Μας αποχαιρέτησε ο Σεπτέμβριος αναχωρώντας, όπως πάντα, συνοδεία γαλανού και αργυρού φωτός, αφήνοντας σαν δώρο αποχαιρετιστήριο ευωδιές γαζίας και χρυσανθέμων, νοτισμένης αμμουδιάς και αμάραντων, λευκών αγριοτριαντάφυλλων, παραγινωμένων τσαμπιών ροζακιού, κυδωνιού και δεντρολίβανου, που στη λακωνική πατρίδα ροζμαρί το καλούμε. Παραδίδει όμως και τη μνήμη ενός ουρανού ο οποίος, αμέτοχος στα τεκταινόμενα των ημερών, παρέμεινε αίθριος και ευφρόσυνος, εγγύτατος, σχεδόν πατρικός. Πλην υποψιάζομαι ότι δυσκολεύεται να εγκαταλείψει τη θάλασσα! Ω, καλά αυτή· η κυρά του! Η πριγκιπέσσα του. Που τούτες τις μέρες απλώνεται και ταξιδεύει στο καταμεσήμερο μ’ όλα της τα παλιά φλουριά τα κωνσταντινάτα, δώρο του εξ υπαρχής αγαπημένου της, του ήλιου. Η θάλασσα το δειλινό ριγεί και αναδεύεται ανεπαίσθητα ενώ η γαλανή της απλωσιά γεμίζει ανταύγειες ρόδινες και πορτοκαλιές, με λάμψεις μεταλλικές απαλότατες, ωσάν να έχεις ριγμένα επάνω της αμέτρητα μίλια από εκείνο το παμπάλαιο, πολύτιμο ύφασμα, τον ταφτά τον προυσαλιώτικο με τ’ όνομα. Τα πρωινά αδημονεί· είναι που ετοιμάζεται να υποδεχθεί τις θυγατέρες της, τις αλκυόνες, οι οποίες θα κοπιάσουν στα γνώριμα νερά με την ταχύτητα της αστραπής και τη λάμψη των γαλαζοπράσινων φτερών, που θαμπώνει τη δρόσο. «Μαμά, μαμά! Μ’ αγαπάει η θάλασσα!», άκουσα ένα μεσημέρι το κοριτσάκι που κολυμπούσε κοντά μου. Είχα κάποτε έναν Ισπανό φίλο. Ζωγράφο. Ρινάλδο ντε Λαμάρε το όνομά του. Επισκεπτόταν κάθε Σεπτέμβριο ανελλιπώς τη χώρα μας. Αποτραβιόταν στην ύπαιθρο και ζωγράφιζε. Ισχυριζόταν ότι το φως του ελληνικού Σεπτεμβρίου δεν υπάρχει πουθενά αλλού. «Λα ιρεκουμπεράβλε λουθ ντελ Σεπτιέμπρε, μες ντε λα ντουλκούρα. Αφτα λα νότσε, μι αμίγκα» (Το ανέσπερο φως του Σεπτεμβρίου, ο γλυκός μήνας. Ακόμη και τη νύχτα, αγαπητή μου) έλεγε κάθε φορά που συναντιόμασταν στην προκυμαία της μικρής μας πόλης. Και μου φαινόταν πως τα μάτια του, στο χρώμα του ανθρακίτη, είχαν αντλήσει αρκετό από αυτό το φως, το γλυκό και αβασίλευτο.
Ελευθεροτυπία, Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013