύθια προς παρηγοριά των ανθρώπων και αυτή, «χαράματα αγκαλιαστήκανε ώρα πολλή. Η μια καρδιά ακούμπησε στην άλλη: τακ-τακ-τακ…» Πάντως και η πατρίδα της πολεμίστριας ελευθερώθηκε και ο λόγος, που είναι και παραμυθητικός, είναι δε και η πατρίδα της καρδιάς της Ροδινής, ελεύθερος δωρίστηκε στους λαούς. Σύμπτωση. Ας πούμε. Υπάρχουν, στ’ αλήθεια, συμπτώσεις; Τώρα λοιπόν, αρχή του παραμυθιού (καθώς έλεγαν όταν άρχιζαν την αφήγηση) της Χριστίνας Φραγκεσκάκη: «Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους, μια γριά γυναίκα. Τ’ όνομά της Μαραλά. Κανένας δεν ξέρει γιατί είχε αυτό το όνομα. Η Μαραλά ήταν τόσο γριά, που σαν κι αυτή δεν υπήρχε καμιά σ’ ολόκληρο τον κόσμο…» Ύπαρξη αξιοσέβαστη. Μιλούσε τις γλώσσες όλων των πλασμάτων: των ανθρώπων και των πετούμενων, των δέντρων και των ζώων. Γνώριζε από βότανα κι από γιατρειές, έφτιαχνε βάλσαμα και πράυνε πόνους. Ζύμωνε αφράτα μυρωδάτα καρβέλια, μαγείρευε πεντανόστιμα φαγητά. Κουβέντιαζε με τον ουρανό και τη θάλασσα. Μιλούσε με τ’ άστρα και τη σελήνη, με τον ήλιο και τη βροχή. Συζητούσε με τους κεραυνούς. Έπιανε κουβέντα με τις αστραπές, με το σύμπαν. Και μοναχά με άνθρωπο δεν είχε αλλάξει λέξη. Δεν υπήρχαν άνθρωποι εκείνους τους καιρούς, μα κι αν υπήρχαν θα ήταν στις εσχατιές μιας άγνωστης γης.
Είχε μαλλιά που σέρνονταν στο χώμα σαν άσπρο ποταμάκι, τα χάιδευε συχνά, κι είχε και μια ψιλή, ασημένια φωνούλα, ώστε την επισκέπτονταν για να την ακροαστούν όλα τα πουλιά και όλα τα ερπετά – τα δε έντομα στέκονταν μαγεμένα. Τραγουδούσε ρυθμικά: «Μα και ρα και λα/ τ’ όνομά μου Μαραλά» και τα πλάσματα που την άκουγαν έπιαναν τον σκοπό ευτυχισμένα. Όμως τα χρόνια έφερναν κι άλλα χρόνια κι η Μαραλά όλο και γερνούσε. Πλέον δεν έβγαινε από την καλύβα της, δεν έβλεπε, μόνο άγγιζε και χάιδευε, ενώ εξακολουθούσε να τραγουδά και ν’ αγαπά. Κάποτε μήνυσε στα πουλιά να της πλέξουν τα μαλλιά κι εκείνα, αφού της έφτιαξαν την πιο ωραία και μακριά πλεξούδα, την κατοίκησαν. Την κατοίκησαν και τα έντομα και τ’ άλλα φτερωτά. Κι έφεραν σποράκια και καρπούς, χώμα και δροσοσταλίδες κι ήρθε κι άνθισε η υπέροχη πλεξούδα και γέμισε κελαηδισμούς από νεοσσούς και χυμούς φρούτων.
Έτσι πήγαινε ο καιρός…
Ώσπου μια μέρα παγωμένη φάνηκε, θρυμματίζοντας τους πάγους με τη σανίδα της, μια κοπελίτσα κοκκινομάλλα και γελαστή. Ό,τι ρόδιζε η αυγή έφθασε, γι’ αυτό και τα πουλιά τη βάφτισαν Ροδινή.
Όταν η Ροδινή πήγε να συγκατοικήσει με τη Μαραλά, έβγαινε στο δάσος όπου μάζευε σπόρους, καρπούς, φρούτα, τα έφερνε στην αρχαία γυναίκα κι εκείνη της μάθαινε συνταγές και σκευάσματα, βάλσαμα και γιατρικά. Τις νύχτες, πλάι στη φωτιά, η Μαραλά αφηγούνταν στο κορίτσι τα παραμύθια της τα φυλαγμένα από χρόνους παμπάλαιους, και η Ροδινή άκουγε μέχρι που αποκοιμιόταν γλυκά στην αγκαλιά της παλιάς γυναίκας.
Τα παραμύθια τα είχε προστατευμένα στην καρδιά του το κορίτσι μα κάποτε πήρε κλαράκια, φύλλα και ανθούς, τα έβαλε σε τάξη σχηματίζοντας ένα νήμα το οποίο χρησιμοποίησε για να γράψει τις πρώτες λέξεις: «Δέντρο, ουρανός, χώμα…» Κι άλλες κατόπιν. Πολλές. Έγραψε όλα τα παραμύθια. Ωστόσο, όταν προσπάθησε να τα φυλάξει σ’ ένα σακούλι, μερικά δεν χώρεσαν και γλίστρησαν έξω, στη γη και στον αέρα, στον κόσμο. Μα όταν έκρινε πως ήρθε η ώρα, η Μαραλά της μίλησε: «Κόρη μου, φύγε μακριά. Σήμερα θα σου πω την τελευταία ιστορία». Χτυπούσαν δυνατά οι καρδιές τους όταν αποχωρίστηκαν. Ζεστές, ενωμένες. Έπειτα η Ροδινή πήρε στον ώμο το σακούλι με τα παραμύθια και ξεκίνησε το πιο μεγάλο και ωραίο ταξίδι…
Λένε πως το παραμύθι δεν γνωρίζει αδυναμίες ούτε μέτριες λύσεις, γιατί οι ήρωές του χρησιμοποιούν τη μαγική δύναμη της ψυχής. Στο παραμύθι της Χριστίνας Φραγκεσκάκη, αυτό είναι ολοφάνερο. Και ολοφάνερος είναι ο συμβολισμός του: πρόκειται για τη μετάβαση από τον κόσμο της προφορικότητας στον κόσμο των πρώτων ιχνών. Διακριτές, επίσης, είναι οι καθιερωμένες και αναγκαίες λειτουργίες προετοιμασίας του νέου ανθρώπου ως να δοθεί στη ζωή ελεύθερος και αυτεξούσιος. Η ιστορία της Χριστίνας Φραγκεσκάκη Η Ορτανσία φυλάει τα μυστικά, που παρουσιάστηκε από το diastixo.gr τον περασμένο Σεπτέμβριο, τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου 2012. Χαρακτηριστικά και των δύο βιβλίων είναι η ώριμη, λιτή, ποιητική γραφή, η ευγένεια που υποθάλπουν οι λέξεις, ο σεβασμός στον άνθρωπο και η λατρεία σε όλα τα πλάσματα της φύσης. Η συγγραφέας είναι, επίσης, έμπειρη αφηγήτρια παραμυθιών προφορικής παράδοσης από όλο τον κόσμο.
Οι εικόνες της Κατερίνας Χαδουλού –ιδιαιτέρως αυτές του δάσους και των πουλιών– είναι πολύ όμορφες. Η δε πλεξούδα της Μαραλά εκπληκτική!
Ηλικία: Πρόκειται για ένα παραμύθι που απευθύνεται σε όλες τις ηλικίες.