Είπαν πως ήταν ο μεγαλύτερος πεζογράφος της Αγγλίας και είναι σίγουρα, μετά τον Σέξπιρ, ο πιο πολυδιαβασμένος συγγραφέας της πατρίδας του. Εμπνευσμένος, ρωμαλέος, δραματικός και πνευματώδης, αβρός, ο Ντίκενς υπήρξε πάνω απ’ όλα κοινωνικός συγγραφέας, επηρεάζοντας με το έργο του τους πολίτες και επεμβαίνοντας έτσι στις δομές της κοινωνίας του καιρού του. Ίσως και των κατοπινών καιρών.Το σπίτι όπου έζησε αρκετά από τα χρόνια της ζωής του – εκεί όπου έγραψε μερικά από τα πιο γνωστά έργα του – θελήσαμε να επισκεφθούμε σε πέρασμά μας από το Λονδίνο, αναζητώντας τη συγκίνηση, τη μαγεία την έξαψη που μας είχε χαρίσει κάποτε η ανάγνωση του «Δαυίδ Κόπερφιλντ», του «Νίκολας Νίκελμπι», της «Χριστουγεννιάτικης ιστορίας», των «Μεγάλων προσδοκιών» κ.ά., τότε που ως παιδιά, ως νέοι προσδοκούσαμε κι εμείς ότι και η δική μας η κοινωνία, η ζωή του μέλλοντος θα υφαινόταν με όλες τις στέρεες λέξεις, αλλά – φευ – διαρκώς το στημόνι κοβόταν και το υφάδι μπερδευόταν, κόμπιαζε – ας είναι.
Στο Λονδίνο του χειμώνα λοιπόν, στο Λονδίνο της ύφεσης , που νυχτώνει πανέμορφο μες στο κόκκινο και το χρυσαφί, στη γαλήνια περιοχή του Μπλούσμπερι, στη Ντάουτι Στριτ, στον αριθμό 48, το σπίτι που στέγασε το μεγάλο συγγραφέα.
Παλιότερα πίσω από το κτίριο υπήρχαν πολλά δέντρα. Τα επισκέπτονταν πουλιά. Το Μάη πεταλούδες. Στην ησυχία της γειτονιάς μπορούσες ν’ ακούσεις το φτερούγισμα τους. Τ’ αφουγκραζόταν και ο Ντίκενς όταν τα πρωινά, τυλιγμένος στη ζεστή του ρόμπα, χωμένος ακόμα στα νυχτερινά του όνειρα, έπαιρνε τη θέση το στο γραφείο, πίσω από το τζάμι, να βλέπει τα κλαδιά, να βλέπει τα φτερουγίσματα κι έπειτα να παραδίνει τον εαυτό του – μέσα από τις σελίδες του – στη μάχη με την αιωνιότητα.
Οι «μαγικές» πένες του
Στο σπίτι –μουσείο της Ντάουτι Στριτ, σε περίοπτη θέση, τα προσωπικά αντικείμενα του συγγραφέα, οι μαγικές πένες του, όλα τα είδη γραφής, η κούπα του, αλληλογραφία, πίνακες, φωτογραφίες, η πολυθρόνα του, οι πρώτες εκδόσεις των βιβλίων του, κριτικές, σκίτσα με τους ήρωες του, πορτρέτα των γυναικών της ζωής του, των παιδιών του, το χρυσό δαχτυλίδι με τις τιρκουάζ πέτρες που ‘δωσε σαν αρραβώνα στη Κάθριν, μενταγιόν, κουδουνίστρες, πόστερ που αναγγέλλουν τις αναγνώσεις του. Παθιαζόταν, βέβαια, να διαβάζει δημοσίως αποσπάσματα από τα έργα του, το κοινό ήταν ζωηρό, συμμετείχε, του έδινε ικανοποίηση το γέλιο τους, το δάκρυ τους. 471 αναγνώσεις έκανε συνολικά, και η ωραία δονούμενη φωνή του, το παρουσιαστικό του, έκαναν τους Λονδρέζους αλλά και τους κατοίκους της επαρχίας να ριγούν, ενώ είναι γνωστό ότι μέχρι που ‘φυγε παραπονιόταν ότι δεν κατάφερε ν’ αφιερωθεί στο θέατρο που λάτρεψε.
Ακόμα, ο επισκέπτης μπορεί να σταθεί σε άρθρα του σ’ εφημερίδες της εποχής, ιδίως στην εφημερίδα “Daily News” , της οποίας υπήρξε ιδρυτής και η οποία ήταν το κυριότερα όργανο των Φιλελευθέρων, καθώς και στο εβδομαδιαίο περιοδικό “Household Words”, στο οποίο δημοσίευε σε συνέχειες τα νέα του μυθιστορήματα, διευθύνοντας το επίσης ως την ημέρα του θανάτου του, αλλά υπάρχουν και προγράμματα από παραστάσεις έργων του διασκευασμένων για τη σκηνή, η βιβλιοθήκη του ακόμα, ένας πελώριος – μη τελειωμένος ωστόσο – πίνακας, με το συγγραφέα καθιστόν εμπρός στο γραφείο του και γύρω οι γνωστές φιγούρες των ηρώων του. «Το όνειρο του Ντίκενς» τιτλοφόρησε τον πίνακα ο ζωγράφος R. W. Buss. Τέλος, περνώντας έναν από τους διαδρόμους δεν μπορείς παρά να σταματήσεις μπροστά σε μια βαριά καγκελωτή σιδεριά, τοποθετημένη σε πλαίσιο: είναι φερμένη από τη φυλακή όπου ήταν έγκλειστος ο πατέρας του.
Σε τούτο το σπίτι λοιπόν έφτασαν ο Τσαρλς και η Κάθριν Ντίκενς, τον Απρίλιο του 1837, ημέρα που γιόρταζαν την πρώτη επέτειο του γάμου τους. Στα χέρια τους, το πιο πολύτιμο απόκτημα τους, το μόλις ολίγων εβδομάδων αγοράκι τους, πρώτο από τα εννιά παιδιά που απέκτησαν. Η Κάθριν είχε άλλες δυο αδελφές, που τις υπεραγάπησε ο συγγραφέας· κατάγονταν από τη Σκοτία, κόρες του εκδότη της εφημερίδας“Evening Chronicl” .
Αντιθέτως ο πατέρας του Τσαρλς, Τζον Ντίκενς, βάσταγε από οικογένεια υπηρετών και όλη η ζωή του πέρασε μες στη μιζέρια και την ανέχεια. Αυτός ο γοητευτικός, ανοιχτόκαρδος, καλοσυνάτος άνθρωπος, αναγκαζόταν να σέρνει την οικογένειά του σε όλο και μικρότερα διαμερίσματα, σε όλο και πιο υποβαθμισμένες περιοχές, στερώντας τους τη ηρεμία, την ασφάλεια, ακόμη και την τροφή. Η γυναίκα του, Ελίζαμπεθ, πικρή, κλειστή, αμίλητη. Τα βάσανα ίσως…
Βέβαια κάποτε ήλθαν καλύτερες μέρες για τους Ντίκενς και όταν ο πατέρα έπιασε δουλειά στα ναυπηγεία του Τσάταμ, βρήκαν εκεί κοντά μια χαριτωμένη μονοκατοικία κι έζησαν πέντε χρόνια ησυχασμένοι. Τούτα ήταν τα καλύτερα τους χρόνια, ήταν μια ολόκληρη ζωή για τον μικρούλη Τσαρλς, ζωή γλυκιά που ποτέ δεν ξέχασε….
Και βέβαια στο παιδί δεν ταίριαζε καθόλου το σχολείο. Τουλάχιστον ο τρόπος που μεταδίδονταν οι γνώσεις, το στρίμωγμα, το ύφος των δασκάλων. Στεναχωριόταν. Μόνη του παρηγοριά ένα δέμα με παλιά μυθιστορήματα που ανακάλυψε στη σοφίτα του σπιτιού τους. Κάτι άλλο σημαδιακό καθοριστικό μάλλον, ήταν η παρουσία μιας παρακόρης που τα βράδια τον αποκοιμίζει με παλιά λαϊκά τρομακτικά παραμύθια και θρύλους εφιαλτικούς. Του τραγούδαγε κιόλας τραγούδια του τόπου της, βοηθώντας, άθελα της βεβαίως, ν’ αναπτυχθεί η φαντασία του παιδιού αλλά και η ένταση και η τραγικότητα που σφράγισαν όλο το έργο του συγγραφέα.
Θεληματάρης
Αργότερα, δυσάρεστα γεγονότα ανάγκασαν την οικογένεια να φύγει για το Λονδίνο και τον μικρό Τσαρλς να σταματήσει το σχολείο και να γίνει θεληματάρης σε ενεχυροδανειστήριο κι έπειτα να πιάσει κι άλλη δουλειά σε εργοστάσιο χρωμάτων. Παιδί 10 – 12 χρονών, εξοντωνόταν, έτρεχε πέρα – δώθε τρομοκρατημένο. Αρουραίοι, κρύο, πείνα, συνθήκες άθλιες στη δουλειά, κοροϊδία, εκμετάλλευση, έλιωνε στα πόδια του, αλλά η μάνα του τον πίεζε να μη σταματήσει, ώσπου φυλακίστηκε ο πατέρας του για να ολοκληρωθεί η τραγωδία.
Α, εκείνες οι επισκέψεις του παιδιού στις φυλακές του Μάρσαλσι. Έτρεμε η καρδούλα του, σκιαζόταν, συμπονούσε αγωνιούσε. Ήταν πολύ μικρός για να δεχτεί τις συνέπειες του νόμου, τ’ απλήρωτα χρέη. Δεν δεχόταν τη δυστυχία που ‘βλεπε στα μάτια των φυλακισμένων, την εγκατάλειψη, την παραίτηση, το τρέμουλο.
Λένε πως χάρη στα κείμενα του, αργότερα πολλά άλλαξαν στο σωφρονιστικό σύστημα της Αγγλίας και βελτιώθηκαν κατά πολύ οι συνθήκες απασχόλησης των ανηλίκων. Όχι βέβαια πως η εκμετάλλευση έπαψε ποτέ, αλλά εκείνος ο ζόφος, τα ανεξέλεγκτα κακουργήματα απέναντι στα παιδιά άρχισαν να αραιώνουν και στα διάφορα φιλανθρωπικά ιδρύματα ξεσκεπάστηκε το άδικο που μέχρι τότε ήταν διπλομανταλωμένο. Βλέπετε ο ίδιος δεν μπόρεσε – ή δεν θέλησε – να λησμονήσει τα χρόνια που σπρωγμένος από την ανάγκη πρόσφερε τον τρυφερό, ονειροπόλο εαυτό του θήραμα στους κυνηγούς του κέρδους.
Και κάτι ακόμα: παρότι υπήρξε κοινωνικός, ζεστός, εγκάρδιος, απέφυγε κάθε κοσμικότητα και ποτέ δεν επιδίωξε σχέσεις με το κατεστημένο. Πολιτικοποιημένος, πληθωρικός, σχεδόν πάντοτε ερωτευμένος, αγαπούσε την καλή ζωή, τους περιπάτους, τα ταξίδια· μόνο η Αμερική όπου είχε πάει για σειρά αναγνώσεων τον απογοήτευσε. «Δημοκρατία της φαντασίας» την είχε αποκαλέσει, βλέποντας του αναρίθμητους σκλάβους. Συχνά συναναστρεφόταν ανθρώπους του μόχθου, έστεκε κοντά τους και στα προβλήματα τους, κατανοούσε, κατέγραφε.
Και οι άνθρωποι αυτοί, οι βασανισμένοι και παραγκωνισμένοι, που τον είχαν στην πραγματικότητα γεννήσει, του ανταπέδωσαν την έγνοια, τη θερμότητα, τη συμμετοχή. Τον αγάπησαν. Αληθινά ο Τσαρλς Ντίκενς ήταν ο αγαπημένος συγγραφέας του λαού.
Όταν στα 1870 πέθανε ξαφνικά (57 ετών), πολίτες από κάθε γωνιά της πατρίδας του τον κήδεψαν με θλίψη και τιμές. Έχαναν το δικό τους άνθρωπο.
Μαζί του έχαναν και το «Πνεύμα των Χριστουγέννων», την ελπίδα ότι θα γεννηθούν κι άλλοι ταγμένοι να καλυτερέψουν τη ζωή των ταπεινών και των στερημένων, τη χαρά ότι θα ανθίσουν κι άλλα ρόδα στο καταχείμωνο του κόσμου, ότι θα ακουστούν κι άλλες φωνές παραμυθίας να τους μιλούν με βεβαιότητα για θαύματα και για σωτήριες «Μεγάλες προσδοκίες».
*Πρώτη δημοσίευση του άρθρου της Ελένης Σαραντίτη έγινε στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία»