Εδώ, πρώτη από τ’ αριστερά, είμαι με τις φίλες μου της Δ’ δημοτικού. Καλοκαιράκι, όπως θα βλέπετε, και από την ησυχία της θάλασσας, και από τα κοντομάνικα, ελαφρότατα και ωραιότατα φορέματα. Μάλλον πρέπει να φωτογραφηθήκαμε Κυριακή διότι διακρίνω σοσονάκια στα πόδια μου και στα πόδια της Πόπης κι άσπρα παπούτσια, πέδιλα, σημάδι ότι προηγουμένως είχαμε εκκλησιαστεί. Οι άλλες της συντροφιάς είναι η Τασούλα, η Βούλα, η Ελένη. Με την Πόπη και τη Βούλα είμαστε ακόμη αυτό που λέμε «επιστήθιες φίλες» ενώ τα άλλα κορίτσια δεν τα βλέπω. Άκουσα ότι η Τασούλα ζει στον Καναδά και νομίζω στον Πειραιά η Ελένη. Πάντως τότε ήμαστε αχώριστες.
Η βάρκα που μας φιλοξενεί είναι η «Βγενιώ», το όνομα της γυναίκας του μπάρμπα Μήτσου, συγγενούς μου και εκλεκτού ανθρώπου. Βάρκα καλοτάξιδη που μοσχοβολούσε θάλασσα και μπογιά. Μας την έδινε για μικρές βολτούλες ευχαρίστως ο μπάρμπας μου, πλην όμως μας παρακολουθούσε συνεχώς από τον μόλο.
Τα βραδάκια του καλοκαιριού μια άλλη, θαυμάσια διασκέδαση ήταν οι βαρκάδες. Μπαίναμε παρέες-παρέες στις βάρκες και λάμναμε τραγουδώντας. Καμιά φορά παίρναμε και φαγητό μαζί μας. Ή καρπούζια. Τ’ αδέλφια μου, που ποτέ δεν μου χάλασαν χατίρι, μεγαλύτερά μου όλα, με δέχονταν στην παρέα τους και τραγουδώντας, και κουβεντιάζοντας απομακρυνόμαστε στην ησυχία και στην ομορφιά της νύχτας. Κάποτε δέναμε σε βράχους επίπεδους, σαν λιλιπούτεια νησάκια έμοιαζαν, κι ήτανε μια απόλαυση να βλέπεις από μακριά τα φώτα της Νεάπολης, να ακούς τις στροφές από τα τραγούδια της μόδας στα γραμμόφωνα των καφενείων της παραλίας, να μιλάς σιγανά γιατί οι φωνές μεγεθύνονταν και ταραζόταν η ομορφιά, να την ακούς τη θάλασσα με τις χίλιες φωνές της.
Μια νύχτα σηκώθηκε ξαφνικός οξαέρας κι αποκλειστήκαμε για λίγο στη… βραχονησίδα μας. Τι λέω λίγο, κόντευε μεσάνυχτα κι ήμαστε, οι μικρότεροι, κατατρομαγμένοι. Η «Βγενιώ» χτυπιόταν και χοροπηδούσε όχι, όχι βίαια, ανήσυχα κάπως. Οι μεγαλύτεροι, αγόρια και κορίτσια, μάλλον το γλεντούσαν μα η κατάσταση δεν κράτησε πολύ ακόμη, είδαμε μες στο φως που αντανακλούσε στα νερό, ένα μεγάλο σκάφος να μας ζυγώνει. Ακούσαμε το θόρυβο της μηχανής του, ήχος γνώριμος σ’ εμένα σαν φωνή, σαν οικεία, αγαπημένη φωνή. Το καΐκι μας. Το καλό, αγαπησιάρικο καΐκι μας, «Αγία Παρασκευή» βαφτισμένο αλλά και «Μαντζουράνης». Στο τιμόνι ο πατέρας μας. Φορούσε άσπρο πουκάμισο που άσπριζε ακόμη πιο πολύ στη νύχτα. Έτσι όπως ανήσυχος ερχόταν να μας περιμαζέψει, μέγας γνώστης του καιρού βέβαια, μου φάνηκε σαν ήρωας παραμυθιού, σαν τα ατρόμητα παλικάρια των παλιών ιστοριών που ακούγαμε τότε στον τόπο μας και μαγευόμαστε. Ένιωθα περήφανη. Και για ένα σωρό λόγους, ακόμη νιώθω έτσι όταν τον θυμάμαι.
Όσο για τη βαρκούλα τη «Βγενιώ», με τον καιρό και με το νερό, σιγά και με χάρη εξαϋλωνόταν έως ότου έγινε ένα με τα βότσαλα, με το κύμα και την άμμο και τα γιαλολάχανα. Έλιωσε γλυκά.
Στη φωτογραφία, αν προσέξετε, έχω δεμένους στις κοτσίδες μου λευκούς ταφταδένιους φιόγκους. Όταν έτρεχα, από μακριά φαίνονταν σαν πελώριες πεταλούδες που με ακολουθούσαν.-