Ένα πανηγύρι είναι το βιβλίο αυτό· χρώματα κι αρώματα, ρυθμός και φαντασία και χιούμορ ανυπότακτο και απεριόριστο. Αλλά γιατί να περιοριστεί και να υποταχθεί ή να ελεγχθεί το χιούμορ; Υποτάσσεται το πνεύμα –υπό ομαλές και κανονικές συνθήκες, βέβαια–, οι αστραπές του νου χλομιάζουν ή εξαντλούνται; Μάλιστα, δεν είμαι σίγουρη ότι και σε συνθήκες βίας ή καταναγκασμού το χιούμορ εγκατέλειψε τον άνθρωπο. Σε τελική ανάλυση, ένα όπλο ψυχής είναι το χιούμορ· και σαν τέτοιο, όπλο ζωής.
Το χιούμορ που διαθέτει η Ρίκα Βαγιάννη, ανατρεπτικό, σπινθηροβόλο, καυστικό μα πάντοτε καλοπροαίρετο, πνευματώδες και ικανό να επισημαίνει και να καταδεικνύει καταστάσεις και γεγονότα, το γνώριζα ανέκαθεν. Τώρα ας το γνωρίσουν και τα παιδιά· μάλιστα μέσα από μια χαριτωμένη και ευφρόσυνη ιστορία που ευφυώς τιτλοφορείται Είναι πολύ βαρετό… να βαριέσαι! και που στο ωραιότατο εξώφυλλο της Ντανιέλας Σταματιάδη εικονίζεται μια γυναικεία, κομψή ύπαρξη, μισοξαπλωμένη να βαριεστά. Στα πόδια της, σαν φύλακας ζωής, μια γάτα. Η κυρία που βαριέται δείχνει νέα· δεν είναι, όμως. Τα χρόνια της αθροίζονται σε είκοσι εννιά χιλιάδες· και βάλε… Όλες δε αυτές τις χιλιάδες χρόνια, τα έχει περάσει βαριεστώντας. Αφάνταστα. Άσχημο, βέβαια, να βαριέται κανείς – πλην μαρτυρικό όταν βαριέται για τόσο μεγάλο διάστημα.
Ας μην αναρωτηθούμε πώς και ζει τόσα ατέλειωτα χρόνια. Μα είναι μάγισσα και οι μάγισσες όλα τα μπορούν. Η μάγισσα της ιστορίας μας ονομάζεται Κίρα·μαγισσούλα θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε έτσι νεαρή, σχεδόν έφηβη, που δείχνει, εάν η Ρίκα Βαγιάννη δεν μας αποκάλυπτε ευθύς εξαρχής την ηλικία της. Σύστημα μπερδεμένο, μας λέει, το θέμα της επετείου της γέννησης μιας μάγισσας και το συνακόλουθο πάρτι, γι’ αυτό ας το αφήσουμε καλύτερα, δεδομένου ότι και εγώ έμεινα άναυδη από αυτή την «άπιαστη, σχεδόν τρελή» φαντασία.
«…Αλλά αν ήταν απλά τα πράγματα στο μαγισσόκοσμο, τότε όλες και όλοι θα μπορούσαν να είναι μάγισσες και μάγοι, κι αυτό δεν θα είχε καμιά μαγεία!» διαβάζουμε. Και διαβάζουμε, επίσης, ότι ξημέρωσε η μέρα των γενεθλίων της μέσα στην πιο ασήκωτη βαρεμάρα. Βαριόταν τον κόσμο που θα καλούσε στο πάρτι, απεχθανόταν τις ευχές, την πολυκοσμία, όλη αυτή τη λαμπρότητα, τις επισημότητες, κι έτσι αποφάσισε να κάνει το πάρτι μεν, αλλά με μοναδικό καλεσμένο τον εαυτό της. Γι’ αυτό κάθισε στο μαγικό γραφείο της (τι αξιοζήλευτο έπιπλο, διάφανο, με όλα τα αντικείμενα να αιωρούνται γύρω του!) και πάνω σ’ έναν αρχαίο πάπυρο που μοσχοβολούσε γιασεμί, νυχτολούλουδο και γαρδένια, «κάλεσε με πολλή αγάπη στο πάρτι της… τον εαυτό της!»
Δέχτηκε βεβαίως την πρόσκληση η ίδια και με βοηθό τη γάτα της, την αφοσιωμένη και πιστή Νιάρα, άρχισαν τις ετοιμασίες. Ποιες ετοιμασίες, δηλαδή, οπού όλα παρουσιάζονταν ως διά μαγείας… Σωρός οι αέρινες λαμπερές τουαλέτες και χιλιόμετρα τα μεζεδάκια από ηλιόμελο και φεγγαρόφωτο και ό,τι άλλο μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου – ή μάλλον του μάγου. Έστειλε μάλιστα αμέτρητα πολύτιμα, χρυσοστόλιστα δώρα στον… εαυτό της.
Και όμως, βαριόταν! Βαριόταν θανάσιμα· μέσα της παρακαλούσε να φθάσει γρήγορα η προκαθορισμένη ώρα, να φύγει από το πάρτι της, να ησυχάσει. Αχ, θα ήταν μια πληκτική ημέρα, σαν όλες της μακραίωνης ζωής της, εάν ξάφνου δεν λαμπύριζε εμπρός στα μισοβασιλεμένα μάτια της ένα φιογκάκι. Ένας μικρός φιόγκος, βελούδινος, κατακόκκινος, στολισμένος με ένα πράσινο, λαμπερό γυαλί. Και, «Αχ, μα τι χαριτωμένος που είναι!» ενθουσιάστηκε, ή μάλλον ξετρελάθηκε η Κίρα. Πλάι της και γύρω της, σε αφθονία, όλου του κόσμου τα πλούτη και τα καλά, κι εκείνη «κόλλησε» στο ταπεινό κορδελάκι. Δεν το χόρταινε. Δώρο της Νιάρας θάρρεψε ότι ήταν. Και σκέφθηκε ότι αυτά ήταν τα καλύτερα γενέθλια της ατέρμονης ζωής της. «Άστραψε φως και γνώρισε η “νια” τον εαυτό της», για να παραφράσουμε τον Σολωμό. Και, τέλος, έπιασε της Νιάρας το χεράκι (ή ποδαράκι) και ξεκίνησαν. Για άλλους τόπους. Γι’ άλλες αγάπες και χαρές. «Σήκω, Νιάρα, τέρμα η απομόνωση!… Έχουμε να κάνουμε πολλά…» Η μάγισσα είχε μαγευτεί!
Και έφυγαν. Για τους άγνωστους κόσμους που ξέρουν να περιμένουν εκείνους που τους λαχταρούν. Αναχώρησαν με τον μικρό κόκκινο φιόγκο και το κοχύλι που έπαιζε ανήκουστες μουσικές. Και ποτέ η Νιάρα δεν φανέρωσε ότι ο θαυματουργός φιόγκος ήταν το περιλαίμιό της, από παλαιό βελούδο, που λόγω του πάχους και του πυκνού τριχώματός της, ήταν αόρατο αλλά που όμως λύθηκε και χάθηκε μέσα στη φούρια της προετοιμασίας του πάρτι. Ήταν φτηνό στολίδι, μα ήταν δικό της. Και ήταν το παν γι’ αυτήν.
Το παν γι’ αυτήν, μα και για όλους μας, στο βάθος είναι τα απλά, καθαρά πράγματα, τα ταπεινά και αγαπημένα που τα ψαύσαμε, που μας έψαυσαν, που μας ζέσταναν και μας πλημμύρισαν γλύκα με την επαφή τους. Οι ωραίοι κόσμοι δεν είναι οι άγνωστοι κόσμοι μα είναι οι γνώριμοι, γλυκείς και χαϊδεμένοι.
Αυτά μας λέει, μέσα στα κέφια της, και στο χιούμορ της το μοναδικό, η γνωστή δημοσιογράφος Ρίκα Βαγιάννη, αυτά μας τονίζει, με όλη την τέχνη και τη γλύκα, την τεχνική και τις εμπειρίες της, η γνωστή ζωγράφος Ντανιέλα Σταματιάδη, και ασφαλώς υπογραμμίζει και με των δυο τη συμμετοχή και συνεργασία το εξαίρετο αυτό βιβλίο. Το και με άψογη επιμέλεια τυπωμένο.
Ηλικία: πρώτες τάξεις του Δημοτικού – αν και μπορούμε να ρίξουμε όχι μια, αλλά πολλές ματιές κι εμείς. Είναι χαριέστατο!