Την Πέρσα Σούκα αρχικώς την γνώρισα ως ηθοποιό. Στην Ιφιγένεια εν Αυλίδι με τον Κώστα Τσιάνο σκηνοθέτη. Στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού θεάτρου. Έτος 2002. Διανομή εξαίρετη. Είδα το όνομά της στο Χορό. Πρόσεξα και την ίδια. Ακόμη την θυμάμαι. Στις κορυφαίες ξεχώρισα και το όνομα της Μάρθας Φριτζήλα. Και ακόμη το ξεχωρίζω.
Η Πέρσα Σούκα κατάγεται από οικογένεια σπουδαίων Αρτινών μουσικών. Οι πολλές και ζωηρές καλλιτεχνικές ανησυχίες της την ώθησαν σε σπουδές μουσικής, θεάτρου, σε ενδιαφέρουσες τηλεοπτικές εκπομπές, στη στιχουργία, στην ηθοποιία. Συνέθεσε και ερμήνευσε ικανό αριθμό τραγουδιών. Τέλος στράφηκε και στη συγγραφή βιβλίων για παιδιά και νέους.
Το 2006 έγραψε και κυκλοφόρησε το «Musicarton – Ο Ρωμανός και το μυστήριο της Ονειρίας» (εκδ. Ηλιοτρόπιο). Πρόσφατα κυκλοφόρησε το δεύτερο βιβλίο της τιτλοφορούμενο Η εξαφάνιση της τυχερόπιτας Το διάβασα με προσοχή, ενδιαφέρον και ευχαρίστηση. Το ίδιο φαντάζομαι θα κάνουν και τα παιδιά. Οι ζωηρότατοι και πολύ φυσικοί, καθημερινοί, κι εντούτοις απίθανοι διάλογοι, το πρωτότυπο θέμα του, η πλοκή, η γραφή, αυτός ο χρωματιστός κόσμος του, το μυστήριο που αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη σε κάθε σελίδα, το θετικό παρ’ ότι απρόσμενο τέλος του, όλα αυτά, καθώς και το στιλ και τα χρώματα των εικόνων του Στάθη Πετρόπουλου, στοχεύουν στην ευχαρίστηση του νέου αναγνώστη, και στην εκπλήρωση των υποσχέσεων από μέρους του συγγραφέα. Και ας μην λησμονούμε ότι συνήθως πλησιάζουμε κάθε έργο -ασφαλώς και το βιβλίο- με προσδοκία. Κάποτε και με ανησυχία. Και αναμονή των δώρων του που μπορεί να είναι χαρά, συγκίνηση, περιπέτεια, γνώση, ξέδομα ψυχής, και άλλα περισσότερα και ίσως πολυτιμότερα.
Το βιβλίο της Πέρσας Σούκα, το πρώτο δώρο, αυτό της χαράς δηλαδή, το προσφέρει απλόχερα. Συν μια ωραία γλυκιά, μαλακιά γραφή. Και τους λίγο εκκεντρικούς (ήπιος χαρακτηρισμός) και χαριτωμένους χαρακτήρες της. Και την πλοκή της μιας νύχτας, μιας δραματικής χειμωνιάτικης νύχτας πέρα μακριά, ακριβώς στο παλάτι Σαντιγί, και στην κουζίνα των μαγισσών της μαγειρικής Μαγισέφ όπου κυριαρχούσε η γνωστή έξαψη που συνήθως προηγείται της μεγάλης γιορτής της παραμονής. Δεν ήταν μόνο η αγωνία για τα εδέσματα, για τα γιορτινά φώτα, για τα βεγγαλικά που θα καταύγαζαν τον ουρανό, για την υποδοχή των καλεσμένων αλλά και για την παρασκευή της τυχερόπιτας. Αυτή η τυχερόπιτα, μόλις ετοιμαζόταν από τον Σεφ, φυλασσόταν σε ένα μαγικό κουτί, το Κουκιλόκ, που μόλις έκλεινε την πίτα στο εσωτερικό του εξαφανιζόταν και γινόταν ορατό μόνο εάν το φώναζαν. Για να μην εκτίθεται σε κινδύνους ή απώλεια η τυχερόπιτα! Διότι αν συνέβαινε αυτό ήταν σίγουρη η κακοτυχιά για όλους, και τους διακόσιους πενήντα κατοίκους του Σαντιγί, συμπεριλαμβανομένης και της πανέξυπνης, καλής, και αξιοσέβαστης βασίλισσας, της Μπεσαμέλας.
Σε τούτο το ξεχωριστό παλάτι όλα ήταν εκτυφλωτικά: «Η περίφημη κουζίνα Γκουρμέ, όπου ως γνωστόν, δεν υπάρχει όμοιά της στα πέρατα του σύμπαντος είναι όλη κατασκευασμένη από ακουαμαρίνα κα αχάτη. Όλα τα μαγειρικά της σκεύη είναι στολισμένα με λεπτά φύλλα χρυσού και κοράλλια από τα βάθη της θάλασσας Μπλουάλας…» Όλα μοσχοβολισμένα, τα πάντα μοσχομυρισμένα. Ο χώρος πύκνωνε από τις ουράνιες μαζί και γήινες ευωδιές. Και όμως, σ’ εκείνη ακριβώς τη μαγευτική και ολόλαμπρη κουζίνα, στο έτος της Κανέλας και την προπαραμονή της Ζαχαρένιας Μέρας, κραυγές ακούστηκαν από τα υπόγεια: «Συμφορά! Τι τρομερό!», ούρλιαζε ο Σεφ του παλατιού Ιλμάμ ντε Κις, ξαπλωμένος στο δάπεδο. «Πάει! Το κουκιλόκ με την τυχερόπιτα χάθηκεεεε!» Και η βασίλισσα Μπεσαμέλα αναστέναξε με θλίψη: «Η εξαφάνιση της τυχερόπιτας σημαίνει ότι θα έχουμε φέτος μεγάλες αναποδιές και θα μας συμβαίνουν όλο άσχημα πράγματα. Κι έχω την εντύπωση ότι δεν εξαφανίστηκε από μόνη της».
Ευτυχώς που υπήρχε ο ερευνητής Σοκολατίν Μπαλάντες, ένας νέος και ευειδής άνδρας, παλιός γνώριμος της βασίλισσας. Έσπευσε φορώντας την καφέ δερμάτινη καμπαρντίνα του και κρατώντας την απαραίτητη μαύρη σοκολάτα. «Έμαθα ότι ζήτησες τη βοήθειά μου Μπεσαμέλα…», στράφηκε στη βασίλισσα. Και αργότερα: «Το ξέρω ότι ο χρόνος δεν είναι σύμμαχός μας αλλά σας υπόσχομαι πως μέχρι τις εφτάμισι το πρωί, θα σας έχω βρει τον κλέφτη και την τυχερόπιτα!» Το ‘πε και το ‘κανε!
Ανάμεσα στα ωραία της χαριτωμένης αστυνομικής ιστορίας είναι και τα ονόματα των κατοίκων του Σαντιγί. Ούτε σεφ (από το πλήθος που διαθέτει η πόλη μας επί των ημερών της στέρησης παντός είδους) να τους βάφτιζε! Διαβάστε: Σιροπίτα, Φορκ Ντε Λα Πιρούνια, γιαγιά Ροκφόρ, παπαγάλος Μαουρίτσιο, η Τσουρεκίτσεν, οι Κουζινέλ, ο Λεμόν, οι κυρίες Φρουτέν και Πιπεράιτ, ο κηπουρός Μπασίλικο Ζαρντέν, ο μάγος Παρφέμ, ο βασιλιάς Ζαχαρίας Νο Σουήτ, η Σαλτσώφ, η Μπισκοτούτσι… Έκτακτα όλα! Κι ακόμη περισσότερο ότι το βιβλίο της Πέρσας Σούκα «πετάει» από χαρά. Λίγο είναι;
Ηλικία: 7-10 (περίπου)