Ο Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ (1900-1944), o περίφημος Γάλλος συγγραφέας και παθιασμένος αεροπόρος, ο ουμανιστής «Μικρός Πρίγκιπας», γεννήθηκε στη Λιόν από εύπορους αριστοκράτες γονείς, ενώ ως παιδί και νέος ήταν διαρκώς επαναστατημένος. Σε όλους τους χώρους διακρινόταν για την απειθαρχία του. Στη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας πήρε δίπλωμα πιλότου, αλλά η επιθυμία του να μονιμοποιηθεί στην πολεμική αεροπορία δεν πραγματοποιήθηκε λόγω σοβαρού αεροπορικού δυστυχήματος, οπότε και αποστρατεύτηκε. Έκτοτε, και για να επιβιώσει, στράφηκε σε διάφορα επαγγέλματα έχοντας πάντα τη λαχτάρα των αιθέρων.
Τελικά τον προσέλαβαν σε μια πολιτική αεροπορική γραμμή, έπειτα σε άλλες, οργάνωσε τις αεροπορικές συγκοινωνίες σε πολλές χώρες, ιδίως της Ν. Αμερικής, μάλιστα για ένα διάστημα ήταν διευθυντής της Ταχυδρομικής Αεροπορίας της Αργεντινής, ενώ στον ελεύθερο χρόνο του εκτελούσε πολύωρες πτήσεις για να ικανοποιεί την εσωτερική του τάση για την αεροπλοΐα. Σταθμός ζωής ήταν για τον μεγάλο Ευρωπαίο συγγραφέα η γνωριμία του με την όμορφη νέα από το Σαλβαδόρ, την Κονσουέλο Σουνσίν Σαλδοβάρ, γνωστή στους κύκλους των διανοουμένων αλλά και των κοσμικών. Γνωρίστηκαν στο Μπουένος Άιρες το καλοκαίρι του 1930. «Τι μικρά χέρια! Χέρια παιδικά! Δώστε τα μου για πάντα!» της είπε μόλις τη γνώρισε. Μ’ αυτό τον τρόπο τη ζήτησε σε γάμο. Ήδη είχε γίνει γνωστός από τα πρώτα του κιόλας έργα. Μετά, έρωτες και χωρισμοί. Ρήξεις. Τρικυμίες. Πάθη. Περιπέτεια η ζωή με την Κονσουέλο. Εξάλλου, όλη η ζωή του, που δεν ήταν δα και μακρά, ήταν μια συνεχής περιπέτεια. Σε εποχή ταραγμένη, όπου οι μακρινές πτήσεις απαιτούσαν έμπειρους, ακόμη και ηρωικούς πιλότους, ο Σαιντ-Εξυπερύ ίδρυε ταχυδρομικές γραμμές στην Αφρική, στον νότιο Ατλαντικό, στη Λατινική Αμερική. Το 1937, σε μια πτήση του προς τη Γη του Πυρός, τραυματίστηκε σοβαρά και επέστρεψε στην πατρίδα του για να ξαναφύγει μετά την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την κατάληψη της Γαλλίας από τους Γερμανούς. Στη Νέα Υόρκη, όπου κατέφυγε έπειτα από την αποστράτευσή, βοηθούσε με κάθε τρόπο τη γαλλική αντίσταση ενώ έκανε επίμονες προσπάθειες, ικέτευε σχεδόν, για να καταταγεί στην πολεμική αεροπορία. Εισακούστηκε τον Μάιο του 1944 και στις 31 Ιουλίου ξεκίνησε για την ένατη αναγνωριστική αποστολή του. Δεν επέστρεψε.
Το Γράμμα σ’ έναν όμηρο εκδόθηκε το 1943, την ίδια χρονιά με τον εμβληματικό Μικρό πρίγκιπα, και είναι ν’ απορεί κανείς πώς χώρεσαν τόσα θαυμάσια πράγματα, τόσες ιδέες και αισθήματα σ’ αυτό το ολιγοσέλιδο βιβλίο. Αλλά μήπως και ο Μικρός πρίγκιπας αποτελείται από πολλές σελίδες; Συχνά αρκούν λίγες λέξεις για να εκφράσεις το σύμπαν της σκέψης σου. Κι ένα βλέμμα για να φανερώσεις το άπαν της ψυχής σου. Και με το παρόν βιβλίο (με τον πρόλογο-κόσμημα της Françoise Gerbod και την ωραία μετάφραση του Μιχάλη Μακρόπουλου) το αυτό συμβαίνει: O ανθρωπισμός και η συμμετοχή, η φιλία, ο στεναγμός για τον Άλλον, η ελπίδα για συναδέλφωση, οι προσδοκίες για έναν κόσμο δίκαιο και ειρηνικό, κι άλλα, πολλά άλλα, όπως λόγου χάρη η συναίσθηση της προσφοράς και της ευθύνης –συλλογικής μάλιστα–, η δράση, ο ηρωισμός, εδώ, σ’ αυτό το βιβλιαράκι ενυπάρχουν. Και είναι διατυπωμένα άψογα, εκφρασμένα με το απολύτως προσωπικό ύφος του Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ, το λιτό, σχεδόν νεανικό, το λυρικό και κάποτε αλληγορικό, που θέλγει και μαγεύει όλες τις ηλικίες.
«Η αεροπλοΐα, οι γυναίκες, η λογοτεχνία – τα τρία πάθη του Σαιντ-Εξυπερύ μεταμόρφωναν σε ‘νέο θεό’ αυτό τον άνθρωπο που δυσκολευόταν να χωρέσει το μεγάλο, βαρύ και αδέξιο σώμα του στο πιλοτήριο των καταδιωκτικών αεροπλάνων, αυτό τον ποιητή που φαινόταν δυστυχισμένος όταν δεν πετούσε και που είχε ανάγκη, όπως ο Ίκαρος, να δραπετεύσει από το λαβύρινθο της καθημερινότητας…» έγραψε ο Μισέλ Πολακό, διευθυντής του France Info.
Ο συγγραφέας απευθύνει το Γράμμα σ’ έναν όμηρο στον Λεόν Βερτ, φίλο που άφησε πίσω στην κατεχόμενη πατρίδα όταν ταξίδεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Λέγεται πως ο φίλος αυτός επηρέασε πολύ την πνευματικότητα του Εξυπερύ, αν και ανάμεσά τους δεν υπήρχε τίποτε κοινό. Και όμως: «Αναμφίβολα, φίλε μου, χρειάζομαι τόσο τη φιλία σου. Διψώ για ένα σύντροφο που, πάνω από τις διαφορές και τις έριδες της λογικής, θα σέβεται σ’ εμένα τον οδοιπόρο που βαδίζει σ’ αυτή τη φωτιά…» του γράφει και αναπολεί το μεσημέρι μιας μέρας πριν από τον πόλεμο, όταν συναντήθηκαν οι δυο τους στις όχθες του Σηκουάνα και την ευτυχία τους από αυτή τη συνάντηση: «Αυτό που μας έκανε ευτυχισμένους ήταν λιγότερο χειροπιαστό από τη χροιά απλώς του φωτός… Ο ήλιος έλαμπε. Το ζεστό του μέλι έλουζε τις λεύκες στην αντίπερα όχθη και τον κάμπο ως τον ορίζοντα. Ήμασταν όλο και πιο κεφάτοι, αλλά ακόμη δίχως να ξέρουμε το γιατί».
Γράφοντας στον «όμηρο» φίλο του ο Σαιντ-Εξυπερύ στέλνει μήνυμα σε όλους τους συμπατριώτες του που έχουν μείνει «όμηροι» των Γερμανών στη Γαλλία και –προφανέστατα– το Γράμμα βασίζεται σε αληθινά περιστατικά της ζωής του, όπως το πέρασμά του από την Πορτογαλία όταν βρισκόταν εν πλω για τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι παρατηρήσεις του για την εκεί κατάσταση, η παραμονή του στη Σαχάρα, οι ανταποκρίσεις από την Ισπανία κατά τον Εμφύλιο, μα και δεν αποκρύπτει τις τύψεις του: αυτός εγκατέλειψε όταν οι συμπατριώτες του υπέφεραν ή απειλούνταν. Βέβαια τονίζει, για μετριασμό του πόνου του ίσως, ότι δεν αισθάνεται πρόσφυγας εκεί στα ξένα: «Θέλω να ’μαι ταξιδιώτης, αλλά όχι και πρόσφυγας». Βλέπετε, του εκπατρισμένου οι μνήμες ξεθωριάζουν σαν τις αναμνήσεις ενός έρωτα. Του ταξιδιώτη όμως οι θύμησες στέκουν ζωντανές και σφριγηλές. «Δεν αγάπησα ποτέ περισσότερο το σπίτι μου, απ’ όσο όταν ήμουν στη Σαχάρα. Ποτέ αρραβωνιαστικοί δεν ήταν πιο κοντά στις αρραβωνιαστικιές τους, απ’ όσο ήταν οι Βρετόνοι ναύτες τον 16ο αιώνα, όταν καβάτζαραν το ακρωτήρι Χορν». Ωστόσο, να και η χαρά! Η χαρά που αισθάνεσαι στο βλέμμα και στη φωνή του φίλου σου «μην είναι τάχα το ύψιστο δώρο του πολιτισμού μας;». Και όταν επαναλαμβάνει σαν ευχή και σαν προσευχή: «Σεβασμός προς τον Άνθρωπο! Σεβασμός προς τον Άνθρωπο!» είναι γιατί πιστεύει ότι εάν οι ψυχές μας κατοικηθούν από αυτόν, κάποτε, και από σφάλμα σε σφάλμα, από δάκρυ σε δάκρυ, ο άνθρωπος που ποθεί τη ζεστασιά, εντέλει, «βρίσκει το δρόμο που οδηγεί στη φωτιά».
Τέλεια φόρμα, στοχασμοί βαθείς και γλυκείς. Καρδιά ασπαίρουσα. Βιβλίο για τους καιρούς μας. Για όλους τους καιρούς. «Σεβασμός προς τον Άνθρωπο! Σεβασμός προς τον Άνθρωπο!… Να η λυδία λίθος!» Ας μνημονεύουμε τον Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ.
Για εφήβους και νέους, για όλους μας.
http://diastixo.gr/kritikes/efivika/392-gramma-se-enan-omoiro