Ετούτη την τραχιά, την παγερή, την άγρια φύση του Βορρά από παιδί την ονειρευόμουν, διαβάζοντας τα βιβλία του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα Τζακ Λόντον, του παθιασμένου ταξιδευτή, του αρρωστημένου πότη, του φωκοθήρα και κλέφτη οστρακοειδών, του χρυσοθήρα και δημοκράτη, πολεμικού ανταποκριτή, βαρκάρη και ακτοφύλακα, πλανόδιου πωλητή παγωτών και ισόβιου νοσταλγού, που αναχώρησε οικειοθελώς στα σαράντα του χρόνια, μη λησμονώντας ούτε στιγμή την Αλάσκα, όπου έφτασε είκοσι δύο ετών, σ’ ένα ταξίδι «γεμάτο περιπέτειες, γεμάτο γνώσεις». Η καρδιά του είχε μείνει εκεί κι εκεί γυρνούσε ο νους μέσω των –πολυδιαβασμένων- βιβλίων του, στα οποία ο άνθρωπος αφήνεται στο κάλεσμα της φύσης, γνωρίζοντας –εκ των προτέρων- ότι η γη της Αλάσκας, έτσι και την πατήσεις, όλο εκεί θέλεις να ξαναγυρνάς…
Κι εγώ θα ‘θελα να ξαναγυρίσω, σκεφτόμουν εγκαταλείποντας την Αλάσκα. Μια συγκίνηση με κατείχε όσο κοίταζα τα βουνά του Ketcikan. Και η αγωνία ότι θα μου ήταν δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να ξαναπερπατήσω στα ξύλινα δρομάκια, στις κορυφές της, και απ’ το κατάστρωμα να βλέπω δάση κατασκότεινα, αετούς με χρυσαφένιες φτερούγες, φάλαινες ν’ αρμενίζουν δίπλα μας, αδιάφορες στα βλέμματα του ανθρώπου, ευτυχισμένες κάτω από το δικό τους ουρανό, αφημένες στη στοργή της θάλασσας. Ή καταρράκτες παντοδύναμους, που να σείεται το σύμπαν στην ορμή τους, παγόβουνα ασάλευτα σαν ξεχασμένοι θεοί, σμιλεμένα και παντέρημα φιορδ, τα γνωστά ως Misty Fjords, δεν θα ξαναγυρίσω, έλεγα και μελαγχολούσα. Επιτέλους, ποιος εθήτευσε δύο φορές στην πρόσκληση ενός ονείρου που ξεδιπλώνεται στην άκρη του κόσμου…
Αποβραδίς, στο Παλαιό Ιχθυοτροφείο (χώρος προσκυνήματος και εκδηλώσεων τώρα), είχα απολαύσει τα τραγούδια των ντόπιων: «Θα πρέπει τότε, θα πρέπει τότε, ν’ αφήσω αυτή την πόλη… Κι εσύ, αγάπη μου, να μείνεις πίσω;» Το τραγουδούσε μια νεαρή Ινδιάνα με ίσια τραβηγμένα μαλλιά. Στη λάμψη της φωτιάς γυάλιζαν οι κοτσίδες της, σαν να τις είχε περασμένες στο λάδι. Και το πρόσωπό της γυάλιζε. Όχι όμως τα μάτια της. Εκεί τριγυρνούσε μια θλίψη. Θλίψη παλιά. Σταλμένη από χρόνους μακρινούς. «Πώς σε λένε;» τη ρώτησα όταν τελείωσε και χαμήλωσε το βλέμμα στο ιδρωμένο μπεζ σουέτ φόρεμά της. «Ικίζα» απάντησε και με το μισό της χαμόγελο ρώτησε τ’ όνομά μου.
Και τον τόπο μου, τον οποίο δεν έδειξε να έχει ακουστά. Έπαιξε λίγο με τα σκαλιστά υπερμεγέθη τιρκουάζ του βραχιολιού της κι έπειτα ξανάρχισε το τραγούδι. Τούτη τη φορά τη συνόδευε ο Μποκ, ο οποίος τα πρωινά εργάζεται στο τοπικό ιστορικό μουσείο Τόνγκας, που λειτουργεί και ως δανειστική βιβλιοθήκη: «Σ’ ένα χρόνο, σ’ ένα χρόνο, που τα σταφύλια θα ωριμάσουν, δεν θα λείπω πια. Και αν ακόμα μ’ αγαπάς, αγάπη μου…»
Το «Βουνό του Ελαφιού» και τα τοτέμ
Αργότερα, η ομάδα «Ιθαγενείς Χορευτές της Αλάσκας» χόρεψαν για μας το «Αγόρι και ο Σολομός», διασκευή ενός παμπάλαιου ινδιάνικου μύθου. Η ώρα δέκα κι ένα λυκόφως αγκάλιαζε το Δημοτικό Πάρκο, το Βουνό του Ελαφιού, την πόλη, το Κέντρο Πολιτιστικής Κληρονομιάς για τα Τοτέμ (όπου εκτίθεται μια σπουδαία συλλογή τοτέμ του 18ου-19ου αιώνα, συγκεντρωμένα από τα κατεστραμμένα χωριά, με τη βοήθεια του Ινστιτούτου Σμιθσόνιαν, του Εθνικού Μουσείου Αλάσκας και της Αδελφότητας Ινδιάνων της Αλάσκας). Τώρα, η ομίχλη είχε σταθεροποιηθεί στην περιοχή του χωριού Saxman, τυλίγοντας τα πανύψηλα γλυπτά, μαλακώνοντας τα έντονα χρώματα, γλυκαίνοντας τα τονισμένα χαρακτηριστικά, παραστέκοντας τη χρόνια μοναξιά τους.
Ένας αετός νωρίτερα έκοβε βόλτες τριγύρω τους. Πήγαινε κι ερχόταν, μα δεν στεκόταν να τους κρατήσει συντροφιά. Έμεινε ώρα όμως, κατοπτεύοντας με ανοιγμένες τις πανώριες φτερούγες του. Έκρωξε δυο τρεις φορές, εκείνη την κραυγή την ανατριχιαστική και πανάρχαιη, σαν να του ξεσκίζονταν τα σπλάχνα, κι έπειτα έβαλε μπρος για τα λημέρια του. Ένας από τους 12.000 λευκοκέφαλους ή αλλιώς «φαλακρούς» αετούς της Νότιας Αλάσκας. Με κάτασπρο κεφάλι και λαιμό, τη γνωστή περηφάνια και σιγουριά, μεγαλόπρεπος, με τρίσβαθο βλέμμα, για τους Ινδιάνους της Β.Αμερικής έγινε μύθος, έγινε θεός, έγινε βασιλιάς και ήταν πάντοτε ο πιο επιδέξιος κυνηγός σολομού σε όλες τις ακτές της Αλάσκας.Στη στηριγμένη σε θεόρατους πασσάλους ξύλινη Κρικ Στριτ, κάτω από την οποία περνά το ρεύμα ορμητικό και όπου άνθρωπος και σολομός εδώ κι αιώνες συναντιούνται παλεύοντας, τα μαγαζιά είναι ανοικτά ακόμη. Ανοικτό ως και το πράσινο, τρισχαριτωμένο ξύλινο «Σπίτι της Ντόλης», ένα ταπεινό σπίτι του περασμένου αιώνα, με μικρά καλοσυγυρισμένα δωμάτια, που εκπέμπει ζεστασιά και χαρά και που το
κατοικούσε η Ντόλη Μπιγκ, προσφέροντας το κορμί της και τη θέρμη της στους ταξιδιώτες, στους ντόπιους ψαράδες και ξυλοκόπους, στους χρυσοθήρες, που λαχταρούσαν τη γυναικεία παρουσία τις παγωμένες, στερημένες νύχτες τους.
Τώρα είναι μουσείο και το προσωπικό του, γυναικείο, γελαστό με μακριές βελούδινες φούστες, μπλούζες κεντητές, μπότες, πολύχρωμα μποά, ζωντανεύει την ίδια τη Ντόλη, που είχε φτάσει από τη Δύση και ρίζωσε και αγάπησε και αγαπήθηκε, τρυφερή ιέρεια της Αφροδίτης στην πιο τραχιά γη. Φυσικά, η Ντόλη δεν ήταν η μόνη γυναίκα που δινόταν στους καταπονημένους σκληροτράχηλους άνδρες. Σε χρονιές μεγάλης κίνησης και ευημερίας, στην Κρικ Στριτ υπήρχαν 30 σπίτια που στέγαζαν τον αγοραίο έρωτα, τα οποία, στην ποτοαπαγόρευση χρησίμευαν ως καπηλειά, καθώς από καταπακτές που υπήρχαν στα πατώματα και που άνοιγαν πάνω από τη θάλασσα, χέρια έμπειρα ψαχούλευαν στο παγωμένο νερό και παραλάμβαναν τις μποτίλιες από μικροσκοπικές βάρκες, που έφταναν αθόρυβα και το ίδιο αθόρυβα σηκώνονταν με την παλίρροια. Τώρα, τα σπίτια αυτά έγιναν γκαλερί, έγιναν καταστήματα δώρων και κοσμηματοπωλεία, ζαχαροπλαστεία. Έντεκα η ώρα και τα περισσότερα είναι ανοικτά. Ανοικτό και το Totem Bar, στη Φορντ Στριτ, κι απ’ έξω μυρωδιά από φρέσκο ψητό σολομό, μπίρα και ροκανίδι, γέλια όλο κύματα από τους Νορβηγούς ναυτικούς, που μόλις το απόγευμα πλεύρισαν με το κατάλευκο Song on Norway, μισοσβησμένοι οι στίχοι από το τραγούδι της Χέδερ Νόβα «With the light in our eyes it’s hard to see…», δύο πελώρια, πανέμορφα σκυλιά Μάλαμουτ – ζώα πολύτιμα για τους κατοίκους της περιοχής – ξαπλωμένα στην είσοδο, ούτε που σαλεύουν, μάλλον δείχνουν να χαμογελούν μοναχά τους, γνωστά άλλωστε, τόσο για τη σωματική ρώμη και αντοχή όσο και για την αγαθότητά τους.
Από το ψάρεμα του σολομού στο κυνήγι του χρυσού
Χρόνια και χρόνια προτού λευκού πόδι πατήσει σ’ ετούτα τα μέρη, οι γηγενείςTlingit ξεκαλοκαίριαζαν εδώ ψαρεύοντας, οικογενειακώς, τον παντοδύναμο σολομό. Με τον καιρό η περιοχή έγινε ένα ονομαστό ψαροχώρι, που απλώθηκε με τρόπο ώστε το σχήμα του από ψηλά να θυμίζει αετό με ολάνοιχτες φτερούγες, εξ ου και το πρώτο του όνομα Thundering Wings of an Eagle (Φτερούγες Αετού που βροντούν). Ήταν εποχές καλές. Μα, προς το τέλος της δεκαετίας του 1880 άρχισαν να καταφτάνουν οι πρώτοι Αμερικανοί, χιλιάδες αργότερα, γυρεύοντας –τι άλλο;- τις χρυσοφόρες φλέβες και ίσως τα παλιά χρυσωρυχεία των Ρώσων, που είχαν εξαντληθεί και εγκαταλειφθεί. Λιγότερο, βέβαια, το χαλκό, που κι αυτός ελαττώθηκε σημαντικά, κι έτσι, με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο τα ορυχεία έκλεισαν οριστικώς και η πόλη δυστύχησε, έως ότου, με τη βιομηχανία συσκευασίας και κονσερβοποιίας του σολομού, της ρέγγας, των οστρακόδερμων και το εμπόριο της ξυλείας, η ζωή πήρε πάλι τ’ απάνω της. Όσο για το παρόν, είναι γνωστό ότι στην Αλάσκα το χρυσάφι αντικαταστάθηκε από πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου, που θεωρούνται τα μεγαλύτερα στον κόσμο, γεγονός που έφερε άπειρες αναστατώσεις στη ζωή των ιθαγενών, καθώς εισέβαλαν ξανά κι εγκαταστάθηκαν οι κυνηγοί του κέρδους και της «ανάπτυξης» με τις γνωστές –σε κάθε τόπο- συνέπειες…
Άμα βγεις από το Ketchikan, διασχίζοντας ίσιους, ξύλινους δρόμου, και αφήσεις πίσω τα ξύλινα χρωματιστά σπίτια με τις καχεκτικές γλάστρες στα παράθυρα και τις αυλές, ευφραίνεται η ψυχή σου από τη μυρωδιά των χιλιόχρονων κέδρων. Στον κορμό τους σκαλίζονταν –και σκαλίζονται, εις μνήμην- τα τοτέμ, τα οποία φιλοτεχνούνταν για διαφορετικούς λόγους το καθένα: ως προστατευτικά υποστυλώματα κατοικιών, αφιερώματα σε τάφους, για σκοπούς εμπαικτικούς, μα και για να δηλώσουν επιβολή και αναγνώριση. Το δε τοτέμ της εξώθυρας διαλαλούσε την κοινωνική καταξίωση της οικογένειας, εκφράζοντας τις αρετές των προγόνων των δύο συζύγων. Ουδέποτε επισκευάζονταν τα τοτέμ, καθώς υπήρχε η πεποίθηση ότι τα πνεύματα των προγόνων που κατοικούσαν εντός τους, δεν έπρεπε να ενοχληθούν. Ο Αετός, το Κοράκι, ο Βάτραχος, ο Κάστορας, η Αρκούδα και ο Λύκος ήταν οι χαρακτηριστικές φιγούρες των τοτέμ. Και βέβαια δεν χρειάζεται να μιλήσουμε εδώ για την τύχη που περίμενε τους αυτόχθονες, όμως κι ετούτο είναι κατά κάποιον τρόπο μια ανακούφιση, μια δικαιοσύνη: Άμα τώρα τους καλοπροσέξεις (στους δρόμους, στα μαγαζιά, στους ψαρότοπους, στα πιο απομονωμένα κυρίως χωριά, στα μικρά τοπικά αναψυκτήρια, όπου εργάζονται ως σερβιτόροι ή καθαριστές, στα μουσεία ως φύλακες, στους σταθμούς ως εισπράκτορες), άμα καλοκοιτάξεις την περπατησιά, το μειλίχιο βλέμμα τους, τότε μεμιάς αντιλαμβάνεσαι ότι ο τόπος ετούτος τους θέλει. Ακόμη. Και ότι στην ουσία είναι σφιχτοδεμένος μ’ αυτούς. Μαζί με όσους –και όπως- απέμειναν, τέλος πάντων.
Στη «Μεγάλη Χώρα»
Το Ketchikan είναι γνωστό και ως η πρωτεύουσα της βροχής της Αλάσκας. Λέγεται δε σχετικώς: «Αν δεν μπορείς να δεις το Βουνό του Ελαφιού, βρέχει. Κι αν μπορείς να το διακρίνεις, τότε πρόκειται να βρέξει.» Γνωστό, επίσης, είναι και για τον υπέροχο εθνικό δρυμό Τόνγκας, το μεγαλύτερο δρυμό των Ηνωμένων Πολιτειών (άνω των 16 εκατομμυρίων στρεμμάτων), πηγή πλουτισμού αλλά και τόπος αναψυχής και διακοπών, όχι μόνο για τους ντόπιους, αλλά και για πολλούς ξένους, λάτρεις της ζωής κοντά στη φύση, παράδεισος για πεζοπόρους, κυνηγούς, ψαράδες, παρατηρητές πουλιών. Το καλοκαίρι βέβαια… Το καλοκαίρι το φως κυριαρχεί καθημερινώς δεκαοχτώ, περίπου, ώρες και η ζωή στο Τόνγκας είναι μια αληθινή αναγέννηση. Γι’ αυτό και τα παιδικά γέλια εκεί περισσεύουν. Σεπτέμβριος μήνας και τ’ άκουγαν ν’ αντιλαλούν σε κάθε στροφή. Τα παιδιά, μελαχρινά, γεροδεμένα, ελαφροπάτητα, είχα μάτια κάρβουνο, πλούσια, λαμπερά μαλλιά, ακούρευτα κάπως, τζιν παντελόνια, μποτάκια, σακίδια παραφουσκωμένα. Κελάρυζαν. Ήταν Ινδιάνοι. Και ήταν στην όμορφη γη τους. Στη «Μεγάλη Χώρα», όπως είναι το νόημα της λέξης Αλάσκα.
Φάλαινες και θαλάσσια λιοντάρια
Στην Αλάσκα μας ταξίδεψε το πλοίο Legend of the Seas. Καλοτάξιδο. Μας είχε παραλάβει από το λιμάνι του Βανκούβερ. Προηγουμένως και για έξι μερόνυχτα είχαμε κάνει προσπάθειες γνωριμίας με τη Βρετανική Κολομβία, που από την πλευρά της προς τον Ειρηνικό συνορεύει με τη νότια παράκτια περιοχή της Αλάσκας. Είχαμε ξανοιχτεί σε μια ακύμαντη, κατάκρυα θάλασσα κατά μήκος της –κατάφυτης και αρκετά εκτεταμένης- νήσου Βανκούβερ, που πήρε τ’ όνομά της για να τιμηθεί ο Άγγλος θαλασσοπόρος Γεώργιος Βανκούβερ (1757 – 1798), το μνημειώδες έργο του οποίου «Ταξίδι ανακαλύψεων στο Βόρειο Ειρηνικό Ωκεανό και στον κόσμο» τυπώθηκε μετά το θάνατό του. Για μικρά εκθαμβωτικά διαστήματα είχαμε συμπλεύσει με φάλαινες, φώκιες, θαλάσσια λιοντάρια και, πλησιάζοντας επί τούτου, καταπράσινες ακτές κι ένα απέραντο εθνικό πάρκο, είχαμε καμαρώσει τα πετάγματα των αετών, την
ακινησία της μαύρης αρκούδας, τις χιονάτες αγριόγιδες, τους λύκους που κοίταζαν μια στιγμή το πλεούμενο κι έπειτα τέντωναν το κεφάλι προς τα σύννεφα που πύκνωναν, προς το φεγγάρι, που μόλις διακρινόταν, εξαιτίας της μέρας που δεν τελείωνε, σηκώνονταν σα να ψήλωναν στη βίγλα τους κι έσερναν φωνή μεγάλη. Ουρανομήκη.
Το πέρασμα των Ρώσων
Ένας Κοζάκος εξερευνητής, ο ξακουστός Ντέτσνεφ, είχε πρωτοκάμει (από το 1648) γνωστή την Αλάσκα και, ύστερα από λίγο, Ρώσοι κατάδικοι δραπέτευσαν από τη Σιβηρία και βρήκαν καταφύγιο στον αψύ τόπο κοντά στους ιθαγενείς. Από εκείνους, φαίνεται, έμαθαν για τις φλέβες χρυσού, που τις εκμεταλλεύτηκε με τη σειρά της η Ρωσία, τόσο, ώστε η περιοχή ονομάστηκε Ρωσική Αμερική. Και παρ’ ότι οι Ρώσοι θεμελίωσαν και την εκεί πρωτεύουσά τους, τη Σίτκα, οι ρωσικές αρχές δεν έδειξαν να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για την παγωμένη χώρα, κι έτσι, στα 1867, ο τσάρος την πούλησε στις ΗΠΑ για 7,3 εκατομμύρια χρυσά δολάρια, γεγονός, όμως, που δεν στάθηκε εμπόδιο στις επαφές Ρωσίας – Αλάσκας. Και σήμερα ακόμη το πέρασμα των Ρώσων είναι αισθητό: στην αρχιτεκτονική των παλαιότερων κτιρίων, ιδιαίτερα στις εκκλησίες, μα και στα ξενοδοχεία, στα δημόσια κτίρια ως και στα καταστήματα τουριστικών ειδών, που διαθέτουν ρωσικές εικόνες, μπάμπουσκες, ξύλινα ζωγραφισμένα αβγά, κουτιά λεπτοδουλεμένα, κεντήματα, δίσκους μουσικής από τη Ρωσία. Στις Ηνωμένες Πολιτείες ανήκει, βέβαια, η Αλάσκα, μα παρά τις αλλεπάλληλες, κάθε λογής εισβολές στο εσωτερικό της, έχει κρατήσει το μοναδικό χαρακτήρα, τα εξαίσια χαρακτηριστικά της. Εδώ η φύση είναι πανίσχυρη και δεν κουμαντάρεται εύκολα. Πολλά είχαν να διηγηθούν οι οδηγοί μας στα βουνά του Skagway, ενόσω ανεβαίναμε προς το “Yokon”και το «White Pass», στα σύνορα Καναδά – ΗΠΑ, και δεν χόρταιναν τα μάτια μας την ακατάβλητη ομορφιά εκείνης της μεγαλοδύναμης φύσης:
«…Από τους 100.000 χρυσοθήρες που έφτασαν στην περιοχή του Klondike, γεμάτοι ελπίδες κι όνειρα, ελάχιστοι πλούτισαν και ακόμη λιγότεροι ευτύχησαν. Χιλιάδες άφησαν εδώ, στις όχθες και στα μονοπάτια, τα κόκαλά τους. Ιδού μερικοί τάφοι. Άλλοι πήγαν άθαφτοι. Το πολικό κλίμα, το αφιλόξενο περιβάλλον, η απουσία δρόμων, η έλλειψη ειδών διατροφής, η πάλη με τη φύση, οι συντροφικές υποψίες και επιθέσεις, η απογοήτευση, η βία –τα πάντα ήταν εναντίον τους…»
Η Αλάσκα του Τζακ Λόντον
Τα μονοπάτια ετούτα διάβαινε συχνά ο Τζακ Λόντον, για να περάσει στον Καναδά. Εδώ στοKlondike έγραψε μερικά από τα ωραιότερα διηγήματά του, που κυκλοφόρησαν αργότερα με τίτλο «Ο Θεός των πατέρων του». Κι εδώ κινδύνεψε να πεθάνει από τις κακουχίες. Μα κι εδώ συνάντησε ορισμένα λαμπερά πνεύματα, ανθρώπους με ανησυχίες και δίψα. Αυτοί του μίλησαν για τον Μαρξ, τον Κίπλινγκ, τον Νίτσε, του έδωσαν τα πρώτα βιβλία.
«Μα και όσοι ετάφησαν» ακούγεται κάποιος άλλος, «παραχώθηκαν πρόχειρα, αδιάβαστοι. Τάφοι υποτυπώδεις, βέβαια, ή ανύπαρκτοι. Ένας σταυρός χιαστί, ή ακόµη κι ένα παλούκι µπηγµένο στη σκληρή, άγρια γη. Ορίστε, σκόρπια λευκασµένα οστά. Κοιτάξτε μονοπάτια. Και παρατηρείστε το μονοπάτι που τότε οδηγούσε στο Klondike. Αδιάβατο σχεδόν. Πολλοί ξεψύχησαν στο δρόμο. Το άγριο, εξοντωτικό περιβάλλον. Ο παροξυσμός. Ακούστε. Ήταν µια ανώφελη εποποιία του ανθρώπου. Σήμερα έχουν εγκαταλειφθεί τα ίχνη των οικισμών. Και κατά μήκος του ποταμού Γιούκον και κατά μήκος του ποταμού Κλοντάικ. Οι λίγοι που διατηρήθηκαν είναι οι σημερινές οργανωμένες πόλεις. Από τους χρυσοθήρες, όσοι επέζησαν και γύρισαν στα σπίτια τους, ήταν φτωχότεροι και εξαντλημένοι ψυχικώς και σωματικώς. Ο Τζακ Λόντον κινδύνεψε να πεθάνει από απανωτά βαριά κρυολογήματα. Δεν άντεξε. Έφυγε για Καλιφόρνια. Διαρκώς έφευγε. Μα προηγουμένως εδώ πέρα, άρχισε να ασχολείται επαγγελματικώς µε το γράψιμο… » τονίζει ο οδηγός.
Αναζητώντας το χρυσάφι της ψυχής
Αλλά µας ήταν ήδη γνωστό: Στην Αλάσκα έγιναν ισχυρότερες, πιο απαιτητικές και σοβαρές οι πνευματικές του αναζητήσεις. Διότι εδώ δεν κατοίκησαν µόνοι τους οι ψαράδες και οι βοσκοί, κι αργότερα δεν εισέβαλαν μονάχα, και ασθμαίνοντας, λευκοί τυχοδιώκτες και χρυσοθήρες σέρνοντας μαζί και τις οικογένειές τους, άνθρωποι απελπισμένοι το πλείστον, που έψαχναν τον χρυσό στα ποτάμια κι αρρώσταιναν όταν δεν τον έβρισκαν. Μα κι όταν το έβρισκαν αρρώσταιναν πάλι, ιδροκοπούσαν, έψαχναν σαν μανιακοί, η αρρώστια του χρυσού, ο Πυρετός, είχε καταβάλλει, ακόμη και εξολοθρεύσει το μεγαλύτερο μέρος του ανδρικού πληθυσμού, που είχε ταξιδέψει μέχρις εδώ µε την ψυχή αγριεμένη στη σκέψη της απόκτησης του γνωστότερου από τα πολύτιμα μέταλλα. Χιλιάδες αυτοί. Αλλά ήταν κι άλλοι:
Είναι πασίγνωστο ότι υπήρξαν ολιγοστοί, εξαίρετοι και εξαιρετέοι άνθρωποι που τράβηξαν στα ψηλά κι ερημικά μέρη για να συναντηθούν µε τον δικό τους θεό, που δεν ήταν το χρυσάφι. Ήταν η αναζήτηση της ψυχής τους, της ύπαρξής τους κοντά στη μεγαλειώδη, αυστηρή φύση.
Ο επαναστάτης, ο σοσιαλιστής, ο συγγραφέας
Οι άνθρωποι αυτοί, φωτισμένοι οι περισσότεροι, υψηλόφρονες, αντελήφθησαν την φωτιά που έκαιγε και φώτιζε το βλέμμα του Τζακ Λόντον και τον έφεραν κοντά στις σοσιαλιστικές ιδέες, αν και ο ίδιος είχε ακολουθήσει το ρεύμα χιλιάδων τυχοδιωκτών. Χάρη σ’ αυτούς ο διψασμένος νέος και μετέπειτα μεγάλος συγγραφέας πλούτισε τις γνώσεις του µε Χέγκελ, Σπένσερ, Δαρβίνο, Χάξλεϋ. Εκεί, μεταξύ Αλάσκας καιΚαναδά, στους οικισμούς κατά μήκος των χρυσοφόρων ποταμών Γιούκον και Κλοντόικ, στον βαρύτερο χειμώνα εκείνης της δεκαετίας, άρχισε να ωριμάζει και να εκφράζεται ο συγγραφέας που τον συντρόφευε, αόρατος, εκ γενετής. Αυτός ο εξώγαμος γιος της Φλώρας Γουέλµαν, δασκάλας μουσικής, από το Σαν Φρανσίσκο, και ενός περιπλανώμενου αστρολόγου, του Γουίλιαµ Χένρι Τσέινι, ο ερασιτέχνης μποξέρ που συνελήφθη και κρατήθηκε τριάντα μέρες στους καταρράκτες του Νιαγάρα για αλητεία- ενώ διαδήλωνε- για να
βιώσει µε τρόπο ασύλληπτα βίαιο την κρατική καταστολή, εκείνος ο ανήσυχος νέος, του οποίου η ζωή δεν διέφερε διόλου από τις ζωές των ανθρώπων που πρωταγωνιστούν στα βιβλία του, λάβαινε μέρος -παθιασμένος- σε πορείες ανέργων εργατών και δεν άργησε, παράλληλα µε την ενασχόλησή του- και την παγκόσμια αναγνώρισή του- ως συγγραφέας, να γίνει από τους βασικούς ομιλητές και διανοητές της εργατικής τάξης καθώς από μικρός έδινε μάχες για να επιβιώσει.
Ένα γράμμα του Τρότσκι
Αναζήτησα και βρήκα αντίγραφο του γράμματος που ο Λεόν Τρότσκι έστειλε από το Κογιοακάν του Μεξικού, τον Οκτώβριο του 1937, στην κόρη του Τζακ Λόντον, Τζόαν Λόντον. Αφορμή µια επανέκδοση του συγκλονιστικού έργου του συγγραφέα, και από τα συγκλονιστικότερα της αμερικανικής λογοτεχνίας, «Το σιδερένιο τακούνι». Παραθέτουμε λίγες µόνο φράσεις από αυτό:
«Αγαπητή συντρόφισσα
… Αυτό το έργο µου προκάλεσε -το λέω μετρώντας τα λόγια µου- ζωηρή εντύπωση. Όχι µόνο για τις καλλιτεχνικές του αρετές: η μορφή του μυθιστορήματος δεν κάνει εδώ παρά να χρησιμεύει για πλαίσιο στην κοινωνική ανάλυση και πρόβλεψη. Άλλωστε ο συγγραφέας είναι σκόπιμα οικονόμος στη χρήση των καλλιτεχνικών μέσων. Εκείνο που τον
ενδιαφέρει δεν είναι τόσο η ατομική μοίρα των ηρώων του µα η μοίρα του ανθρώπινου γένους … Το βιβλίο µε κατέπληξε µε την τόλμη και την ανεξαρτησία των προβλέψεών του στον τομέα της ιστορίας. Δεν είναι εδώ το αξιοπρόσεκτο ο πεσιμισμός του Τζακ Λόντον, µα η φλογερή του τάση να ξετινάξει εκείνους που αφήνονται να λικνίζονται από τη ρουτίνα, να τους αναγκάσει να ανοίξουν τα µάτια, να δουν αυτό που υπάρχει κι αυτό που είναι στο γίγνεσθαι του. Όταν διαβάζει κανείς αυτές τις γραμμές δεν πιστεύει στα µάτια του … »
Οι δικτάτορες και οι Ναζί έκαψαν τα βιβλία του
Ωστόσο στις δεκαετίες του 1920 και του 1930, όταν στην Ευρώπη κυριαρχούσαν οι δικτάτορες, ορισμένα από τα μυθιστορήματα του είχαν απαγορευτεί σε αρκετές χώρες, ενώ στη Γιουγκοσλαβία απαγορεύτηκαν όλα. Οι Ναζί, επίσης, τα έκαψαν. Θεώρησαν ότι οι σελίδες του μιλούν για τον αγώνα του ανθρώπου εναντίον κάθε είδους δυνάστη, και για την επιβίωσή του κόντρα στις δυνάμεις που προσπαθούν να χαλιναγωγήσουν ζωές και όνειρα. Και ότι ξεσηκώνουν ..
Η τέφρα του Τζακ Λόντον είναι θαμμένη μαζί µε αυτήν της γυναίκας του Τσάρµιαν, στο Jack London State Historic Park, στο Γκλεν Έλεν, Καλιφόρνια. Ο απλός τάφος επισημαίνεται µόνο µε έναν ογκόλιθο καλυμμένο από βρυόφυτα .
«Οι χιλιάδες χρυσοθήρες, μες στην παραζάλη τους, τι νομίζετε άφησαν πίσω τους, όταν πήρε τέλος ο πυρετός του χρυσού; Περιοχές εξουθενωμένες, χωριά κακομοιριασμένα κι ένα μεγάλο αριθμό μπαρ και μπορντέλων…», πληροφορεί ο οδηγός μας, για να καταλήξει: «Δεν ήταν για καλό ο ερχομός του παθιασμένου για χρυσάφι λευκού ανθρώπου σε τούτα τα μέρη».
Εντούτοις πολιτείες όπως η Skagway, η Haines (με το θαυμάσιο μουσείο Sheldon), η πρωτεύουσα Juneau, η νησιωτική Wrangell, η Sitka, κυρίως το Ketcikan, δείχνουν να αντιστέκονται. Καθαρές, ήσυχες, τυλιγμένες στην ομίχλη ολοχρονίς, δεν μεγάλωσαν υπερβολικά, δεν ύψωσαν μεγαθήρια, παρά τα κύματα τουριστών που δέχονται κάθε καλοκαίρι. Τότε που ο τόπος ζωηρεύει και οι παγωμένες κορυφές αστραποβολούν. Τότε και το ψάρεμα και η πεζοπορία, η κατασκήνωση, οι αγώνες με kayak και η ιστιοπλοΐα, δραστηριότητες που αναστέλλονται με το χειμώνα, ο οποίος είναι δριμύς και παγώνει τα πάντα, δυσκολεύοντας τη ζωή των λευκών κατοίκων (εξαιτίας και του όχι επαρκώς αναπτυγμένου εθνικού οδικού δικτύου), ενώ οι Ινδιάνοι, οι νησιώτες Αλεούτιοι και οι Εσκιμώοι είναι σε θέση ν’ αντιμετωπίσουν τον καιρό, όσο σκληρός κι αν είναι. Ετούτη είναι η γη τους, άλλωστε, και των προγόνων τους η γη. Ό,τι περισσότερο τους δυσκόλεψε ήταν η εγκατάστασή τους σε σύγχρονους αμερικανικούς οικισμούς. Είχαν αγαπήσει μια πατρίδα που δεν κατασπαράσσεται, δεν ρυπαίνεται, δεν εξαργυρώνεται, δεν ασχημονούν επάνω της, δεν τη μετατρέπουν σε φυλακή…
Στους παγετώνες
Εκείνη όμως η απρόσβατη περιοχή που περιπλέαμε δύο μερόνυχτα, γνωστή ως Glacier Bay (Κόλπος των Παγετώνων) διατήρησε την από αιώνων γαλήνια, αστραποβόλα και αναλλοίωτη μορφή της. Σιωπηλή, υπερήφανη, σαν τον ακατανίκητο χρόνο. Πριν από 200 εκατομμύρια χρόνια άρχισαν να σχηματίζονται οι παγετώνες στην Αλάσκα. Σωροί από χιόνι πήραν να μαζεύονται στα βουνά και με τον καιρό, σπρωγμένοι από το βάρος τους, ακολούθησαν τα ποτάμια μέχρι να φτάσουν στη θάλασσα. Συχνά μεγάλα κομμάτια αποσπώνται από τους παγετώνες και έτσι γεννιούνται τα παγόβουνα. Εκεί επάνω ζει ένας κόσμος ολόκληρος, ένας ελεύθερος κόσμος: φώκιες, αετοί, περισσότερα από 40 είδη θηλαστικών και 220 είδη πουλιών έχουν καταγραφεί γύρω κι επάνω στα παγόβουνα. Μα, είναι ένα θαύμα της Δημιουργίας τα παγόβουνα. Το γαλάζιο –εξ αντανακλάσεως- χρώμα τους, σαν γιγάντιο, πολύτιμο ζαφείρι ή σαν μια μυθική Σάντα Μαρία, που γνωστή και ως ακουαμαρίνα φυλάκισε μέσα της τα χρώματα της πιο εξαίσιας και παρθένας θάλασσας και του πιο μακρινού και αψεγάδιαστου ουρανού. Ή ο απίστευτος και ανήκουστος θόρυβος που δημιουργείται σαν έρθει η ώρα τους να ξεκολλήσουν από τον κυρίως παγετώνα, ενώ θαρρείς πως πέφτουν χιλιάδες κεραυνοί ή πως ακούγεται μια τρομακτική μουσική από τα έγκατα του κόσμου, μουσική που απευθύνεται αποκλειστικά σε σένα, μια νύχτα φωτεινή σαν πρωινό, σαν το πρώτο πρωινό της Δημιουργίας…