Ήταν κάποτε μια μάγισσα τελείως ξεχωριστή. Αυτή ζούσε «μακριά απ’ το αγριεμένο πλήθος» των μαγισσών. Άσχετο, αλλά η φράση στα εισαγωγικά μού θύμισε το κλασικό μυθιστόρημα του Βρετανού Τόμας Χάρντι (1840-1928) και την ομότιτλη ταινία του Τζον Σλέσινγκερ (1967) με μια αξεπέραστη Τζούλι Κρίστι – μήπως να τα αναζητήσουμε κάποτε και μόνο για την υψηλή τους ποιότητα;
Επανέρχομαι στη μάγισσα με την ιδιαίτερη προσωπικότητα. Α, ναι, τυχαίνει να υπάρχουν μάγισσες που διαθέτουν μια διαφορετική αντίληψη του κόσμου και των καταστάσεων, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τους ανθρώπους. Στις περιπτώσεις αυτές, ανάλογες είναι και οι σκέψεις και οι πράξεις τους.
Μόνο που στην περίπτωση της μάγισσας Ραδίκλειας, τα πάντα ήταν διαφορετικά επάνω της. Και πρώτα πρώτα το όνομά της: έχετε ποτέ ξανακούσει άνθρωπο, μάγο, πουλί, λιοντάρι, δέντρο, πόλη, μηχάνημα ή δρόμο που να ονομάζεται Ραδίκλεια; Ακούστε, διότι όπως μας προειδοποιεί η συγγραφέας Χριστίνα Καλαϊτζή, που γνωρίζει τα πάντα γι’ αυτήν, αν δεν μάθεις ορισμένα πράγματα σχετικώς με τη Ραδίκλεια, υπάρχει φόβος να μεταμορφωθείς σε τιρκουάζ μπιζέλι. Οπότε, και για την ασφάλειά μας, ας γνωρίζουμε ότι:
1. Κοιμάται πάντα ανάποδα. (Πώς, δηλαδή;)
2. Σιχαίνεται τα μυτερά καπέλα και το μαύρο χρώμα. (Καλό αυτό. Αν μη τι άλλο, δείχνει ότι έχει γούστο.)
3. Το ραβδί της είναι σπασμένο και το έχει κολλήσει με ούχου. (Λες και χάθηκαν τόσα μαγικά υλικά.)
4. Μιλάει αρχαία ελληνικά, αρχαία αγγλικά, αρχαία μαγικά, συριστικά (για να την καταλαβαίνουν τα φίδια), χελωνικά, πιθηκικά και φαλαινικά. (Με τα στρουθιά, τα άλογα ή τα παιδάκια, δεν είδαμε πώς συνεννοείται.)
5. Γράφει τα ξόρκια της με ένα φτερό και, κάθε φορά που χρειάζεται καινούργιο, ξεπουπουλιάζει τη χήνα της. (Πού να γυρνά τώρα στα μαγαζιά, ακρίβυναν και τα πάντα σήμερα…)
Βέβαια, η μάγισσα Ραδίκλεια με εντυπωσίασε και με πολλές άλλες χαρακτηριστικές και παράξενες συνήθειές της. Εκείνο που βρήκα πολύ χαριτωμένο, αν και εξωφρενικό, γνωστοποιείται παρακάτω:
13. Κάθε χειμώνα, στις 13 Δεκεμβρίου, πηγαίνει εκδρομή παρέα με τον γάτο της, που μόνο νιαουρίζει και γλείφεται, στην κόκκινη θάλασσα με τα καφέ κύματα, και κάθε καλοκαίρι, στις 13 Ιουλίου, στα τετράγωνα βουνά με τους τριγωνικούς βράχους, πάντα μαζί με τον γάτο της, που μόνο νιαουρίζει και γλείφεται.
Χωρίς αστεία (αν και γιατί χωρίς αστεία; τι ωραιότερο για όλους μας;) το παραμύθι της Χριστίνας Καλαϊτζή με μπέρδεψε ευχάριστα. Τι παράξενη η μάγισσα Ραδίκλεια! Και πόσο φτερωτή και ανεμπόδιστη η φαντασία της συγγραφέως! Εικόνες ασυνήθιστες, πλοκή παράλογη κι εντούτοις ενδιαφέρουσα και ολοζώντανη, γεμάτα αναπνοές και λεπτομέρειες χαράς και γέλιου τα στιγμιότυπα από τα «έργα και τις ημέρες» μιας μάγισσας που «δεν της αρέσουν καθόλου οι ιστορίες με μάγισσες» και που στο σπίτι της, εκτός από τον γάτο (που μόνο νιαουρίζει και γλείφεται) έχει και 222 (διακόσια είκοσι δυο) καναρίνια που όμως ζουν ασφαλέστατα κοντά στον γάτο, διότι αυτός ασχολείται μόνο με το νιαούρισμα κ.λπ.
Τώρα ποιο ήταν το λάθος της, που όταν προσπαθούσε κάνοντας ξόρκια και ανακατεύοντας τα δικά της σκευάσματα για την απόκτηση μιας κουκουβάγιας-συντρόφου, της βγήκε μπούφος, δεν ξέρουμε. Όμως, τι να γίνει; Συνέβη. Και τώρα:
«Πού τον χάνεις πού τον βρίσκεις, στη γιαγιά την Άννι
ας τον βγάλει κάποιος μέσα απ’ το φλιτζάνι
δεν τον χωρά και θρύψαλα θα μου το κάνει
και μου το ‘λεγε εμένα ο μπακάλης:
Στη συνταγή για κουκουβάγια… ΜΠΟΥ-ΜΠΟΥ-κια να μη βάλεις!»
Το παραμύθι σε πολλά πολλά σημεία, ιδιαιτέρως στα στάσιμα (ας πούμε) των στίχων, μου έφερε στο νου τα λίμερικ (limericks). Πρόκειται, όπως ξέρουμε, για ποιήματα σύντομα, χιουμοριστικά, με ομοιοκαταληξία η οποία ακολουθεί τον κανόνα αα-ββ-α, δηλαδή ο πρώτος στίχος ομοιοκαταληκτεί με τον δεύτερο και τον πέμπτο στίχο και ο τρίτος στίχος με τον τέταρτο. Είναι ποιήματα σατιρικά, άλλοτε κωμικά, κάποτε ά-λογα, α-νοηματικά και πρωτοδημοσιεύτηκαν στην Αγγλία το 1719, αν και σύμφωνα με τον φιλόσοφο, θεολόγο και άγιο της Καθολικής εκκλησίας Θωμά Ακινάτη, ήταν διαδεδομένα από τον Μεσαίωνα.
Στην Ελλάδα ο πρώτος που έγραψε λίμερικ ήταν ο Σεφέρης, εκδίδοντας το 1975 τη συλλογή Ποιήματα με ζωγραφιές σε μικρά παιδιά.
Διαφέρουν βέβαια αρκετά οι στίχοι της Χριστίνας Καλαϊτζή από τη γνωστή τυπική μορφή των ποιημάτων του είδους λίμερικ, κινούνται όμως στο ίδιο πνεύμα και με την ίδια αρμονική ηχώ. Γι’ αυτό, και επειδή όπως υποστηρίζουν πολλοί παιδαγωγοί, και ανάμεσά τους ένας από τους κορυφαίους Ιταλούς ιδεολόγους εκπαιδευτικούς και συγγραφείς (Βραβείο Χ.Κ. Άντερσεν 1970), ο γνωστότατος και πολύ αγαπητός στον παιδόκοσμο Gianni Rodari (1920-1980), παρόμοιοι στίχοι είναι ιδανικά ποιητικά «εργαλεία» και για την τάξη, και ως ακρόαση και αποδοχή χαράς και αυθόρμητου γέλιου, αλλά και για την ανάγνωση με συντροφιά ή, και είμαι βέβαιη γι’ αυτό, για εύθυμες και σπιρτόζες επαναλήψεις εν είδει παιχνιδιού και προσέγγισης μεταξύ των παιδιών. Προπάντων, όμως, για τη μετάληψη του θείου δώρου μιας παράτολμης και παράφορης φαντασίας.
Οπωσδήποτε, και ανεξαρτήτως των γεμάτων ευφορία στίχων της συγγραφέως, έχουμε εμπρός μας ένα μοντέρνο και απολαυστικό παραμύθι, από εκείνα που ξεσηκώνουν τον νου και τον ταξιδεύουν σε τόπους ανοιχτούς.
Όσο για την προαναφερθείσα γιαγιά Άννι, την οποία επισκέπτεται τόσο συχνά ο μπούφος, πλέκτρια κόκκινων σκουφιών, έχει μια εγγονούλα «που πηγαινοέρχεται στο δάσος χοροπηδώντας συνεχώς, άρρωστη κάθε Κυριακή, γειτόνισσα της μάγισσας Ραδίκλειας» που της γράφει:
«Μισητή γιαγιά Άννι,
Σε παρακαλώ, στείλε την Μπουφο-Κουκουβάγια μου πίσω, μην της φορέσεις κανέναν πλεκτό κόκκινο σκούφο και μου την καταντήσεις σαν την εγγονή σου…»
Αυτά. Και άλλα ωραία και διασκεδαστικά.
Παρόμοια ωραία και διασκεδαστική είναι η εικονογράφηση της Βίλλυς Καραμπατζιά με τις τρεχάτες και φευγάτες φιγούρες της μάγισσας Ραδίκλειας αλλά και όλων όσοι την περιστοιχίζουν και –ενίοτε– την καταπονούν και την κάνουν έξω φρενών.
Ηλικία: Πρώτες τάξεις του Δημοτικού.