«Μεγάλωσα με παραμύθια και τραγούδια. Από τα παραμύθια προτιμούσα τους αρχαιοελληνικούς μύθους και από τα τραγούδια τα δημοτικά. Και τα δυο είχαν την αμεσότητα που με κέρδιζε, τότε ακόμα δεν ήξερα γιατί. Αργότερα κατάλαβα πόσο φιλοσοφημένη ερμηνεία του κόσμου και της ανθρώπινης φύσης αποτελούσαν…» προλογίζει η συγγραφέας, μεταφράστρια και θεατρολόγος Μαρία Παπαλέξη. Και η Βαλεντίνα Παπαδημητράκη, ερμηνεύτρια, επιμελήτρια και σκηνοθέτρια του παρόντος έργου, καθώς και άλλων, η οποία δημιούργησε και το «Θέατρο του παπουτσιού πάνω στο δέντρο», εξομολογείται: «Αφέθηκα στα νήματα να με παρασύρουν… τραγούδια του αργαλειού, παραλογές, αρχαιοελληνικοί μύθοι, λαϊκά παραμύθια… Ξεχώρισα την παραλογή “Της νύφης που κακοτύχησε”, που σαν στημόνι, αποτελεί τον κρυφό καμβά της παράστασης».
Στα Δημοτικά τραγούδια του Νικολάου Πολίτη συναντάμε (σελ. 145) το υπέροχο «Της νύφης που κακοτύχησε». Ελάχιστα μόνον σπαράγματα, για να το θυμηθούμε:
Η κυρα-Ρήνη του Κριτού, του Δούκα η θυγατέρα,
χρόνους τής γράφουν τα προικιά, χρόνους τα πανωπροίκια,
και τα κρυφά της μάνας της λογαριασμούς δεν έχουν.
Της δίνει κι ο πατέρας της καράβι αρματωμένο,
της δίνουν και τ’ αδέρφια της αμάξι φορτωμένο. […]
Μα ήρθε ο καιρός ο δίσεχτος, χρονιά κατακαημένη,
πήραν τα χρέγια τα προικιά, πήρε τα πλούτη η αρρώστια,
και μπήκε ο άντρα πιστικός κι η νύφη ξενοϋφαίνει…
Κρατώ στα χέρια μου ένα βιβλιαράκι-κομψοτέχνημα και το χαίρομαι όπως είχα χαρεί και το προηγούμενο, Ήθελα να σ’ αντάμωνα, και όπως, εύχομαι, θα απολαμβάνω κάθε καινούργιο έργο της ευφάνταστης και δημιουργικής ομάδας.
Είν’ εδώ, λοιπόν, στις φωτογραφίες μια όμορφη νέα γυναίκα, η Ρηνιώ. Βαστά ένα μωρό στην αγκαλιά της. Το νανουρίζει, «Νάνι το μωρό μου, νάνι, να του πλύνω το φουστάνι». Το πρόσωπό της, καθώς κοιτά το βρέφος της, είναι σαν εικόνισμα. Έπειτα του μιλά: «…δε φεύγω, μη φοβάσαι, θα κάνω παρέα στα όνειρά σου. Να, θα πιάσω να υφάνω το χαλάκι σου, να κάθεσαι να παίζεις όταν μεγαλώσεις». Και υφαίνοντας και γλυκομιλώντας αρχίζει τα παραμύθια… «που μπορεί να ’ναι αλήθεια». Μια φορά κι έναν καιρό, ήρθε στον κόσμο ένα παιδάκι. Κοριτσάκι. Την τρίτη νύχτα από τη γέννησή του, όπως γίνεται παντού στον κόσμο γιατί έτσι έχει οριστεί, το επισκέφθηκαν οι τρεις Μοίρες. Αυτές, απ’ αιώνος, ρυθμίζουν το πεπρωμένο του καθενός. Πατούν αθόρυβα, μιλούν ψιθυριστά και φεύγουν σαν σκιές ή σαν αέρας. Γυρνούν στην κατοικία τους που είναι στην ερημιά, στα ψηλά, απρόσιτα βουνά. Στάθηκαν κι οι τρεις πάνω από το λίκνο του νεογέννητου. Η μεγαλύτερη από τις τρεις, η Κλωθώ, που κρατά ρόκα και γνέθει (κλώθει) το νήμα της ζωής, κοίταξε το μικράκι και δήλωσε: «Αυτό το κορίτσι θα έχει μυαλό που πατά στη γη και φαντασία που αγγίζει τον ουρανό. Θα μάθει την τέχνη του αργαλειού και θα υφαίνει τόσο όμορφα, όσο η Άνοιξη όταν στρώνει το χώμα λουλούδια». Έπειτα μίλησε η μικρότερη, η Άτροπος (Αναπότρεπτη), αυτή που κρατά ψαλίδι για το νήμα και, όπως ήταν λιγόλογη, «Θα ζήσει πολλά χρόνια» είπε ξερά. Η μεσαία, η Λάχεση, που ορίζει τα της ζωής, αυτή με το αδράχτι, μίλησε για τη μεγάλη ευτυχία που το παιδί θα απολαύσει και για την ομορφιά και τη χάρη της. Πρόσθεσε, όμως, ότι ο πλούσιος νέος που θα αγαπήσει και θα παντρευτεί, θα καταντήσει σχεδόν πένητας. Αυτά είχαν να πουν κι ύστερα τις κατάπιε η νύχτα. Στην κούνια του μωρού είχε μπλεχτεί ένα χνούδι από το νήμα της Κλωθώς. Καλό σημάδι… Και όπως είχε αποφασιστεί, έτσι κι έγινε. Μεγάλωνε μες στη χαρά και λουλούδιαζε η Ρηνούλα. Κι έμαθε, χάρη στη σπουδαία γιαγιά της, την τέχνη του αργαλειού. Κάθονταν, ύφαιναν και τραγουδούσαν κιόλας: «Μαλαματένιος αργαλειός και φιλντισένιο χτένι/ κι ένα κορμί αγγελικό κάθεται και υφαίνει./ Μεταξωτό είναι το πανί κι ολόχρυσο το υφάδι…» Στιγμές αγάπης, θεϊκές στιγμές.
Την όμορφη Ρηνούλα την ερωτεύθηκε «ένας πραματευτής τρανός, όμορφος και δυνατός» και ζήτησε να την παντρευτεί, μια και η γλυκιά υφάντρα του είχε ήδη δώσει την καρδιά της. Την είχαν ξεσηκώσει και τα λόγια του, «Πάρε, Ρηνιώ, τη ρόκα σου κι έβγα στο φράχτη φράχτη/ βάσανα που τα ’χει η αγάπη». Εκεί στα ξένα στην αρχή ευημερούσαν κι απολάμβαναν αγάπη και πλούτη, αλλά «για να ανατραπεί η ανθρώπινη τύχη χρειάζεται τόσος χρόνος όσο διαρκεί το πέταγμα της μύγας από το ένα σημείο στο άλλο» είχε εκφρασθεί ο Σιμωνίδης ο Κείος (556- 468 π.Χ.) σε ένα από τα θρηνητικά ποιήματά του. Να την τώρα τη Ρηνούλα να χτυπά την πόρτα του πατρικού της, «πάρτε με στη δούλεψή σας, είμαι ικανή υφάντρα» ικέτεψε τη μάνα που δεν την είχε αναγνωρίσει. Μα εκείνο το χνουδάκι που είχε μείνει από το νήμα της Κλωθώς χάιδεψε τα μαλλιά του άντρα της, και «Επιστρέφει» ψιθύρισε. Χαρές μεγάλες και δάκρυα ανακούφισης. Και «Μαλαματένιος αργαλειός και φιλντισένιο χτένι/ να ’χετε την αγάπη μας μαζί σας να πηγαίνει!» τελειώνει το παραμύθι της η νεαρή μητέρα. Στην παραλογή «Η νύφη που κακοτύχησε», η μάνα διατάζει όταν αναγνωρίζει την κόρη της: «Αλλάχτε τη, στολίστε τη την πρώτη τη στολή της/ και να βαρέσουν τα όργανα και τα γλυκά παιχνίδια».
Το μουσικό παραμύθι Μαλαματένιος αργαλειός και φιλντισένιο χτένι είναι, όπως επιγράφεται στο εξώφυλλο, «από κλωστή». Κλωστή όμως μεταξένια και πολύτιμη μια και με το έργο τους, όλοι οι συντελεστές, με τον πιο γλυκό και πρόσχαρο τρόπο προσφέρουν στα παιδιά αγωγή ψυχής και προτάσεις ήθους και αντοχής.
Και για να θυμηθούμε, ο αργαλειός είναι αρχαιότατο εργαλείο, γνωστό και πριν από την εποχή του Ομήρου. Προστάτιδα της υφαντικής ήταν η Αθηνά η Εργάνη. Πολλά δημοτικά τραγούδια έχουν ως θέμα τους τον αργαλειό. Από ευρήματα δε στις αιγυπτιακές πυραμίδες φαίνεται η ικανότητα των Αιγυπτίων στην κατασκευή λεπτών και στέρεων υφασμάτων, παρόμοιων με τις σημερινές μουσελίνες. Οι Βαβυλώνιοι ύφαιναν βελούδινα υφάσματα και ας μην ξεχνάμε πως στην αρχαία Κρήτη γινόταν χρήση πολύχρωμων υφασμάτων.
Ηλικία: Πρώτες τάξεις του δημοτικού.
https://diastixo.gr/kritikes/paidika/696-malamatenios-argaleios