Μια τραγωδία. Μια μεγάλη και γεμάτη αναστάτωση ψυχής τραγωδία στην οποία, όπως συνέβαινε και συμβαίνει, ενυπάρχουν όλα τα στοιχεία που αναπαριστούν την ίδια τη ζωή – συγκρούσεις, δηλαδή, φόβος και οίκτος, κομμός, ήθος (ο χαρακτήρας των προσώπων που δρουν στο έργο), η συμμετοχή, η έξοδος. Πλην απουσιάζει η κάθαρση. Και ούτε καν γίνεται λόγος για εξαγνισμό. Εξάλλου, προς τι; Η ηρωίδα του έργου, Άγκνες Μαγκνουσντότιρ, ακόμη και στη σκιασμένη και παραδαρμένη καρδιά της, και μες στον άγριο φόβο που την κύκλωνε κάθε πρωί και απειλητικότερος, ενόσω περίμενε την εκτέλεσή της, γνώριζε ότι δεν είχε εγκληματήσει. Δεν είχε κριματίσει απέναντι σε θεούς και ανθρώπους, πόσο μάλλον απέναντι στην παντελώς στερημένη από αγαθά ζωή της, από μικροχαρές, από τρεμάμενες απολαύσεις, μητρική στοργή, μέχρι και την ανάπαυση· αυτή η κατηγορούμενη ως φόνισσα, πεινασμένη και ανέλπιδη εργάτρια γης, νόθο εγκαταλειμμένο κάποτε κοριτσάκι, δεν είχε προξενήσει βλάβη ούτε καν σ’ αυτά τα ταπεινά όνειρα προς τα οποία κατευθυνόταν ή την κατεύθυναν…
Μια τραγωδία. Στην παγωμένη, αγροτική Ισλανδία του 19ου αιώνα. Με τους εργάτες και τις εργάτριες να σαρώνουν ομαδικώς δρόμους και αχάραχτα σοκάκια γυρεύοντας δουλειά στα αγροκτήματα, στα ψαράδικα λημέρια, ψάχνοντας μια κούρνια να αποστάσουν, μια πίτα να κορέσουν την αδιάκοπη πείνα τους, λίγο γαλοτύρι να ευχαριστηθεί ο κατάξερος ουρανίσκος.
«Γνωριστήκαμε σ’ ένα ξενύχτι εργασίας…» αρχίζει το μυθιστόρημά της Επτά για ένα μυστικό, 1922, (Νεφέλη, 1992), η υπέροχη Ουαλή συγγραφέας Μαry Webb (1881-1927). Aχ, τα ξενύχτια εργασίας, της ανάγκης τα ξενύχτια· μια μικρή κοινωνία. Στο ημίφως. Μια κοινωνία νέων, ήδη κουρασμένη. Και πόσο αδρά περιγράφει αυτά τα ξενύχτια ο σπουδαίος πεζογράφος και ποιητής Βρετανός Τόμας Χάρντι (1840-1928) στο πολυδιαβασμένο μυθιστόρημά του Τες ντ’ Ουρμπερβίλ (Tess of the d’Urbervilles,1891), το οποίο, σημειωτέον, έγινε μια εξαιρετικά ωραία ταινία από τον Ρομάν Πολάνσκι το 1979, με τίτλο Τες, γλυκιά μου εξαδέλφη, με την πανέμορφη Ναστάζια Κίνσκι στον ρόλο της Τες να αιχμαλωτίζει αμέτρητες καρδιές, έτσι όπως περιφερόταν αδιάκοπα, δίχως παράπονο και βαρυγκόμια, στην κάψα και τον παγετό, πλάι στην ομάδα των ανέργων που διαρκώς αυξανόταν για να φθάσει να μοιάζει με κοπάδι. Ή με σμάρι πουλιών που ξεμακραίνει άτακτα. Όχι σε σχηματισμούς δαντελένιους, παρά σε σχήματα σκοτεινά, χασμώδη, που δεν προμηνούν λιακάδες και χόρταση παρά ταπείνωση και δουλειά εξαντλητική. Και αν εμφανιζόταν μια αχτίδα –αραιά και πού– θα ήταν το δειλό χαμόγελο του συντρόφου απ’ την ομάδα των σκαφτιάδων, της συντρόφισσας από τα πατατοχώραφα ή μια γνωστή, θωπευτική φωνή από το σμάρι των θεριστών. Τέλος, σπανιότατα, ένα μυστικό αντάμωμα και κάποιο κρυφό αγκάλιασμα στη σκοτεινιά και τη ζεστασιά των στάβλων.
Έτσι περνούσε η Άγκνες Μαγκνουσντότιρ την πικρή της ζωή. Είχε μεστώσει πια δουλεύοντας την ξένη γη, τα άγνωστα νοικοκυριά· είχε αφήσει πίσω της τα τριάντα. Όμορφη. Ζωντανή. Τα μάτια της στο πιο φωτεινό γαλάζιο, ενώ στο αρχείο της παλιάς ενορίας, στο Εκκλησιαστικό Μητρώο Κατηχουμένων, ο εφημέριος είχε σημειώσει στην πρώτη της μετάληψη, που έλαβε στα δεκατέσσερά της χρόνια: «Δυνατό μυαλό με καλή γνώση και κατανόηση του χριστιανικού πνεύματος».
Ελεύθερη συνείδηση, εργατική, σιωπηλή και, παρότι έζησε απίστευτα δύσκολα, κρατήθηκε στον «αφρό των ημερών». Έως ότου ερωτεύθηκε.
Δώρο, ίσως πει κανείς. Χάρισμα στη μοναξιά και την ανέχεια. Στο ατέλειωτο τρεχαλητό και στους κρυσταλλιασμένους δρόμους.
Να όμως που τώρα, στα τριάντα τρία της, καταδικάζεται σε θάνατο για συνέργεια στη δολοφονία του εργοδότη και εραστή της, Νάταν Κέτιλσον, και του Πέτερ Γιόνσον, φιλοξενούμενού του. Ο Νάταν έτυχε να ‘ναι άνθρωπος αδίστακτος, πολυτάλαντος, με κλίση προς την ιατρική, ροπή προς τον αισθησιασμό, με ανησυχίες μεταφυσικές, θεραπευτής και άθεος. Πολλοί τον χαρακτήριζαν μάγο. Πάντως τη μάγεψε την όμορφη, έξυπνη γυναίκα. «Η προδοσία του φίλου είναι χειρότερη από την προδοσία του εχθρού», είχε θυμηθεί τον λόγο από τη σάγκα του Γκίζλι Σούρσον μια παραδουλεύτρα, η Κάριτας, στον πατέρα Τότι. Και ο Νάταν, φίλος και ερωτικός σύντροφος της Άγκνες, την είχε προδώσει, ενώ εκείνη είχε παραδοθεί στα χέρια του.
«Είπαν ότι πρέπει να πεθάνω. Είπαν ότι έκλεψα την ανάσα άλλων ανθρώπων και τώρα πρέπει κι αυτοί να κλέψουν τη δική μου. Φαντάζομαι, λοιπόν, πως είμαστε όλοι φλόγες κεριών που φέγγουν θαμπά, τρεμοσβήνουν στο σκοτάδι και στο φύσημα του αέρα, και μέσα στην ησυχία της κάμαρας ακούω βήματα, βήματα τρομερά που έρχονται, έρχονται να με σβήσουν και να με διώξουν μακριά από μένα σε μια γκρίζα τολύπα καπνού. Θα χαθώ, θα σκορπίσω στον αέρα και στη νύχτα…» παραμιλά η κατάδικος η οποία, σύμφωνα με τους Νόμους της Δανίας, όπου τότε ανήκε η Ισλανδία, μέχρις ότου εκτελεσθεί δι’ αποκεφαλισμού στην περιοχή όπου έζησε και εγκλημάτησε, θα παρέμενε, κατά διαταγή του Νομαρχιακού Επιτρόπου, έγκλειστη σε ένα αγρόκτημα. Δουλεύοντας, μάλιστα.
Στα δεκατρία κεφάλαια του βιβλίου, άλλοτε έχουμε τους εκπληκτικούς, ποιητικούς, συγκινητικότατους μονολόγους της ηρωίδας, άλλοτε τις αφηγήσεις-εξομολογήσεις της στον εφημέριο Τότι, έναν ήπιο, δίκαιο και συναισθηματικό νέο άνδρα που η ίδια ζήτησε, άλλες σελίδες μεταφέρουν τις συζητήσεις της με την κυρά του υποστατικού. Αυτή, Μαργκρέτ το όνομά της, με σοβαρή ασθένεια στους πνεύμονες, ήταν γυναίκα θησαυρός που παραστάθηκε αδελφικά στην Άγκνες, αν και η ίδια αρχικώς, όπως όλη η οικογένεια άλλωστε, είχε καταθορυβηθεί με τον ερχομό της «φόνισσας», πλην με τις νυχτερινές συναντήσεις και συζητήσεις τους στη θαλπωρή της κουζίνας, κατόρθωσε να ξεσκεπάσει έναν άλλον άνθρωπο, μια προσωπικότητα που κάποτε ήταν γεμάτη θέλγητρα ψυχής και πνεύματος. Τώρα τσακισμένος και πατημένος ανθός. Σε μιαν έρημο.
«Και πρέπει να την έχετε δεμένη έτσι, σαν αρνί που το πάνε για σφάξιμο;» είχε βάλει τις φωνές στον χωροφύλακα που τη συνόδευε. Έπειτα, είδε τις πληγές της στα χέρια και τα πόδια από τις αλυσίδες και τις θεράπευσε, φρόντισε τα τραύματα από τους ξυλοδαρμούς των «οργάνων», είδε τη βρόμα της και τα ζωύφια και την έκανε κι άστραψε, την πόδεσε, της έβγαλε τα ράκη προσφέροντάς της ρούχα νοικοκυρεμένα, τη χόρτασε ψωμί και, με τον καιρό, αγάπη. Νομίζω ότι η Μαργκρέτ είναι η μια από τις δυο ηρωίδες της ιστορίας. Τέλος, σε άλλες σελίδες βλέπουμε αντίγραφα κρατικών εγγράφων, καθώς η Άγκνες ήταν πρόσωπο υπαρκτό και μάλιστα επάνω της –και επάνω στον συνένοχό της– εφαρμόστηκε, στις 12 Ιανουαρίου 1830, η τελευταία θανατική ποινή στην Ισλανδία.
Να σημειώσουμε ότι έως και πενήντα χρόνια πριν (περίπου μέχρι το 1780) μια άλλη μορφή θανάτωσης στη βόρεια αυτή χώρα ήταν να δεθεί το θύμα με σχοινιά στον ποταμό για να πνιγεί ή να παγώσει μέχρι θανάτου. Βέβαια στη μεσαιωνική Ισλανδία, όπου δεν υπήρχε κεντρική εκτελεστική εξουσία, δεν εφαρμοζόταν καν η θανατική ποινή.
«Ο Νάταν έχει πεθάνει. Κάθε πρωί ξυπνάω και πονάω πολύ, πονάω από τη λύπη που με χτυπάει στην καρδιά. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να βουτήξω το κεφάλι μου ξανά στο όνειρο. Ή να πάω με τη φαντασία μου ξανά στο Μπρέκουκοτ, όταν η Μάνα ήταν μαζί μου…» σκέπτεται η μελλοθάνατη. Ένα πετραδάκι τής είχε δώσει η Μάνα πριν την εγκαταλείψει. «Θα σου φέρει τύχη. Είναι μαγικό. Βάλ’ το κάτω από τη γλώσσα σου και θα μπορείς να μιλάς με τα πουλιά».
Τον είχε γνωρίσει στη γιορτή του θερισμού. Δεν ήταν ωραίος, με αλεπού έμοιαζε και είχε χέρια ντελικάτα, σαν γυναικεία. «Το βάρος των δαχτύλων του στα δικά μου, σαν το πουλί που κάθεται σε κλαδί». Καιρό μετά, και όταν η σχέση τους είχε περάσει φουσκοθαλασσιές, εκείνος είχε ανοίξει την πόρτα και την έσυρε γυμνή στο χιόνι και στο σκοτάδι. Η Άγκνες κατέφυγε στον στάβλο και βρήκε ζεστασιά στο σώμα της αγελάδας.
Την επομένη κάποιος άλλος, ένα ανόητο παιδαρέλι, σφυροκόπησε τον Νάταν και τον γνωστό του άνδρα μέχρι θανάτου· η Άγκνες δεν ήταν παρούσα, μα όταν μπήκε και είδε το διπλό φονικό γέμισε το σπίτι ολοφυρμούς. «Ω, Θεέ μου. Ω, Θεέ μου». Στην αρχή δεν είχε ακούσει το ψιθύρισμα του Νάταν, δεν είχε δει την ικεσία στα μισοσβησμένα μάτια του. Έπειτα κατάλαβε. Την παρακαλούσε και την καλούσε για τη λύτρωση. Υπέφερε. Μαρτυρούσε. Εκείνη υπάκουσε. Τον ευσπλαχνίστηκε. «Το μαχαίρι χώθηκε εύκολα…» Το τέλος του. Και η αρχή του δικού της μαρτυρίου.
Τη νύχτα πριν από την εκτέλεσή της, η οικογένεια συγκεντρώθηκε στην καλή κάμαρα. Όλα τα σπάνια και θερμά αισθήματα τύλιγαν τη μελλοθάνατη σαν μανδύας· ξεχείλιζε το δωμάτιο από αγάπη, συμπόνια και φιλία. Λόγια στοργής ανείπωτα φτεροκοπούσαν στους τοίχους σαν πληγωμένα πουλιά. Από ένα ζωγραφιστό μπαούλο η Μαργκρέτ έβγαλε μια στολή. Σαν νυφιάτικη. «Ντύσου» ένευσε στην Άγκνες. Και, «Εδώ είμαι Άγκνες. Μη φοβάσαι, κορίτσι μου. Κορίτσι μου».
Ξημερώματα, «Πρέπει να πηγαίνουμε» είπε ο εφημέριος. Και όλοι από την οικογένεια, μα και οι άνδρες του υποστατικού, καβάλα στ’ άλογα, ντυμένοι στα μαύρα, ακολούθησαν. Τη συνόδευαν σεβαστικά στον Γολγοθά οπού ανέβαινε τρομοκρατημένη. Το χιόνι είχε σκεπάσει τα πάντα. Σαν σάβανο. Ο εφημέριος την έσφιξε πάνω του. «Δεν θα σ’ αφήσω ποτέ, ο Θεός είναι παντού, είναι γύρω μας, Άγκνες. Δεν θα σ’ αφήσω». Από μακριά ακούστηκε ο επικήδειος ύμνος «Σαν το λουλούδι». Την αγκάλιασε.
«Το βιβλίο αυτό είναι ένα μυθιστόρημα, έργο φαντασίας. Βασίζεται, όμως, σε αληθινά γεγονότα» καταθέτει η Αυστραλή συγγραφέας Χάνα Κεντ (Αδελαΐδα, 1985), η οποία με το πρώτο της κιόλας μυθιστόρημα κατέκτησε τις καρδιές εκατομμυρίων αναγνωστών. Και συνεχίζει: «Ελπίζω να δείτε στο μυθιστόρημά μου το σκοτεινό γράμμα αγάπης που θέλησα να γράψω στην Ισλανδία».
Εξαιρετικό. Γραφή υψηλής ποιότητας. Έργο φορτισμένο από κρυφή αγάπη. Και σαν τέτοια, πολυτίμητη.
«Μάνα μου, εγώ είμαι τ’ άμοιρο, το σκοτεινό τρυγόνι…» είχε απευθυνθεί σε στιγμές οδύνης ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στη μητέρα του. Άγκνες Μαγκνουσντότιρ, η σκοτεινή τρυγόνα ενός κόσμου, του κόσμου μας, που δεν αφήνει περιθώρια διαφυγής. Ή πετάγματος.
ΥΓ. Θα ήταν παράλειψή μου εάν δεν στεκόμουν στη μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου. Ό,τι ωραιότερο.
https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/3509-ethima-tafis-sarantiti