Η συγγραφέας Cath Crowley είναι γεννημένη στην Αυστραλία. Στη Μελβούρνη. Το 1971. Μεγάλωσε στη Βικτώρια, όπου και έγινε φανατική αναγνώστρια. Αργότερα και σπουδαία συγγραφέας. Από τα πιο γνωστά βιβλία της για παιδιά είναι Μικρές μαγικές προστριβές, Κυνηγώντας, Ένα μικρό ζητά τραγούδια. Έχει γράψει και για ενηλίκους, με αρκετή μάλιστα επιτυχία. Τώρα με το Φεγγάρι στον τοίχο (Graffiti Moon) πρόσφερε στο νεανικό αναγνωστικό κοινό ένα, πράγματι, συγκλονιστικό βιβλίο, ίσως το ωριμότερό της, το πιο βαθύ και πλησιέστερο στην ψυχολογία –αλλά και την κατανόηση– των σύγχρονων εφήβων. Το βιβλίο μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και, εκτός από την πλατιά φήμη, της χάρισε και το Κρατικό Βραβείο καθώς και το βραβείο Ethel Turner στην κατηγορία της Νεανικής Λογοτεχνίας. Ήταν, ακόμη, στη βραχεία λίστα για το Βιβλίο της Χρονιάς. Οι νεαροί αναγνώστες της χαρακτηρίζουν τα βιβλία της «απίστευτα» και «αξέχαστα». Όσον δε αφορά το παρόν, προσωπικώς, μ’ αυτές τις λέξεις θα το χαρακτήριζα. Ίσως και με άλλες, όπως συγκινητικό και αληθινό. Και τη γραφή της θα τη χαρακτήριζα εξαίρετη.
Αυτό το σημαντικό βιβλίο, λοιπόν, εκτυλίσσεται σε μία μόνον νύχτα. Μια νύχτα στη διάρκεια της οποίας ανοίγουν και κλείνουν καρδιές, σπαρταρούν αισθήματα, βγαίνουν στο φως του φεγγαριού κατασπαραγμένες ζωές. Κι ο έρωτας απαιτεί το δίκιο του. Και οι φιλίες είναι σοβαρές και αγνές σαν τα μάτια των βρεφών. Η νύχτα εκείνη δεν πέρασε εύκολα, ωστόσο αποχωρώντας άφησε ξεκάθαρα ίχνη πίσω της. Αγάπης ίχνη και ιριδισμούς ψυχής.
Αλλά ας μιλήσουμε για την πρωταγωνίστρια του έργου, τη Λούσι, που μόλις έχει τελειώσει το Λύκειο και ζει με τους καλλιτέχνες γονείς της, οι οποίοι έχουν μια κάπως παράξενη σχέση (π.χ. ο πατέρας, για ησυχία, ζει στην αποθήκη του κήπου), όχι όμως κλονισμένη. Η κοπέλα, μόλις σκοτεινιάζει, ανεβαίνει στο ποδήλατό της και τρέχει σαν μαγεμένη για να συναντήσει τον Σάντοου, τον οποίο έμαθε να αγαπά δίχως να τον έχει συναντήσει. Νομίζει, βέβαια, διότι παλιότερα ο Σάντοου ήταν συμμαθητής της. Εντ, το όνομά του. Τον ξέρει καλά, μάλιστα κάποτε, όταν άρχισε τα τολμηρά χάδια στο πρώτο ραντεβού τους, η Λούσι, με μια αγκωνιά, του έσπασε τη μύτη. Αργότερα ο Εντ εγκατέλειψε το σχολείο, και με τον φίλο του, τον Ποιητή, δημιουργούν τα ωραιότερα γκράφιτι της πόλης, πλην η κοπέλα αγνοεί ότι ο ταλαντούχος Σάντοου είναι ο ατίθασος και κλασικός κοπανατζής Εντ, που, ναι, κάποτε την αναστάτωνε.
Την είχε ειδοποιήσει ο φίλος και δάσκαλός της στην τέχνη του φυσητού γυαλιού, ο Αλ. «Μου έστειλε μήνυμα στο κινητό μου: Οι φίλοι σου οι γκραφιτάδες –ο Σάντοου και ο Ποιητής– είναι εδώ. Και ξεκίνησα σαν αστραπή. Ο μπαμπάς έμεινε να μου φωνάζει “Καλά, εσύ δεν είχες πιο μετά ραντεβού με την Τζαζ; Τι έγινε; Πήραν φωτιά τα μπατζάκια σου, Λούσι Ντέρβις;” Όχι, το μέσα μου πήρε φωτιά. Η καρδιά μου. Ας μην αργήσω. Ας προλάβω να συναντήσω τον Σάντοου – τη σκιά. Και τον Ποιητή. Αλλά κυρίως τον Σάντοου. Τον τύπο που ζωγραφίζει στο σκοτάδι. Που ζωγραφίζει πουλιά παγιδευμένα σε πέτρινους τοίχους και ανθρώπους χαμένους σε δάση-φαντάσματα. Άντρες που στην καρδιά τους φυτρώνει γρασίδι και κοπέλες έτοιμες να το κουρέψουν με τη μηχανή του γκαζόν. Έναν τύπο που ζωγραφίζει έτσι θα μπορούσα να τον ερωτευτώ. Πραγματικά». Τον έχει ήδη ερωτευτεί. Υπερβολικά μάλιστα. Και ο Εντ; «Και στο σχολείο την παρακολουθούσα. Που ζωγράφιζε εικόνες ανθρώπων αγκαλιασμένων και ονειρευόμουν να αγκαλιαζόμαστε κι οι δυο μας έτσι».
Στο μυθιστόρημα εμφανίζεται κι ο Ποιητής με τα ήσυχα, παραπονεμένα και, πάντως, ενδιαφέροντα και μοντέρνα ποιήματά του. «Είναι ένας τύπος κάτω στο βενζινάδικο/ Με λιοντάρια στα μαλλιά/ Κατσιασμένες ουρές βασιλιάδων που βρυχώνται/ Μ’ ένα βρόμικο τραγούδι αγκιστρωμένο στο δέρμα του/ Δεν θυμάται πότε τα ’χασε ακριβώς/ Αλλά ξέρει πως τα ’χασε τα πράγματα της μέρας…» Δίπλα στα γκράφιτι του Σάντοου υπάρχουν πάντοτε στίχοι του. Υπογραφή: Ποιητής. Πρόκειται για τον Λίο. Ταλαιπωρημένος από οικογενειακά δεινά. Τη στοργή που δεν του πρόσφεραν οι γονείς του τη βρίσκει στο σπίτι του Εντ, παρόλο που κι εκεί υπάρχουν προβλήματα οικονομικά. Για το αγαθό της αγάπης που απολαμβάνει, ο Λίο βοηθά τον Εντ στις σχολικές εργασίες. Η αλήθεια είναι ότι ο Σάντοου δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στην τάξη και με το ζόρι έφθασε στην Α’ Λυκείου. Ύστερα από τη νύχτα εκείνη, όμως, θα προσπαθήσει πάλι, λέει, ενώ ζητά τα μάτια της Λούσι. «Η Λούσι κοιτά τα πουλιά απόψε. Κι εγώ κοιτάζω εκείνη…»
Μέσα από τους εξομολογητικούς μονολόγους της Λούσι και του Εντ περνά η ζωή των νέων. Των περισσοτέρων νέων. Περνούν τα αισθήματά τους: αγωνίες και μικροχαρές, μιζέρια και γενναιότητα, όνειρα, απογοητεύσεις και ξανά όνειρα. Περνά η πόλη. Η χώρα. Σαν στάσιμα παρεμβάλλονται τα ποιήματα του Λίο.
«Δεν παίρνω τα χέρια μου απ’ τους ώμους της Λούσι, παρόλο που το δέρμα της με καίει μέχρι το λαιμό. Δεν με πειράζει αυτή η αίσθηση. Ο δρόμος ξεδιπλώνεται μπροστά μας και το μυαλό μου ξεδιπλώνεται μαζί του…»
Αργότερα: «Έφτιαξα και για σένα έναν τοίχο. Ίσως να είναι ο τελευταίος μου…» λέει ο Σάντοου (που πρόκειται να αρχίσει σπουδές σχεδίου) στην αγαπημένη του. Κι εκείνη: «Είναι ο ήλιος. Μια μπάλα από καυτό γυαλί που νικάει τη νύχτα. Δεν το υπέγραψε. Αλλά ξέρω ποιος είναι ο δημιουργός του. Ξέρω κι εγώ ποια είμαι. Αν και δεν ξέρω το “μαζί” τι είναι ακριβώς. Ακόμα…»
Η συγγραφέας ετοιμάζει ένα καινούργιο βιβλίο, Το καταπληκτικό αγόρι. Εν τω μεταξύ, εργάζεται και ως δασκάλα μερικής απασχόλησης σε σχολείο της Μελβούρνης.
Και, βέβαια, θα ήταν παράλειψη της γράφουσας εάν δεν επαινούσε την άρτια μετάφραση της Χαράς Γιαννακοπούλου.
Ηλικία: για εφήβους και νέους.