Τώρα τελευταία, ονειρεύομαι συχνά. Ωραία όνειρα, που, περιέργως, τα θυμάμαι. Ωραία όνειρα, συχνά επαναλαμβανόμενα: Ηλιόλουστα πρωινά σ’ ένα σπίτι παλαιϊκό, αλλά καλοδιατηρημένο, διαμπερές και με μεγάλα φωτεινά δωμάτια, κι εγώ καταμεσής του, περιφερόμενη ασκόπως. Απέξω κήπος. Οχι μεγάλος, οι φοίνικες, όμως, που του στολίζουν την είσοδο, είναι πανύψηλοι και σφριγηλοί. Ο κήπος διαθέτει και παγκάκι. Ξύλινο, λιγάκι σκεβρωμένο, οι σανίδες του γλειμμένες, ξασπρισμένες. Πλάι του έχει θεριέψει μια λυγαριά. Φαίνεται την ποτίζουν, γιατί έχει ψηλώσει, έχει γίνει δέντρο. Πως μια ευθυμία, λέει, με διακατέχει και μπαινοβγαίνω στους άνετους χώρους. Ασταμάτητα, έτσι, δίχως να ζητώ τίποτε, δίχως τίποτα να παρατηρώ ιδιαιτέρως, απλώς τριγυρνώ για την ευχαρίστηση του σπιτιού και μόνο. Μια ευχαρίστηση, που σπανίως τη νιώθει κανείς, κι εγώ, ομολογώ, δεν την είχα απολαύσει ποτέ άλλοτε και, μέχρι την έλευση αυτών των ονείρων, καλά – καλά δεν την υποψιαζόμουν. Ευχαρίστηση, που διαρκεί ώρες μετά το ξύπνημά μου κι είναι πάντα η ίδια, γιατί προέρχεται από το ίδιο πάντα όνειρο, από το ίδιο σπίτι, μέσ’ στο οποίο βηματίζω ανέμελη, ανάλαφρη και το οποίο μού παραστέκει σιωπηλά, ευγενικά, και τόσο διακριτικά, που θα υπήρχε κίνδυνος να μην αντιληφθώ την έγνοια, τη στοργή του σπιτιού, αν δεν ήταν, σχεδόν χειροπιαστό, εκείνο το χάδι στα μπράτσα και, απολύτως αισθητή, ετούτη η ανάσα στον αυχένα. Και το ρίγος στα μάγουλα και στις γάμπες. Ενίοτε και στα μαλλιά. Βαθιά, όμως, στις ρίζες τους. Κοντολογίς με κυκλώνει μια χαρά. Σωματική. Διαρκείας, μάλιστα. Τότε κάνω να στρέψω προς τα πίσω, ν’ αφουγκραστώ, μην είναι κανείς που με παρακολουθεί, που με πλησιάζει, κανείς αγαπημένος, μα διαισθάνομαι ότι είναι το σπίτι, κι ευθύς ησυχάζω.
Όταν τρίζουν τα πατώματα, τα δωμάτια γεμίζουν ήχους μουσικούς, αλλά μισοσβησμένους, κι άμα ανοίγω τα παράθυρα, μου φαίνεται ότι ο ήλιος χαμηλώνει και πλησιάζει, λες και βούλεται να εγκατασταθεί στη βορινή σάλα, που είναι μια ιδέα κρύα. Οντως. Βεβαίως για τις μυρωδιές που σκορπιούνται πλουσιοπάροχα, που έχουν κυριεύσει, θαρρείς, το σπίτι, λέξη δε θα πω. Κουβέντα. Ο λόγος, γιατί οι μυρωδιές με ταρακούναγαν πάντα, με αναστάτωναν, σχεδόν με κτυπούσαν κατάστηθα. Οχι απαραιτήτως δυσάρεστα ή επώδυνα. Απλώς ορμητικά. Αλλά τότε άντεχα. Και την πολλή χαρά και τη μεγάλη στενοχώρια. Τώρα πού κουράγια…
Πάντως, το σπίτι στα όνειρά μου εκπέμπει ευχάριστες μυρωδιές, μυρωδιές που τις νόμιζα ξεχασμένες, πλην όμως, τις είχα καταχωνιάσει. Από φόβο. Γιατί τις μυρωδιές τις φοβάμαι. Τις τρέμω. Α, ματώνουν οι μυρωδιές, οι μυρωδιές καίνε. Κι όποτε αναδίνονται δίπλα μου, κοντά μου, τις αισθάνομαι σαν εισβολείς. Τι λέω. Παραλύει ο νους μου. Αφού – σκέψου – το φούλι, εκείνο τ’ άσπρο, ταπεινό ανθάκι, δεν μπορώ να το πλησιάσω, κι ας το ξεχωρίζω ανάμεσα σ’ όλα τα λουλούδια, δεν το θέλω, το φοβάμαι. Μην τυχόν και το μυρίσω. Και ταραχτώ.
Φούλια πούλαγαν στην υπαίθρια αγορά της Αγίας Ειρήνης – Αιόλου – την περασμένη εβδομάδα. Πολλά φυτά. Κι όλα ανθισμένα. Ιούλιος μήνας δα, οι γλάστρες άσπριζαν κάτω από τις τέντες, κι εγώ, με το που τις είδα, έκανα μεταβολή, πανικοβλήθηκα γιατί κατάλαβα την καρδιά μου να φουσκώνει και να σκάει σε χίλιες μεριές και να αποκαλύπτει τα μάτια της, εύστροφα μάτια και καθαρά σαν παιδικά, και τα χέρια της, άσπρα και λεπτά, αν και δουλεμένα, και μ’ εκείνο το αιώνιο πρήξιμο στον παράμεσο, σημάδι που της άφησε κάποιο σκουριασμένο καρφί, σε ώρα που ξεχώριζε τα ρούχα μας για την πλύση. Ολο έπλενε. Μεγάλη οικογένεια και ανδροκρατούμενη.
Μ’ εκείνα τα χέρια, ωραία ακόμη αλλά δύσκαμπτα από το εγκεφαλικό, προσπαθούσε, ανεπιτυχώς βέβαια, να κόψει ένα φούλι, το πιο μεγάλο, το πιο ανοιχτό, το πλέον εύρωστο, για να του στολίσει την μπουτονιέρα. Ηταν δίπλα της, μα ήταν ξέπνοος – δυο μέτρα άντρας. Κι όμορφος – να μην τον χορταίνεις. Και αχνορόδινος. Δε φαινόταν ούτε καν κοιμισμένος. Σκεπτικός, ναι. Αποξεχασμένος, ίσως. Πάντως λεβέντης με τα όλα του – α, ναι. Δεν ήταν δα και λίγες οι γυναίκες που τη ζήλευαν, καθώς μάλιστα ήταν και ξενοφερμένη, οι γλώσσες τους δε χαρίζονταν…
Αλλά, βέβαια, μην παραλείψω να πω, ότι με το που αντίκρισα τα φούλια, όρμησαν στον πεζόδρομο της Αιόλου και τα κύματα των μαλλιών της. Κι ότι ξεχείλισαν. Μπουκαδούρα μεσημεριάτικη στην καρδιά της πόλης, με καστανοκόκκινες ψιχάλες να πιτσιλάνε τον νου μου. Και πω, πω, απαλά μαλλιά, πω, πω, γλύκα στην αφή τους, αχ, τα μαλλάκια της, τ’ άγγιζες κι έλεγες πως ακούμπαγες το χνούδι από την κοιλιά νεογέννητου πουλιού. Και το δέρμα της, όμοια απαλό. Αφού, χρόνια μετά σ’ εκείνη την άθλια κλινική, στην Κηφισίας, ακίνητη, άλαλη, παραδομένη, οι νοσοκόμες είχαν να το λένε. Πως δεν είχαν ματαϊδεί, δεν τους είχε ξανατύχει τέτοιο βελούδινο σώμα. Τόσο μεταξωτό δέρμα. Ετσι μοσχοβολιστό. Ευχαριστιόμουν τότε. Και λιγάκι καμάρωνα που τις άκουγα. Ας είχε σφαλιστά τα μάτια, τα μέλη παράλυτα, ανήμπορο τον νου – εγώ την ήθελα. Την ήθελα για πάντα. Εστω κι έτσι. Τι εγωισμός!!
Και η φοβία μου με τις μυρωδιές εγωισμός είναι. Που τις στερήθηκα, μάλλον δια παντός. Κύλησε, βλέπεις, ο χρόνος. Άλλαξε και ο χώρος, δυστυχώς. Και μοναχά στον ύπνο μου φθάνουν ακίνδυνες. Θωπευτικές, μόνο στα όνειρά μου. Ιδιαίτερα στα τελευταία. Που μου παρουσιάζεται το άγνωστο καλοκάγαθο σπίτι, που το κατέχω. Κάπως. Οχι ολοκληρωτικά, γιατί δεν υπάρχει ούτε ένα αντικείμενο δικό μου, μήτε ένα αποτύπωμα, θύμηση καμιά από περασμένες μέρες, από προηγούμενη ζωή, ένα γέλιο, μια ζακέτα, ένα βιβλίο, ένας λυγμός, ένα βήξιμο, μια αναπνοή τελοσπάντων. Είμαι εκεί, βέβαια, αλλά μόνο εκείνες τις ώρες, οικοδέσποινα όχι, φιλοξενούμενη όχι, πλην μια παρουσία οικεία και φυσική, σαν το ανασάλεμα της κουρτίνας, ή, σαν τη μυρωδιά που αναδίνεται από τον μπουφέ της τραπεζαρίας, μυρωδιά δαμάσκηνου, λούστρου και λικέρ, αλλά είμαι εκεί. Και είμαι ευλύγιστη. Και νέα. Σχεδόν νεαρή. Κι αστράφτω. Οπως τότε, που όλα τα χρόνια ήταν μπροστά μου. Οπως τότε, που περπατούσα καμαρωτά, που γελούσα καμπανιστά και που τίποτα δε μου είχε πειραχτεί ή αφαιρεθεί. Ούτε μαλλιά, ούτε δόντια, μήτε χρώματα, μήτε δυνάμεις. Ούτε κι επιθυμίες. Τότε που δεν είχα καν φανταστεί ότι θα πήγαινα να κατοικήσω σ’ εκείνο το σπίτι που με απόδιωξε ευθύς εξ αρχής. Βέβαια, εννοείται, κι εγώ δεν το είχα αγαπήσει. Ούτε στο ελάχιστο. Κι όμως, ήταν όμορφο. Γεροχτισμένο, λευκό και ευάερο, άστραφτε τις λιακαδάτες μέρες. Στον κήπο αρχαίες πήλινες γλάστρες, μανόλιες, νυχτολούλουδα και εσπεριδοειδή. Ερχονταν και πουλιά. Κοπάδια. Ξημεροβραδιάζονταν στην μπουκαμβίλια, που ήταν θεόρατη. Κούρνιαζαν στα λουλούδια, στα κλαδιά της να κοιμηθούν. Μόνο που αυτά κοιμούνταν κι εγώ αγρυπνούσα, αναστατωμένη από την πρώτη κιόλας βραδιά που εγκατασταθήκαμε. Βλέπεις, είχα προσπαθήσει ν’ αφουγκραστώ την καρδιά του σπιτιού κι εκείνη δεν ακουγόταν. Εξ ου και ο τρόμος, και η αγωνία, η μεγάλη ανησυχία και τα ερωτηματικά. Μου φαινόταν απίστευτο. Οτι ανάμεσα στα σπίτια που κατοίκησα – έντεκα τον αριθμό – εκείνο ήταν το μόνο που έμεινε σιωπηλό, συνοφρυωμένο, που δε μου έστειλε το συνηθισμένο καλωσόρισμα. Και μέχρι που ξημέρωσε, και μέχρι το άλλο βράδυ, και το παράλλο, μηδέν. Παρακαλούσα για μια ματιά, ένα γνέψιμο, για μια – έστω και ελάχιστη – συνεννόηση, γιατί αλλιώς μου ερχόταν σαν κακοσημαδιά, ότι δε θα στέριωνα στο σπίτι αυτό. Και όντως.
Πρωί, μ’ έναν ήλιο αβάσταχτο, με τη σιωπή των πουλιών στο κατόπι μου και με τα χρυσαφιά μάτια του σκύλου να με ακολουθούν υποψιασμένα. Κατάπικρα. Αυτά τα παραπονεμένα, δυστυχισμένα μάτια, έχουνε κάτσει και πιλατεύουν την καρδιά μου και δεν εννοούν να αποτραβηχτούν με τα χρόνια. Αντιθέτως. Για να τον έπαιρνα μαζί μου, δεν το συζητώ. Σάματι ήξερα πού πήγαινα; Σάμπως και τώρα ξέρω; Αλλωστε κι ετούτο το ευτυχισμένο σπίτι που τελευταίως εμφανίζεται στα όνειρά μου, πόσο ακόμα λες να με συντρέχει; Βαστάνε τα όνειρα; Οχι, δυστυχώς. Λοιπόν, θα σμίξω μαζί του κι απόψε. Και ίσως κι αύριο να το χαρώ. Μπορεί να το απολαύσω και μεθαύριο. `Η και την άλλη εβδομάδα. Επειτα τη θέση του θα πάρουν οι δρόμοι. Δρόμοι άσωστοι. Θ’ ανοίγονται και δε θα βγάζουν πουθενά. Χωματόδρομοι κάτω από την πιο δυνατή αντηλιά ή κάτω από άστρα ψυχρά σαν γυάλινα. Φρυγμένη γη και λιθάρια, σκίνα καχεκτικά και σφήκες. Σκόνη και ξεροπήγαδα και δίψα, αχ, μια δίψα. Και μια στέγνα. Κι εντούτοις θα περπατώ πλανώμενη, παλλόμενη, με την ψυχή ξέχειλη από εικόνες σπιτιών. Σπίτια που πέρασαν από τη ζωή μου σαν σύντομες, μα θελκτικές γνωριμίες ή σαν ένα εκτυφλωτικό τοπίο – στην Πελοπόννησο ήταν θαρρώ – που κάποτε αντίκρισα απ’ το παράθυρο του τρένου, καθώς αυτό έτρεχε ιλιγγιωδώς, τοπίο που δεν πρόλαβα να το χαρώ, δεν πρόλαβα ούτε να παραπονεθώ για την ατυχία, αν και προς στιγμήν σκέφθηκα να τραβήξω το σήμα κινδύνου, να σταματήσει ο συρμός, να πεταχτώ έξω, να βρεθώ πρηνής στο χώμα και στις αγριόριζες, αγκαλιά με τ’ ανθισμένα κλαδιά, τους θάμνους, τα βλασταράκια, αφημένη στις γαλανές και πράσινες ανταύγειες, στις περαντζάδες των πουλιών, στα σουρσίματα, στα θροΐσματα, στους κελαρυσμούς, στα κελαηδήματα και – αχ – να μην είναι να φύγω, να μείνω εκειδά, σαν το πεινασμένο ζωντανό για ώρες, για μέρες, ή σαν το παιδί το λιμασμένο που άλλο δεν κοιτά παρά τη χόρτασή του, και ούτε σπίτια, ούτε άνθρωποι το αφορούν, μήτε όνειρα το εξουσιάζουν, αλλά ούτε και κινδυνεύει από τις μνήμες που παραμονεύουν πίσω από δήθεν ξεχασμένες μυρωδιές.