Τον είδα μέσα από το ταξί. Κυκλοφοριακή συμφόρηση, μια ώρα ακινητοποιημένοι στην Κηφισίας, αδύνατο να προχωρήσεις, τον είδα και δεν σκίρτησα, δεν αναπήδησε η καρδιά μου, μου φάνηκε εντελώς φυσικό ότι ήταν εκεί, σαν να τον είχα μόλις χτες συναντήσει, καλησπερίζοντάς τον, να είχαμε μιλήσει για τα τρέχοντα, ορίζοντας ραντεβού για την επόμενη, να είχαμε κοιταχτεί ευγενικά στην αρχή, κατόπιν τρυφερά, αργότερα απαιτητικά, τέλος διαφωνώντας, τείνοντας βεβαίως τα χέρια σε αποχαιρετισμό, ο οποίος, σημειωτέον, κάποτε διαρκούσε κάπως περισσότερο του δέοντος, καθώς δεν εννοούσε ν’ αποτραβήξει τα δάχτυλά του από τα δικά μου, αδυνατώντας να με αποχωριστεί λόγω του φόβου της μοναξιάς που τον διακατείχε.
Τον είδα μέσα από το ταξί κι ήταν σαν να τον είχα και χτες συναντήσει, σαν να μην είχαν περάσει από πάνω μας είκοσι περίπου χρόνια -και τι χρόνια!- δεν είχε αλλάξει πολύ, δεν είχε καν αλλάξει, ίδιο ψηλό, λεπτό κορμί, ευρύστερνος, ώμοι στητοί, σαν σιδερένιοι, α, οι ώμοι του είχαν μια σκληράδα, μια σιγουριά, μια τραχύτητα, μια μονιμότητα, ώμοι ακλόνητοι, βαρείς, στο πιο ασταθές και εύθραυστο πλάσμα που γνώρισα καθώς, ομολογουμένως, είχε μια τόσο εύτρωτη και κλαυθμηρίζουσα ψυχή, μια ψυχή φοβισμένη ή μάλλον τρομοκρατημένη. Φοβόταν και φοβόμουν που φοβόταν, που μαζευόταν, συσπειρωνόταν στο σκοτάδι, στις καινούριες γνωριμίες, στις άγνωστες μακρινές γειτονιές που περπατούσαμε ανιχνεύοντας, στη θέα των κλαμένων μωρών, των ταξιδιωτικών γραφείων, των αστραπών, ίδρωνε χλομιάζοντας στους συνωστισμούς, στους διαξιφισμούς, στις παρελάσεις και στις κρυφές, δειλές και ένοχες -χούντα γαρ- συζητήσεις περί επανόδου στην ομαλότητα, περί πολιτικής, περί των δεινών που μάστιζαν τον τόπο και ταλαιπωρούσαν ουκ ολίγους γνωστούς μας και παίδευαν ακόμα περισσότερους σ’εξορίες και φυλακές, “Λόγια…”, έλεγε.
Εύθραυστο
“Σιγά… γύρευε τι θα έκαναν…” κι άλλαζε αμέσως συζήτηση, ενώ κάποτε που είχα ορισμένες δοσοληψίες με την Ασφάλεια, μου είχε φανεί προς στιγμή ότι με απέφευγε, μα το κουκούλωσα μέσα μου, “Μπα, η ιδέα μου”, σκεφτόμουν, δεν με συνέφερε να εμβαθύνω, τι το όφελος, δεν την μπορούσα -τότε- τη μοναξιά, αργότερα φυσικά, οπόταν και εθήτευσα επιτυχώς σ’ αυτή, δεν την έκρινα απορριπτέα, τουναντίον, τότε όμως μου φαινόταν αβάσταχτη, εξ ου και υπέμενα του φόβους και ιδιοτροπίες και άπειρες ιδιορρυθμίες και παραξενιές. Και ελλείψεις. Μου κακοφαινόταν βέβαια και ένιωθα τη φιλία μας ν’ απειλείται, πλην προσωρινώς, γιατί ημέρευα όποτε εκείνος αποφάσιζε να χαμογελάσει και ομολογουμένως, δεν το αποφάσιζε συχνά κι ίσως γι’ αυτό έμοιαζε τόσο ακριβό το γέλιο του, γιατί ήταν τόσο σπάνιο, σύντομο και δειλό, άκακο και αγαθό, σαν το χαμόγελο του μωρού όταν ψαύει το γεμάτο στήθος της μάνας με τα χεράκια αγκιστρωμένα στο ιδρωμένο και ταλαιπωρημένο μπλουζάκι.
Και ιδές τον τώρα, αλλά χωρίς το γέλιο του, δίπλα μου, σε απόσταση αναπνοής, να ψάχνει απεγνωσμένα για ταξί και να μη βρίσκει ελεύθερο, ίδιος, ολόιδιος, μονάχα πιο καλοντυμένος, α, γνωστή η αδυναμία του στ’ ακριβά ρούχα, όσο για τη φαλάκρα του, είχε παραμείνει στο σημείο εκκίνησης, υποψία δηλαδή, μάλλον γοητευτικός έδειχνε με το μακρύ ηλιοψημένο πρόσωπό του, το τεντωμένο στους ώμους κοστούμι που φαινόταν ν’ ασφυκτιά περικλείοντας τόσο τέλεια γυμνασμένους μυς. Μα ενόσω με φανερή αδημονία έψαχνε για ταξί και το δικό μας ακινητούσε εμπρός του και μάλιστα ο οδηγός ξέδινε με τους σταθμούς του ραδιοφώνου κι είχε βαλθεί να συνοδεύει τον τραγουδιστή,”… Αριστούργημα, σου λέω, αριστούργημα, του Θεού το πιο ωραίο δημιούργημα…” και η φωνή του, μα την αλήθεια, μερακλωμένη, ακουγόταν απείρως μελωδικότερη από αυτή του καλλιτέχνη κι εγώ χωμένη, βουλιαγμένη στο πίσω κάθισμα, παρακολουθούσα εκείνον, έξω, αποτυπώνοντας όσα περισσότερα μπορούσα για τις ήσυχες κατοπινές ώρες, ξάφνου επιθύμησα να γίνω αόρατη ή ν’ ανοίξω την πόρτα και να κατεβώ, δεν είχα πληρώσει το κόμιστρο όμως και τώρα ήταν αργά, γιατί εκείνος είχε σκύψει, είχε αναφέρει το σημείο προορισμού του: “Κολωνάκι” και, ανοίγοντας εμπρός, κάθισε δίπλα στον ταξιτζή απευθύνοντας ένα μουντό και αόριστο χαιρετισμό και ίσως ευχαριστίες, δείχνοντας προς το μέρος μου ένα συγκρατημένα χαμογελαστό προφίλ και βολεύτηκε στη θέση του περιμένοντας να ξεκινήσει το ταξί, μα δεν ξεκίνησε αμέσως, δεν έφευγε ο δρόμος και σε λιγάκι, που πηγαίναμε σημειωτό και το ραδιόφωνο μετέδιδε ειδήσεις:”… Στο Ρίο ντε Τζανέιρο ξεκινά σήμερα η παγκόσμια διάσκεψη για το περιβάλλον και την ανάπτυξη… Οι αποφάσεις που θα πάρουν οι εκατό και πλέον ηγέτες, θα καθορίσουν το μέλλον του πλανήτη μας… Στη Βοσνία συνεχίζονται οι συγκρούσεις Σέρβων και μουσουλμάνων… Όχι, στο Μάαστριχτ ψήφισαν οι Δανοί… Ληστεία εκατόν είκοσι πέντε εκατομμυρίων από το αφρούρητο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στην Καλαμπάκα./ (ήταν Τετάρτη 3 Ιουνίου του 1992), μετά, αισθανόμουν όχι μόνο απροετοίμαστη αλλά και παγιδευμένη.
Παγιδευμένη…
Παγιδευμένη να κοιτάζω τα υπόξανθα κοντοκουρεμένα μαλλιά του, το ροδαλό αυχένα, την άψογη λευκότητα του γιακά, τις γυαλιστερές ίνες του σακακιού του, απροετοίμαστη στην είσδυση της διακριτικής μυρωδιάς του από κολόνια και εγγλέζικο καπνό και στην εισβολή εκείνων των απογευμάτων που, αν και τα είχα παραχωμένα, εμφανίστηκαν κοπαδιαστά, σαν πουλιά σε άψογους σχηματισμούς στον πιο γαλανό εαρινό ουρανό.
Εκείνα τ’ απογεύματα στο φρεσκοποτισμένο κήπο, όπου το γιασεμί αργοσάλευε ριγώντας, κατευθύνοντας ίσια στο μυαλό μου το άρωμά του, όπου τα τζιτζίκια συναγωνίζονταν σε παραφορά κι η μακρινή φωνή του γύφτου διαλαλούσε ένρινα: “Ωραία καρπούζια, καρπούζια με τη βούλα”, το νερό στράγγιζε στα φύλλα ρυθμικά, το χώμα στις πρασιές φαινόταν ν’ αναδεύεται κυματίζοντας κι οι γκαζόζες στα κρυστάλλινα ποτήρια, που περίμεναν υπομονετικά στο δίσκο με το λευκό δαντελένιο πετσετάκι, χρωματίζονταν αδιάκοπα και πότε γίνονταν ροζ, πότε γαλάζιες, πότε κόκκινες και συχνότερα πράσινες. Αναλόγως. Ο ήλιος έπαιζε το γνωστότατο παιχνίδι των χρωμάτων και μαζί του έπαιζαν και τα φύλλα και τ’ άνθη της μπουκαμβίλιας και τα εύοσμα λουλούδια της θεριεμένης αγριοτριανταφυλλιάς.
Απουσία
Απουσίαζαν όλοι από το σπίτι κι εμείς είχαμε όλο το κηπάκι δικό μας και μέρος του απογευματινού ουρανού, που στρογγύλευε και χαμήλωνε συνεχώς επάνω από την κλαίουσα. Εκμαυλιστής ουρανός, στρογγυλός κι ελαφρύς, νεότατος και εγγύς, με προκαλούσε να τον φουχτώσω και να τον εξαντλήσω μέχρι τέλους, να τον στραγγίσω κι όλο τον κοίταζα με μάτι αχόρταγο έως ότου, ζαλισμένη, απέστρεφα το βλέμμα, το χαμήλωνα, κάπως να ηρεμήσω, μα δεν ηρεμούσα γιατί η παρουσία του έμοιαζε απειλητική, σκυθρώπιαζε, παρίστανε τον σκεφτικό και τον αφηρημένο, τον κατηφή, με αγνοούσε δε επιδεικτικά και γέμιζαν βουβές κατηγόριες τα μάτια του, ότι δεν είχα αφεθεί ακολουθώντας τον στο εσωτερικό του σπιτιού, στο δωμάτιό του με τις κουφωμένες γρίλιες και το ραδιόφωνο που ήταν πάντα ανοιχτό, πάντα στο Τρίτο πρόγραμμα, στην κουνιστή βιεννέζικη πολυθρόνα και τη μυρωδιά από τη Yardley που χρησιμοποιούσε όλη η οικογένεια και που είχε πλέον διαποτίσει τοίχους και κουρτίνες και μπορεί και σεντόνια και μαξιλάρια, αλλά δεν είμαι σίγουρη γί αυτά, δεν μπήκα ποτέ μέσα όταν οι άλλοι απουσίαζαν, δεν ήταν αυτή η επιθυμία μόυ.
“Δεν θα ξαναπάω”
Επιθυμία μου ήταν να μένω καθιστή με τις ώρες στο ξύλινο και κάπως ασταθές παγκάκι, ακίνητη σαν τη μαρμαρωμένη, για να παίζει η ματιά μου με τα φύλλα, να μπλέκει τα σχήματα των λουλουδιών, να μπερδεύει τα χρώματα και να φτιάχνει χαμένες αρμάδες και λιμάνια στοιχειωμένα, ασάλευτη και βουβή μέχρι που σκοτείνιαζε κι άναβαν τα κοντινά φώτα κι έσβηναν οι φωνές των παιδιών από το παρκάκι κι άρχιζε η προβολή στο γειτονικό σινεμά τέχνης Billy the liar, The Servant, The go between, παλιές καλές ταινίες, συνήθως αγγλικές, οι λέξεις έφταναν φθαρμένες μέχρι τον κήπο, πλην είχε φθαρεί και το δικό μας απόγευμα κι εκείνος, απέναντι μου, συνεχώς έσκυβε το κεφάλι και σταύρωνε τα χέρια στο στήθος και μου φαινόταν πως η νύχτα με όλα τα σκοτάδια της είχε κατακάτσει στους πέτρινους ώμους του και τότε, αθέατη κι αθόρυβη, σηκωνόμουν κι άνοιγα την καγκελόπορτα και χανόμουν δίχως μια καληνύχτα, ένα γνέψιμο, τίποτα, και μες στο κατακαλόκαιρο αισθανόμουν να παγώνω, αισθανόμουν να εξαφανίζεται εκείνη η φωτίτσα που άναβε και μου πύρωνε τα μάγουλα και τα χείλη όλο το απόγευμα και δεν έμπαινα στο λεωφορείο, άλλωστε έφτανε πάντα γεμάτο και πάντα καθυστερημένο, γι’ αυτό περπατούσα σκοντάφτοντας στο σκοτάδι, μισώντας τον εαυτό μου ή οικτίροντάς τον, αναλόγως, κι αργούσα στο σπίτι, μα δεν ήταν κανείς να με περιμένει και μήτε άναβα φως μήτε έτρωγα, ήμουν χωμένη στις αποφάσεις μου, “Δεν θα ξαναπάω, τελευταία φορά» έλεγα, αλλά την επόμενη πάλι εκεί ήμουν, και τη μεθεπόμενη πάλι, ολόκληρο εκείνο το καλοκαίρι που ήταν και παρατεταμένο, και το φθινόπωρο εκείνος έφυγε για μεταπτυχιακό στο εξωτερικό και γρήγορα ξεχαστήκαμε και ούτε που φανταζόμουν ότι κάποτε θα συνταξιδεύαμε, και μάλιστα στον περιορισμένο και μάλλον οικείο χώρο ενός ταξί, μες στον οποίο ακούγονταν ως και οι αναπνοές μας, ως και ο ήχος των αρθρώσεων όταν τις πιέζεις έστω και λίγο.
...Ανυπεράσπιστη
Μέσα εκεί όπου μύριζε η σάρκα ανυπεράσπιστη κι εκτίθονταν τα μαλλιά, βαμμένα ή γεμάτα πιτυρίδα, μες στο χώρο που ασφυκτιούσα απορρίπτοντας ως συνήθως τα περασμένα, αρνούμενη διαρρήδην οποιονδήποτε χαιρετισμό, οποιαδήποτε αναγνώριση και – προπαντός- αναζωπύρωση, δεν ήταν καιρός για τέτοια, δεν ήταν καιρός για τίποτα, γι’ αυτό και στριμωχνόμουν στη γωνία, πίσω δεξιά, εκνευρισμένη, μουδιασμένη, έως ότου και ακριβώς στο φανάρι Βασιλίσσης Σοφίας και Ηροδότου, πλήρωσε και κατέβηκε σιωπηλός, δίχως να καθυστερήσει, και η μυρωδιά της κολόνιας του, Armani, με ακολουθούσε, ευγενική και ανεπαίσθητη, μέχρι την Πατησίων όπου κατευθυνόμουν.