Ξέρω, κάθε φορά που παίρνω στα χέρια μου ένα βιβλίο του Ιρλανδού Τζον Μπόιν, πως διαβάζοντάς το θα πεταρίσει πολλές φορές η καρδιά μου κι άλλο τόσο θα αναστενάξει γλυκά. Άλλωστε μες στους σκοπούς της τέχνης δεν είναι και το να ανάβει φλόγες εμπρός στα μάτια που θα φωτίσουν μονοπάτια ψυχής ικανά να οδηγούν σε ανοιχτωσιές του νου; Στους σκοπούς της τέχνης δεν περιλαμβάνονται και η γνώση ή η κατανόηση, η παραδοχή και η υπεράσπιση, η στήριξη αυτού που ζητάς και αυτού που αγαπάς; Ο Τζον Μπόιν με τα τρία εφηβικά μυθιστορήματά του απέδειξε ότι υπηρετεί την τέχνη. Αλλά αυτήν που περιβάλλεται το ένδυμα το ανθρωπινό. Συγγραφέας σημαντικός επικοινωνεί μαγικά με τους αναγνώστες του, εφήβους και ενηλίκους, σαν τους σηματωρούς: τους κάνει σινιάλο με τις σημαίες για πολλές σπουδαίες αναχωρήσεις.
Τόσο το Αγόρι με τη ριγέ πιτζάμα, εκδ. Κέδρος, όσο και το πρόσφατο Ο Νόα το έσκασε, εκδ. Ψυχογιός, είναι βιβλία που δε λησμονούνται εύκολα ενώ οι ήρωές τους αθώοι, καλοσυνάτοι, ώριμοι και με τις δικές τους επιλογές, ανεξαρτήτως περιβάλλοντος και προσταγών, είναι αξιαγάπητοι – αξιοσέβαστοι θα έλεγα κι ας είναι έφηβοι, σχεδόν παιδιά.
Στο καινούργιο του, Μπάρναμπι Μπρόκετ τιτλοφορούμενο, ένα παιδί πρωταγωνιστεί και πάλι. Ο Μπάρναμπι. Ο οποίος μόλις έρχεται στον κόσμο αρχίζει να αιωρείται. «Χριστέ μου», είπε ο μαιευτήρας και όταν η μάνα ρώτησε «Τι συμβαίνει;», εκείνος της απάντησε «Κάτι απίστευτο» και είχε τα μάτια του στραμμένα στο ταβάνι, το ταβάνι κοιτούσε και η μαία, και όταν η νέα μάνα ακολούθησε την κατεύθυνση των βλεμμάτων τους είδε εμβρόντητη το δικό της βρέφος, το νεογέννητό της πως «είχε κολλήσει με την πλάτη πάνω στα λευκά ορθογώνια πλακάκια και κοιτούσε και τους τρεις με ένα πονηρό χαμόγελο στη φατσούλα του». Έκθαμβος ο μαιευτήρας: «Εκεί πάνω», έκανε. Βλέπετε το νεογέννητο αγοράκι αψηφούσε τον πιο θεμελιώδη κανόνα του σύμπαντος. Το νόμο της βαρύτητας.
Τόπος γέννησης και κατοικίας το Σίδνεϊ, «η πιο όμορφη πόλη του κόσμου» όπως συνήθιζε να λέει αργότερα ο Μπάρναμπι.
Τρεις μέρες έμειναν στο μαιευτήριο μητέρα και βρέφος. Έπειτα πήγαν στο σπίτι όπου τους περίμεναν ο πατέρας με τα δυο αδελφάκια, τον Χένρι και τη Μέλανι. «Ο αδελφός σας είναι λίγο διαφορετικός από εμάς» προσπάθησε να τα ενημερώσει τα άλλα δυο παιδιά ο πατέρας ενώ στο ταξί που τους έφερνε στο σπίτι, η μάνα, Έλενορ το όνομά της, κρατούσε το ιπτάμενο νεογέννητο σφιχτά διότι προς στιγμήν της ξέφυγε από τα χέρια και, πετώντας, κοπάνισε το κεφάλι του στην οροφή του αυτοκινήτου. «Μάλλον θα πρέπει να τον δέσετε τον τύπο…», της είπε ο οδηγός, «θα σας φύγει αν δεν είστε πιο προσεκτική».
Και ενώ τα παιδιά υποδέχθηκαν με χαρά και ενθουσιασμό το αδελφάκι τους ο πατέρας δε θέλησε ούτε να το πάρει αγκαλιά. Το απεχθανόταν. Το ίδιο και η μητέρα. Ένα βάρος, ένα όνειδος, μια καταισχύνη, η ταπείνωση της οικογένειας ήταν γι’ αυτούς το γελαστό αιωρούμενο μωράκι. Βέβαια πολύ αργότερα αποδείχθηκε ότι υπήρχε μια ανισορροπία στα αυτιά του παιδιού: οι ακουστικοί πόροι δεν συνεργάζονταν ώστε να ελέγχουν την ισορροπία του και έτσι ο εγκέφαλος αδυνατούσε να αποκωδικοποιήσει τα σήματα που ελάμβανε και πως για να διορθωθεί αυτό και για να επανέλθει στην «κανονική και φυσιολογική» ζωή ο Μπάρναμπι χρειαζόταν μια απλή επέμβαση, αλλά αυτό δεν το γνώριζαν οι γονείς του και το παιδί έζησε μαρτυρικά χρόνια.
Άκακος και αγαπησιάρης λάτρευε τα αδέλφια του -που ανταπέδιδαν- αγαπούσε και το σκύλο –που κι εκείνος του είχε αδυναμία. Λάτρευε και τα βιβλία. Το πρόβλημα ήταν με τους γονείς. Δεν τον ήθελαν με κανέναν τρόπο. Δεν ισχυρίζομαι ότι όλα ήταν μέλι γάλα στο σπίτι. Πρώτο και κύριο υπήρχαν προβλήματα πρακτικά καθώς ανά πάσα στιγμή το παιδί μπορούσε να εξαφανιστεί ή να κινδυνέψει η ακεραιότητά του. Απευθύνθηκαν σε δυο γιατρούς χωρίς αποτέλεσμα. Το έδεναν, λοιπόν, του τοποθετούσαν σάκους με βαρίδια στην πλάτη, δεν το έβγαζαν έξω στον ήλιο εξ ου και το παιδάκι είχε γίνει κάτασπρο σα φάντασμα, τέλος το έστειλαν σε ένα σχολείο για να το κρύψουν από γνωστούς και αγνώστους, ένα εφιαλτικό κτίριο με άθλια διεύθυνση και με συρματοπλέγματα ολοτρόγυρα, τη Μεικτή Ακαδημία για Ανεπιθύμητα Παιδιά. Εκεί, δεμένος στην καρέκλα, παρ’ ολίγο να καεί αλλά ευτυχώς τον άκουσε το αγοράκι ο Λίαμ, τον έλυσε και μαζί το έσκασαν ενώ το κτίριο κατέρρεε.
Περιπέτειες που να μην έχουν τέλος για το γλυκό αγόρι που αγαπούσε όλο τον κόσμο, που ήταν έξυπνο και υπομονετικό, και που έκανε τα πάντα για να μένουν οι γονείς του ευχαριστημένοι μαζί του. Αλλά αυτοί δεν ευχαριστιούνταν με τίποτε. Ήταν και σνομπ, ήταν και εγωιστές, ήταν και πολύ καθώς πρέπει∙ στο παρελθόν καμάρωναν ότι ήταν απολύτως φυσιολογικοί.
Τελικώς ο κύριος και η κυρία Μπρόκετ, οι γονείς βέβαια, αποφάσισαν ότι δεν το ήθελαν άλλο το παιδί τους. Συνεννοήθηκαν αποβραδίς να το πάει την επομένη η μητέρα μια ωραία βόλτα και ο μικρούλης την ακολούθησε χαρούμενος, έχοντας στην ωμοπλάτη το σακίδιο με την άμμο για να μην ίπταται, κι αφού κουράστηκε με τόσο βάρος κάθισαν κάπου, κι εκείνη με τρόπο, έβγαλε ψαλίδι, έσχισε τον σάκο και η άμμος άδειασε ενώ το παιδί κοιτούσε έντρομο μια την άμμο, μια τη μητέρα του προτού αρχίσει να ανεβαίνει προς τα ουράνια. «Συγγνώμη…» ψέλλισε η άκαρδη στο οκτάχρονο παιδί που κατέστρεφε.
Πού πήγε ποιους είδε, πόσα γνώρισε, πόσο χάρηκε, πόσο αγάπησε, αν κινδύνεψε, αν βγήκε νικητής, είναι μια μεγάλη λαμπρή ιστορία. Είναι ένα ταξίδι αναζήτησης και μύησης που λίγοι έχουν την ευτυχία να απολαύσουν. Και όπως είπε αργότερα, μετά την αδιήγητη επιστροφή του, η γιατρός που θα του έκανε την επέμβαση στα αυτιά, στη «μητέρα» του ειρωνικά: «Όπου κι αν ήταν τέλος πάντων, ο γιος σας φαίνεται ότι μπόρεσε να αντεπεξέλθει στις αντίξοες συνθήκες αρκετά καλά. Ούτε υπέστη κανέναν τραυματισμό όλο αυτό το διάστημα που ταξίδευε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου, επειδή εσείς τον χάσατε κατά λάθος στο Σίδνεϊ». Υποψιαζόταν… Εντέλει ο Μπάρναμπι έφυγε πάλι. Αποφάσισε να μην χειρουργηθεί. Αποφάσισε να παραμείνει διαφορετικός και να πλέει στους γαλανούς αιθέρες και στη νύχτα την αστροστόλιστη. Πάνω από τιρκουάζ θάλασσες. Προτίμησε τις πτήσεις του. Και τον καινούργιο κόσμο που τον περίμενε ανοιχτός, ωραίος. Υψώθηκε στον υπέροχο βραδινό ουρανό του Σίδνεϊ, βαστώντας σφιχτά στην αγκαλιά του τον Καπετάν Τζόουνς, το πιστό σκυλί, ώσπου «βυθίστηκαν στο σκοτάδι αυτής της γλυκιάς αυστραλιανής νύχτας και ταξίδευαν σε άγνωστο προορισμό, δίχως να γνωρίζουν πότε τα πόδια τους θα άγγιζαν ξανά το χώμα».
Ο Τζον Μπόιν (Δουβλίνο, 1971) έχει γράψει και θαυμάσια διηγήματα. Και μες στον Απρίλιο θα κυκλοφορήσει το όγδοο βιβλίο του για ενηλίκους, το μυθιστόρημα Αυτό το σπίτι είναι στοιχειωμένο. Για το βιβλίο του Ο Κλέφτης του χρόνου στην εφημερίδα Sunday Express γράφτηκε ότι «πρόκειται για ένα αριστούργημα».
Προσωπικώς θα σημείωνα πως, αν και νέος ακόμη ο Τζον Μπόιν, το έργο του πρέπει να θεωρείται κλασικό. Και πως θα περιμένω καρδιοχτυπώντας κάθε καινούργιο του βιβλίο.