«Το λεύκωμα του Ε2 – Μαργαρίτα Αυγερινού»
Πιάνει στα χέρια του ο Λουκάς το ροζ τετράδιο και σέρνει μαλακά τα δάχτυλά του στην ετικέτα· χάδι απαλότατο μα και γεμάτο κινήσεις περίσκεψης. Ένα κοριτσίστικο λεύκωμα στην τσάντα του!
«Θέλω να το προσέχεις, Λουκά, είναι λεύκωμα. Είσαι το πρώτο αγόρι που θα γράψει». Το δεκάχρονο παιδί το έβαλε κρυφά στην τσάντα του ενώ εκείνη, η Μαργαρίτα, γελούσε με τα αιώνια λακκάκια της κι ήταν τόσο όμορφη ώστε, ανεπαισθήτως, εισέβαλαν στο όλον του Λουκά εκείνα τα καμπανάκια που ηχούσαν σε κάθε εμφάνισή της. Και καλά· δεν ήταν και μικρό πράγμα να σε πλησιάζει και να σε εμπιστεύεται η Μαργαρίτα! Εξάλλου, της είχε αδυναμία· αλλά και ποιος δεν της είχε αδυναμία…
Σε ένα ροζ κοριτσίστικο λεύκωμα, τι στο καλό θα έγραφε ο Λουκάς; Μια στιγμή φάνηκε διστακτικός αλλά η Μαργαρίτα, που πιάνει πουλιά στον αέρα, «Δεν θα μου πεις όχι, έτσι;» Πώς να της το αρνηθεί εκείνος οπού τα καμπανάκια στο κεφάλι του είχαν γίνει γλυκόηχες καμπάνες τώρα. Και, «Μην ανησυχείς, είναι εύκολες ερωτήσεις!» του φώναξε γελώντας με τα χαριτωμένα λακκάκια της καθώς απομακρυνόταν.
Ευφυής ο τίτλος που έδωσε στο βιβλίο της η Ιωάννα Μπαμπέτα. Όντως εύκολες ερωτήσεις. Μα εκείνες οι απαντήσεις ώρες ώρες σού ξεσχίζουν, με μετάξι, την καρδιά. Διότι συμβαίνει κάτι το οποίο δεν έχω συναντήσει άλλοτε σε λεύκωμα. Το παιδί, ο Λουκάς, γλυκύτατο άτομο και καλοαναθρεμμένο, με μάτι καθαρό, καλοσυνάτο, αποφασίζει να απαντήσει με ειλικρίνεια, διαβάζοντας και γνωρίζοντας έτσι στο βάθος τον εαυτό του: κάποιες στιγμές είναι αφελής, άλλοτε παρατηρητικός, άλλοτε παρηγορητικός, ευαίσθητος στον πόνο των άλλων, συμμέτοχος, καλός φίλος, καλός γιος, αλλά «Σιχαίνομαι οτιδήποτε σε γυμναστική. Γενικά δεν μου αρέσει να ιδρώνω και να βροντοχτυπά η καρδιά μου, σαν να θέλει να φύγει από το στήθος μου και να πάει στο κρεβάτι μου να ξαπλώσει για να ξεκουραστεί. Δεν είμαι αθλητικός τύπος, πώς να το πούμε!» Και όμως έπρεπε να λάβει μέρος σε αγώνες στίβου. Ευνόητο, όπως πήγαινε με την καρδιά βαριά, να παραπατήσει, να πέσει, να ματώσει: «Δεν έχω κανένα πρόβλημα με το αίμα. Αρκεί να μην είναι το δικό μου» μιλά εκ βαθέων στην ερώτηση του λευκώματος «Ποιον αντιπαθείς;».
Εξομολογείται, βέβαια, περιγράφοντας το συμβάν, πώς ο συμμαθητής του ο Άγγελος τον ρεζίλεψε, τον μείωσε, τον κορόιδεψε μπροστά σε όλους μετά την πτώση και τον ελαφρό τραυματισμό του. «Έτσι πέφτουν οι λουκουμάδες…» κορόιδευε το ανόητο παιδί και όλοι γύρω γελούσαν παρασυρμένοι. Και μοναχά η Μαρία, φιλεναδίτσα του εξαρχής, μιας και οι μητέρες τους ήταν παλιά συμμαθήτριες και φίλες, πλησίασε τον Άγγελο και του έριξε μια γερή μπουνιά.
«Είναι αλήθεια πως κάποιον αντιπαθώ, όμως πρόσφατα με έκανε να καταλάβω τι σημαίνει αληθινή φιλία» αναφέρεται βέβαια στο μάθημα που έδωσε η Μαρία στον Άγγελο.
Στην ερώτηση δε «Τι θα άλλαζες στους γονείς σου;» αφού πρώτα στέκει σε ορισμένα χαρίσματα, ελαττώματα, «παραξενιές» τάχα, όπως λ.χ. «Μια φορά που είχα θυμώσει με τη μαμά, γιατί είχε θυμώσει μαζί μου, που είχα θυμώσει με τη δασκάλα, που είχε κι εκείνη με τη σειρά της θυμώσει μαζί μου…» και άλλα διάφορα και καθημερινά, το πλείστον γλυκά και ειρηνικά, απαντά: «Οι γονείς μου είναι σαν ένα καλό αυτοκίνητο. Χρειάζονται πότε πότε ένα μικρό σέρβις. Είναι όμως αξιόπιστοι και δεν θα τους άλλαζα με τίποτα».
«Τι είναι αγάπη;» μια σημαντική και φλέγουσα ερώτηση. Όπου στο πάρτι της λαμπερής Μαργαρίτας που όλα πάνω της γελούν και όλα τα βλέμματα των συμμαθητών σκαλώνουν στο όμορφο πρόσωπό της, ο Λουκάς τής πρόσφερε μια συλλογή ποιημάτων· έργα ερωτευμένων ποιητών. Αχ, κι εκείνη δεν το ξεφύλλισε πλην, κάποια μέρα, κοιτάζοντάς τον σαν αιχμαλωτισμένο, «Το ωραιότερο δώρο που έχω πάρει είναι ένα βιβλίο με ποιήματα». Και οι καμπάνες άρχισαν να χτυπούν, στο κορμί, στην ψυχή, στον νου του Λουκά, χαρμόσυνες καμπάνες, κρυστάλλινες…
Σπαράγματα. Ψυχής και ζωής. Αληθινής και ενθαρρυντικής.
Να το πω δίχως υπερβολές· η Ιωάννα Μπαμπέτα με το βιβλίο της Εύκολες ερωτήσεις, δύσκολες απαντήσεις βαδίζει πλάι σ’ ένα δεκάχρονο αγόρι και του συμπαραστέκεται: αβρά, μητρικά, αγγελικά, ενώ μεταφέρει στον αναγνώστη αυτά τα σπάνια και ακριβά αισθήματα που αναπτύσσονται μέσα της. Να προσθέσω και κάτι ακόμη: το χιούμορ, ποιοτικό, ανθρωπινό, είναι παρόν στις σελίδες της, κι ένα κάποιο μυστικό, αλλά όμως αξιοπρόσεκτο παιχνίδι με τις λέξεις, όπως π.χ. ήταν φανερό και στο γλυκύτατο (εκδοθέν πέρυσι) βιβλίο της Η Ζωή που περισσεύει. Πλέον δέον να θεωρείται ότι όχι αδίκως ορισμένα από τα έργα της έχουν, κατ’ επανάληψιν, διακριθεί. Όπως και το περί ου ο λόγος, το οποίο έλαβε, επαξίως, το Βραβείο Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς.
Η εικονογράφος Σάντρα Ελευθερίου (ζει στη Λάρνακα) έχει φιλοτεχνήσει άνω των πενήντα παιδικών βιβλίων. Ικανοποιητική ήταν η δουλειά της στο Σιτάρι της Άννης Θεοχάρη, στην Γοργόνα Ελισσώ του Χρ. Δημόπουλου, Θέλω πάντα να γελάς της Φραντζέσκας Αλεξοπούλου-Πετράκη. Η Σάντρα Ελευθερίου έτυχε αρκετών διακρίσεων.
Ηλικία: 9-12 ετών, αναλόγως.